Ο δαίμονας της αιώνιας επιστροφής

0
760

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1920x4000.jpg

Το καφενείο του κυρ Θανάση είχε αδειάσει. Είχαν μείνει οι δυο τους να ονειροπολούν. Τους είχε εμπιστοσύνη όμως και τους άφησε τα κλειδιά του μαγαζιού να κλείσουν αυτοί.

«Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή – όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν – πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Θα το δεχόσουν, αντί του θανάτου;»

«Τι λες τώρα, ρε συ Αστέρη; Θα ζω τα ίδια ξανά και ξανά; Αφού με ξέρεις βαριέμαι εύκολα.»

«Άλλο είναι το νόημα, ρε συ Τάσο.»

«Και ποιο είναι το νόημα δηλαδή;»

«To νόημα φίλε μου είναι να φτιάξεις τη ζωή σου έτσι, ώστε όταν έρθει εκείνη η ώρα να σε ενθουσιάσει η ιδέα!»

«Έτσι θα γίνει, Αστέρη. Εγώ δεν θα συμβιβαστώ όπως ο πατέρας μου. Θα μπαρκάρω, το έχω πάρει απόφαση. Θέλω να τα δω όλα…Άλλες θάλασσες, άλλες πόλεις, ανθρώπους όλων των λογιών, γυναίκες ξωτικές… Έλα γεια μας!»

«Γεια μας ρε συ Τάσο! Και πότε με το καλό το ταξίδι;»

«Σύντομα. Μίλησα με τον ξάδερφό μου που είναι μηχανικός στα καράβια. Έχει κάνει ταξίδια αυτός…Βραζιλία, Αργεντινή, Μαλαισία. Παντού έχει πάει. Φεύγει ένα φορτηγό πλοίο σε έξι μήνες για Ιαπωνία και ψάχνουν ναύτες. Εσύ τι σχέδια έχεις;»

«Ο πατέρας θέλει να τελειώσω τη σχολή. Ήδη με πρήζει να πηγαίνω στο φαρμακείο μαζί του να τον βοηθάω.»

«Και με τη φωτογραφία τι έγινε, ρε Αστέρη; Θα την παρατήσεις;»

«Όχι ρε συ ασχολούμαι ακόμη. Γράφτηκα και στο εργαστήρι φωτογραφίας της σχολής. Ο δάσκαλος έχει πάθει την πλάκα του μαζί μου. «

«Έλα ρε συ, και ο πατέρας σου τι λέει για αυτό;»

«Αφού τον ξέρεις ρε Τάσο. Tον χαβά του. Αλλά το πήρα απόφαση. Θα του το πω τώρα στις διακοπές. Έχω βρει μια σχολή φωτογραφίας στο Λονδίνο. Θα την παρατήσω την φαρμακευτική δεν είμαι εγώ γι’ αυτά. Όχι νομίζει θα κάτσω να πουλάω φάρμακα μια ζωή…είπαμε…ο δαίμονας θα σαστίσει, όχι εγώ!»

«Έτσι ρε Αστέρη! Στην υγεία μας. Στη ζωή που μας περιμένει!»

«Κάτσε πρέπει να αποθανατίσουμε τη στιγμή. Μμμ θα την ακουμπήσω εδώ στο τοιχάκι απέναντι. Μέτρα μέχρι το 10 και χαμογέλα…1…2…3…4…5…6…7…8…9…10»

~~{}~~

Η γενιά των γονιών

Ο κυρ Θανάσης με τους γονείς τους ήταν τρελό παρεάκι -όταν ήταν νέοι. Ο Θανάσης, χωρίς “κυρ”, ο Κωστάκης, ο Μανώλης και ο Παύλος. Αχώριστοι ήταν. Μετά έσπασε η παρέα.

