Από τα εφτά παιδιά της οικογένειας, ήμουν το μικρότερο. Αυτό το λες μεγάλη τύχη. Αλλά και μεγάλη ατυχία.
Πριν από μένα η μάνα μου είχε γεννήσει τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Δυο ολόκληρες δεκαετίες με χώριζαν από τη μεγαλύτερη αδερφή μου. Δεν τη γνώρισα καν, πέθανε μόλις δώδεκα χρονώ, πριν γεννηθώ εγώ, από λάθος διάγνωση σε μια απλή σκωληκοειδίτιδα, αν έχεις το Θεό σου. Αυτά δεν γίνονταν ούτε τότε, στα 1930. Κι έναν αδερφό τον χάσαμε από δυστύχημα, όταν εγώ ήμουν πιτσιρικάς. Μείναμε, λοιπόν, πέντε, μ’ εμένα να είμαι ο πιο μικρός, και πιο χαϊδεμένος, όπως γίνεται συνήθως. Βενιαμίν: η θέση αυτή στην οικογενειακή κατάταξη από τη μια με έσωσε, από την άλλη λίγο έλειψε να με χαντακώσει.
Στο σχολείο ήμουν πολύ καλός μαθητής. Όχι ο καλύτερος∙ ο δεύτερος. Ο Κ. ήταν αστέρι, δεν πιανόταν. Είχε το πιο κοφτερό μυαλό που έχω συναντήσει -με είκοσι στρόγγυλο ξεκίνησε και με είκοσι στρόγγυλο τελείωσε το τότε Γυμνάσιο, και φυσικά συνέχισε: διάβασε πέντε-έξι μέρες το καλοκαίρι και πέρασε, έκτος ή έβδομος παρακαλώ, στη Φιλοσοφική. Αλλά κι εγώ είχα καλό μυαλό κι επιπλέον, πείσμα κι επιμονή. Έτσι κατάφερα να τελειώσω με άριστα το οκτατάξιο γυμνάσιο. Έτσι ήταν τότε, τετρατάξιο Δημοτικό, οκτατάξιο Γυμνάσιο.
Από τα αδέρφια μου κανένα δεν είχε πάει πέρα απ’ το δημοτικό. Εγώ, ως μικρότερος, είχα την τύχη να δουλεύουν πλέον αυτοί, κι εμένα να μη με έχουν και τόσο μεγάλη ανάγκη. Αλλά όταν τελείωσα το σχολείο, η τύχη μετατράπηκε σε ατυχία.
Ο πατέρας μου είχε μαγαζί: παντοπωλείο και ολίγον καφενείο. Αυγά, τυρί, ελιές, πατάτες, ρύζια. Αλλά και στάση για καφέ, κονιάκ, ούζο, μεζέ, καθώς ο κόσμος πήγαινε στα χωράφια. Εννοείται πως βοηθούσα κι εγώ εκεί, από μικρός. Το πρόβλημα ήταν πως η δουλειά αυτή ήθελα-δεν ήθελα προοριζόταν για μένα. Αυτό ήταν βέβαιο, και μάλιστα θεωρούνταν και προνόμιο. Εγώ ούτε να τ’ ακούσω. Εμένα μου άρεσαν τα γράμματα, ήθελα να φύγω, να σπουδάσω, να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, να κάνω κάτι στη ζωή μου.
Ούτε συζήτηση. Αστεία πράγματα. Ελάχιστοι από το χωριό σπούδαζαν τότε. Να κάτσω στ’ αυγά μου και να μάθω τη δουλειά, το παντοπωλείο έβγαζε καλά λεφτά, άλλοι θα κάναν κρα για τέτοια ευκαιρία.
Εγώ δεν έκανα κρα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα άλλο. Κατέβασα το κεφάλι και άρχισα να κουβαλάω κούτες, να ζυγίζω ελιές, να κόβω μακεδονικό χαλβά και να σερβίρω τσίπουρα στους αγρότες. Αλλά το μυαλό μου ταξίδευε. Φανταζόμουν ότι έφευγα από κει, ότι πήγαινα στην πόλη, γνώριζα τον κόσμο, ήμουν ελεύθερος, με τους ορίζοντες μπροστά μου ανοιχτούς.
Κι ο χρόνος περνούσε. Είχα φτάσει δεκαεννιά κι ήταν καιρός να πάω φαντάρος. Παραδόξως χαιρόμουν γι’ αυτό. Τουλάχιστον θα ξέφευγα λίγο. Κατάφερα και πήγα για έφεδρος αξιωματικός, θα έκανα δηλαδή την κανονική θητεία, δυο χρόνια, αλλά θα είχα ένα «αξίωμα», ώστε να παίρνω και κάποια χρήματα.
