«Το νησί αυτό, που διαδραματίζεται σήμερα η ιστορία μας», ξεκίνησε να γράφει ο Μενέλαος, «είναι το τοπίο όπου το έγκλημα δοξάστηκε σαν ύψιστη αρετή. Όπου μέσα απ’ το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν -για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας- φθόγγοι άγνωστοι… Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος. Αυτή τη νύχτα -οι φθόγγοι αυτοί οι άγνωστοι- ακούστηκαν τόσο δυνατά, που οι μεταλλωρύχοι της αντικρινής πλαγιάς τρόμαξαν και κρύφτηκαν στις στοές τους. Ήταν οχτώ του Δεκέμβρη, χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, χρόνια ύστερα απ’ τη γέννησή του γιου μιας χωρικής που τον σταύρωσαν -μια φορά- πάνω σ’ ένα ξύλο σ’ ένα λόφο της Σιών, επειδή κουβάλησε μαζί του καινούργιες ιδέες. Βλέπετε οι ιδέες, κάθε φορά που έχουν απόλυτους τους ιδιοκτήτες, που άμα δεν έρχονται στα μέτρα που θέλουν αυτοί, παίρνουν το κεφάλι που τις έχει…»
Σταμάτησε προς στιγμή να γράφει. Οι σκέψεις του κουβάρι με αίμα κι εικόνες των άψυχων πτωμάτων. Τι να πρωτογράψει άραγε; Όλα ένας χείμαρρος, που ξεκινά απ’ το λόφο στον ορίζοντα κι ερχόμενος παρασύρει ότι μνήμης κροκάλα βρει στα διάβα του.
Τι να γράψει; Πτώματα, ουρλιαχτά, εικόνες που δε χωράει ανθρώπου νους, η φρίκη αυτή δεν χωράει στα βιβλία.
Σηκώθηκε κι έκανε δύο βήματα, ξανακάθισε στον διπλανό βράχο, δεν άντεξε. Τότε άκουσε τον Λάμπρο, τον νεαρό από την Ήπειρο, που πριν λίγα βράδια του περιέγραφε με λαχτάρα την αγαπημένη του Βασιλική, να τον ρωτά με λυγμούς :
“Τι είναι αυτή η δήλωση μωρέ Λουντέμη; Τι είναι; Ένα αχυρόχαρτο είναι! Ξέρεις πόσες υπογραφές έχω βάλει μέχρι τώρα; Υπέγραψα στον θάνατο της μάνας μου. Όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου αντί για τον πατέρα μας που δεν μπορούσε. Τα γράμματα που έστειλα. Θαρρείς ποτέ σκέφτηκα τι αξία έχει μια υπογραφή; Θαρρείς σκέφτηκα ποτέ πως γι’ αυτήν θα παίζεται η ζωή μου; Για μια υπογραφή, για μια δήλωση…”
Ξέσπασε σε κλάματα
Ο Μενέλαος γύρισε τον κοίταξε και του απάντησε ψιθυριστά:
“Αυτό αναρωτιούνται κι αυτοί. Μωρέ για ένα αχυρόχαρτο , για μια ρημαδοϋπογραφή, κάνουν έτσι; Είναι ικανοί να πεθάνουν για μια υπογραφή; Ανάθεμα κι αν ξέρουν τι σημαίνει να σαι άνθρωπος. Τι σημαίνει να πιστεύεις, να ‘χεις πιστεύω. Και σε μισούν γι αυτό, σε σιχαίνονται, δεν το αντέχουν. Θέν να σε δουν να ξεψυχάς, αλλά να μην πεθάνεις, μέχρι να υπογράψεις. Πίστεψέ με, δεν τους νοιάζει να πεθάνεις, να σε εξοντώσουν, τους νοιάζει να σε δουν να υπογράφεις. Θα σε βασανίσουν μέχρι να υπογράψεις, μέχρι να γυρίσεις και να με φτύσεις. Είναι πολύ μικροί μπροστά σου.”
“Τι γράφεις;” ρώτησε ο Λάμπρος, μη ξέροντας γιατί ήθελε να αλλάξει κουβέντα.
“Για τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας”, απάντησε κοφτά ο Λουντέμης.
“Μυθολογία γράφεις μετά από όλα αυτά;” ρώτησε ο Λάμπρος.
“Πραγματικότητα, Λάμπρο. Για τα κεφάλια της αδίστακτης κι ανύπαρκτης ψυχής τους, για όλα όσα έγιναν, για όσα ζήσαμε! Από πέτρα να ήμασταν δεν θα ‘χαμε αντέξει. Και αντέξαμε. Αυτά όλα περιγράφω.”
“Και μπορείς; Μπορείς, Μενέλαε; Μπορείς να τα περιγράψεις;”
Οι λυγμοί του έκοψαν απότομα τη φωνή του κι αντήχησαν στην πλαγιά.
“Λάμπρο, μπορώ και θέλω! Πρέπει να εξιστορήσω τα ανιστόρητα! Πρέπει να μάθει ο κόσμος! Να μάθει για τα θύματα, τους δήμιους κι όλη αυτή την κολασμένη ορχήστρα!”
Ο Λάμπρος δεν απάντησε , άφησε τα δάκρυά του να κυλήσουν και προσπάθησε να πιάσει το μπράτσο του Λουντέμη. Αγκαλιάστηκαν σφικτά κι ο ήλιος ανήμπορος ν’ αντέξει την κουβέντα τους αποχαιρέτησε στα χρώματα του δειλινού.
“Λουντέμη”, είπε διστακτικά με φωνή μικρού παιδιού ο Λάμπρος, περιμένω γράμμα από τη Βασιλική.
“Όμορφα, Λάμπρο.”
“Εσύ περιμένεις απ’ την κόρη σου γράμμα;” ρώτησε ο Λάμπρος με περιέργεια γιατί δεν του ανταπάντησε πριν.
“Μου επιστρέφουν πίσω τα δικά μου γράμματα…” απάντησε αμήχανα ο Λουντέμης. “Τα διαβάζω σα να ‘ναι δικά της.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι απ’ το “Οδός Αβύσσου Αριθμός 0” του Μενέλαου Λουντέμη