Μόνο τον Κωστάκη βλέπει που και που. Έρχεται στο καφενείο όταν έχει υπηρεσία προς τα μέρη τους. Φύλακας του νόμου ο Κωστάκης. Πόσο αστείο του φαινόταν. Ακόμη θυμάται τον μακαρίτη τον Πετροθωμά που τον έπιασε στα πράσα να του κλέβει τα σύκα και τον είχε πάρει στο κυνήγι με την κατσούνα του. Αλλά που να τον φτάσει. Ο Κωστάκης είχε φτερά στα πόδια του τότε. Και πως είχε καταντήσει έτσι τώρα ε, 200 κιλά πρέπει να έχει φτάσει. Δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πάει και ο στίβος και όλα. Παντρεύτηκε με το κρασί αφού έχασε τον αδερφό του.

Ο πατέρας του Αστέρη, ο Μανώλης, τα έπαιρνε τα γράμματα. Έφυγε για την Αθήνα στα 18 να σπουδάσει. Τον έβλεπε τα καλοκαίρια όμως. Μέσα σε όλα ήταν ο άτιμος. Είχε μπλέξει και με την πολιτική. Πρόεδρος της Πανσπουδαστικής της Φαρμακευτικής Αθήνας είχε βγει. Χαρισματικό αυτό το παιδί. Ο λόγος του σε άφηνε άφωνο. Και μορφονιός. Κάθε καλοκαίρι είχε δυο τρεις ερωτικές περιπέτειες να μας διηγηθεί. Έλιωναν τα κορίτσια για πάρτη του. Τώρα τον βλέπει μια φορά το χρόνο που έρχονται για διακοπές στο χωριό οικογενειακώς. Σαν να έχασε την ψυχή του αυτός ο άνθρωπος. Μόνο συμβουλές για φάρμακα δίνει πια.

Και ο Παύλος, ο πατέρας του Τάσου, ήταν ο γελωτοποιός της παρέας. Πειραχτήρι από τα λίγα. Από φτωχή οικογένεια. Δέκα αδέρφια ήταν. Τέσσερα κορίτσια και έξι αγόρια. Σκορπίστηκαν σε όλα τα μέρη της γης για το μεροκάματο. Ο Παύλος ήταν ο μικρότερος. Ήταν ο μόνος που τελείωσε το γυμνάσιο στην οικογένεια. Μετά πήγε στον αδερφό του στον Καναδά για λίγα χρόνια και δούλευε στις οικοδομές. Αφού έπιασε μερικά λεφτά γύρισε στην Κρήτη και άνοιξε δική του επιχείρηση ως εργολάβος στο Ρέθυμνο. Πολύ δουλειά. Πρόκοψε αυτό το παιδί. Μόνο που δεν λέει αστεία πια.

………….…Η γενιά των παιδιών……………

«Μπαμπά κοίτα τι βρήκα.»

Ο Αστέρης ταράχτηκε μόλις είδε το αντικείμενο. Πώς βρέθηκε αυτό εδώ, σκέφτηκε.

«Τι είναι αυτό μπαμπά;»

«Αυτό, Μυρσίνη, βγάζει φωτογραφίες. Με αυτό εδώ βγάζαμε φωτογραφίες πριν 20 χρόνια.»

«Και τι άλλο κάνει;»

«Τίποτα άλλο. Μόνο φωτογραφίες βγάζει. Τι θες, να σου φτιάχνει και παγωτό; Μα καλά δεν ξέρεις πως μοιάζει μια φωτογραφική μηχανή; Στο σχολείο δεν σας μαθαίνουν τίποτα; Έλα φέρε την εδώ να σου δείξω πως λειτουργεί. Ή μάλλον πάμε να περπατήσουμε μέχρι την πλατεία του χωριού. Έχει ωραία θέα από κει. Θα βγάλουμε όμορφες φωτογραφίες.»

Μόλις την πήρε στα χέρια του ο Αστέρης ένα ρίγος τον διαπέρασε. Πίστευε ότι ο πατέρας του την είχε ξεφορτωθεί. Όχι, την είχε φυλάξει τελικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα του εκείνο το καλοκαίρι δεν είχε ξαναγυρίσει στο χωριό. Ούτε για φωτογραφία είχε σκεφτεί τίποτα ξανά. Πάνε είκοσι χρόνια. Μαζί με τη φωτογραφική είχε και τ’ αρνητικά απ’ τις τελευταίες φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Μάλλον τις είχε εμφανίσει ο πατέρας του. Κοίταξε τα αρνητικά. Ένα σφίξιμο ένοιωσε στην καρδιά.