Πρώτα έπρεπε να μας εκπαιδεύσουν. Η σχολή εφέδρων αξιωματικών ήταν στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στη Σπάρτη. Πήγα ψαρωμένος. Ήμασταν καμιά εικοσιπενταριά, κάποιοι απόφοιτοι Γυμνασίου σαν κι εμένα, μα και πολλοί πτυχιούχοι: μαθηματικοί, φιλόλογοι…. Κανονικό σχολείο, κάναμε διάφορα μαθήματα και μετά μας εξέταζαν. Ω του θαύματος, ήμουν πάντα ανάμεσα στους πρώτους. Κάποιοι εξεταστές με κοιτούσαν με μισό μάτι, νομίζοντας πως έκλεβα. Έφτασα όμως να έχω τόσο καλή βαθμολογία, που οι καθηγητές με επέλεξαν για υπαρχηγό της σχολής. Ψήλωσα δέκα πόντους όταν το έμαθα.
Ο στρατός ποσώς με ενδιέφερε, αλλά με είχε βάλει και πάλι σε σκέψεις. Τα είχα πάει καλύτερα σχεδόν από όλους αυτούς, τους «πτυχιούχους». Είχα αρχίσει να ζηλεύω αφόρητα. Η επιθυμία να σπουδάσω μου έγινε πλέον έμμονη ιδέα, τριβελίζοντας το μυαλό και την καρδιά μου.
Όταν τελείωσα το στρατό, κι ενώ τα παστά και οι χαλβάδες περίμεναν για ζύγισμα, εγώ είχα αλλάξει. Η θέση που είχα πάρει εκεί μέσα -με το σπαθί μου- και τα λίγα αλλά τελείως δικά μου χρήματα που είχα αποκτήσει, ένιωθα να μου ανοίγουν τη σκέψη και το δρόμο και σιγά σιγά να μου λύνουν και τη γλώσσα.
«Εγώ δεν κάθομαι εδώ», τους ανακοίνωσα κάποιον καιρό μετά, «θα δώσω εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο» – η λέξη γέμισε το στόμα μου και την καρδιά μου, λες και πρόφερα το όνομα κάποιας αγαπημένης.
Οι αντιδράσεις των δικών μου υπήρξαν ποικιλόμορφες: από γέλιο μέχρι εκνευρισμό κι από ειρωνεία μέχρι οργή. Αλλά εγώ δεν τα παρατούσα. Καθώς ο καιρός περνούσε και δεν έβλεπα χαΐρι, έβαλα τα μεγάλα μέσα.
«Αν δεν με βοηθήσετε να δώσω εξετάσεις, θα φύγω στη Γερμανία», απείλησα. Αυτό το έκαναν κάποιοι τότε, αλλά κόστιζε ακριβά και ήξερα πως οι δικοί μου δεν μπορούσαν να τα διαθέσουν. Όμως ήμουν αποφασισμένος να πάω να δουλέψω και να σπουδάσω. Είχα αγοράσει μάλιστα και μέθοδο εκμάθησης γερμανικών.
Μπροστά στην ιδέα ότι θα έφευγα, οι αντιστάσεις κάμφθηκαν. Δέχτηκαν με βαριά καρδιά να μου κάνουν το χατίρι. Έτσι κι αλλιώς το πιθανότερο ήταν πως θα αποτύγχανα –χα, χα, όχι δα και Ιατρική!– και θα προσγειωνόμουν στην πεζή πραγματικότητα – θα καθόμουν στα αυγά μου.
Οι εξετάσεις δεν ήταν απλή υπόθεση, ήθελαν γερή προετοιμασία. Κι εγώ είχα εγκαταλείψει το διάβασμα ήδη έξι χρόνια τώρα – ναι, με τούτα και με κείνα, είχα φτάσει τα είκοσι τέσσερα. Γενάρης ήταν που άφησα το χωριό και μετακόμισα στην πόλη –μόνο εκεί υπήρχε φροντιστήριο. Οι συμμαθητές μου ήταν δεκαοκτώ χρονώ, άντε δεκαεννιά, όσοι έδιναν για δεύτερη φορά. Στο ξεκίνημα, ήμουν με διαφορά ο χειρότερος όλων. Απογοητεύτηκα, είχα όμως λυσσασμένο πείσμα και θέληση ακλόνητη. Θα καθόμουν σε κείνη την καρέκλα όσες ώρες, όσες μέρες, όσους μήνες χρειαζόταν, αλλά θα τα κατάφερνα. Ο χρόνος περνούσε και οι κόποι μου απέδιδαν. Στο φροντιστήριο είχα γίνει πλέον ο καλύτερος. Αλλά ήταν αρκετό αυτό για να πετύχω το στόχο μου;
Έφτασε ο Σεπτέμβρης, ο μήνας των εξετάσεων. Όσο πλησίαζε η μέρα, η ψυχραιμία με εγκατέλειπε. Κι αν όλα αυτά πήγαιναν χαμένα; Κι αν το όνειρο ήταν άπιαστο; Το προηγούμενο βράδυ με δυσκολία είχα κοιμηθεί κάνα δυο ώρες, και σ’ αυτές ανάθεμα αν είχα καταφέρει να ξεκουραστώ έστω και ελάχιστα. Μάλλον πιο πολύ αγχώθηκα με τους εφιάλτες που με επισκέφθηκαν: οι δικοί μου να γυρνάνε γύρω μου και να με χλευάζουν γελώντας τρανταχτά με την αποτυχία μου κι εγώ να ξαναπιάνω τη σέσουλα για να γεμίσω σακούλες με ελιές.