Φτάσανε στην πλατεία. Μαυροφορεμένος κόσμος ήταν μαζεμένος. Ο Αστέρης έψαχνε να βρει κάποιον γνωστό να ρωτήσει ποιον κηδεύουν. Το μάτι του έπεσε σε ένα πρόσωπο. Ρυτιδιασμένο πια, έφερνε γνώριμες εικόνες στο μυαλό του. Ο Σωτηράκης, ναι αυτός ήταν. Ο γιος του κυρ Θανάση. Τον πλησίασε.

«Σωτήρη, με θυμάσαι;»

«Αστέρη, πω πω, πόσα χρόνια έχουν περάσει; Ποια είναι αυτή η δεσποινίς;»

«H κόρη μου η Μυρσίνη. Με αυτόν εδώ τον κύριο Μυρσίνη, όταν ήμασταν στην ηλικία σου, κάναμε άνω κάτω το χωριό από τις φωνές και τα παιχνίδια μας τα καλοκαίρια.»

«Για την κηδεία κατέβηκες, Αστέρη; Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να έρχεσαι στο χωριό πια.»

Ο Αστέρης παραξενεύτηκε. Ένα κακό προαίσθημα τον κυρίευσε.

«Όχι Σωτήρη. Με πίεσε η γυναίκα μου να ρθούμε. Θέλει να φτιάξουμε το σπίτι. Να ερχόμαστε για διακοπές. Της αρέσει εδώ. Γιατί ποιος κηδεύεται;»

«Χαθήκαμε ρε συ Αστέρη. Ο Τάσος… πάει ο Τάσος.»

«Ο Τάσος;  Πνίγηκε στη θάλασσα;»

«Όχι ποια θάλασσα; Που έχεις μείνει; Μετά το πρώτο του ταξίδι δεν ξαναμπάρκαρε. Άφησε έγκυο τη Μαρία, του Κοτζαμπασάκη την κόρη αν τη θυμάσαι, και έμεινε εδώ στο χωριό. Τέσσερα κουτσούβελα κάνανε. Συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Αυτός ανέλαβε το μεγάλο ξενοδοχείο στο Φουρφουρά. Το έχεις δει; Ένα κουκλί. Ήταν η κακιά η ώρα. Είχε αναλάβει την αναπαλαίωση ενός αρχοντικού στο Ρέθυμνο. Και του έπεσε η οροφή στο κεφάλι. Τραγωδία.»

Η νεκροφόρα κατέφτασε και οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Ο Αστέρης τα είχε χαμένα. Κοίταξε το φιλμ που είχε στα χέρια του. Εκεί ήταν η τελευταία φωτογραφία που είχε τραβήξει με τον Τάσο. Στο καφενείο του κυρ Θανάση. Τη βρήκε. Πόσο λαμπερό βλέμμα είχαν και οι δύο, έτοιμοι να κατακτήσουν τον κόσμο. Τελικά ο Τάσος να δέχτηκε τη συμφωνία με το δαίμονα;

Αυθόρμητα έβαλε το φιλμ πίσω και τράβηξε μια φωτογραφία το εκκλησάκι.

«Μυρσίνη να, από αυτό εδώ το παραθυράκι κοιτάς. Και όταν αυτό που βλέπεις μιλάει στην καρδιά σου πατάς αυτό εδώ το κουμπί. Ορίστε. Δικιά σου είναι.»

Το κοριτσάκι πήρε τη φωτογραφική, χαρούμενη για αυτό το μυστήριο δώρο, και άρχισε να φωτογραφίζει κάθε λουλουδάκι που της έκανε εντύπωση.

Ο Αστέρης κοντοστάθηκε και την κοιτούσε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ύστερα μπήκε στο εκκλησάκι να χαιρετήσει τον παλιόφιλό του που μπάρκαρε για το τελευταίο μεγάλο του ταξίδι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ξανθή Κουτσούμπου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του Bruce Davinson. “The Jokers, Brooklyn Gang, 1959”