Το πρωί το μυαλό μου ήταν πιο θολό και κουρασμένο απ’ ό,τι το προηγούμενο βράδυ…
Ωραία τα κατάφερα, τώρα σίγουρα έχω ξεχάσει και μπερδέψει κι αυτά που ήξερα. Πώς θα πάω να συναγωνιστώ τους υπερ-προετοιμασμένους δεκαοκτάρηδες από τις πιο καλοβαλμένες οικογένειες της Θεσσαλονίκης; Μήπως καλύτερα να μην πάω καθόλου; Έτσι τουλάχιστον θα αποφύγω τον εξευτελισμό.
Αλλά ούτε κι αυτό ήταν λύση, σίγουρα θα με κορόιδευαν, θα με έλεγαν «ρίψασπι», αν και όχι με αυτή τη λέξη, με κάποια άλλη, πολύ πιο προσβλητική. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Είχα λίγο χρόνο μέχρι τις εξετάσεις μου, που τότε γίνονταν μέσα στο Πανεπιστήμιο. Μην αντέχοντας τον εαυτό μου, πήρα να τριγυρνάω χωρίς στόχο στους δρόμους της πόλης. Κάποια στιγμή, ζαλισμένος, σχεδόν κατέρρευσα σε ένα παγκάκι στο Λευκό Πύργο. Έμεινα για λίγο ακίνητος κι ύστερα αναστέναξα, κινήθηκα βαριά, έβαλα το απελπισμένο μου κεφάλι μου ανάμεσα στις παλάμες μου, έτριψα τα θολωμένα μου μάτια, ενώ στάλες ιδρώτα μούσκευαν τους κροτάφους μου.
«Είσαι καλά, αγόρι μου;» άκουσα ένα βόμβο δίπλα μου. Γύρισα και είδα στην άλλη άκρη από το παγκάκι έναν άντρα, γύρω στα εξήντα, καλοντυμένο, να με κοιτάζει.
«Ναι, εντάξει είμαι… ευχαριστώ», απάντησα, μην έχοντας καμία όρεξη για κουβέντα.
«Μου φαίνεσαι στενοχωρημένος, γι’ αυτό ρώτησα», επέμεινε.
Βλέποντας πως δεν θα ξεμπέρδευα εύκολα, του εξήγησα με δυο λόγια την κατάσταση. Εξετάσεις, άγχος, αγωνία, Ιατρική, φόβος, αποτυχία.
«Μη φοβάσαι. Να έχεις αυτοπεποίθηση», σχολίασε με την πιο ήρεμη και καθησυχαστική φωνή. «Ο φόβος δεν βοηθάει σε τίποτα. Να πας με αυτοπεποίθηση, να την κάνεις σύμμαχό σου. Θα τα πας περίφημα και θα πετύχεις στις εξετάσεις σου, είμαι σίγουρος. Να είσαι κι εσύ». Χαμογέλασε και σηκώθηκε. Έβγαλε το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού.
«Ευχαριστώ», ψέλλισα, ενώ αυτός ήδη απομακρυνόταν. Τον χάζευα να φεύγει, όταν ένα αεράκι με τύλιξε και με σήκωσε από τη θέση μου. Ένιωσα το άγχος μου σιγά σιγά να εξατμίζεται. Ένα αχνό χαμόγελο επισκέφθηκε το πρόσωπό μου και τα πόδια μου γλιστρούσαν τόσο ανάλαφρα, λες και πατούσα στον αέρα. Δεν ξέρω πώς είχε βρεθεί εκεί αυτός ο άνθρωπος, δεν ξέρω αν ήταν τα λόγια του ή ο τρόπος του, πάντως κάτι με είχε ταρακουνήσει και είχε διώξει το σύννεφο αγωνίας που θόλωνε τα μάτια μου.
Στο παντοπωλείο δεν ξαναγύρισα παρά μόνο σαν επισκέπτης. Και παρόλο που σπούδασα μια από τις πιο ορθολογικές επιστήμες που υπάρχουν, δεν ξέχασα ποτέ αυτό το συμβάν. Πάντα είναι εδώ, θυμίζοντάς μου να αφήνω λίγο χώρο στο μυστήριο, το θαυμαστό, το ανεξήγητο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ξένια Παπαμιχαήλ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.