«Στάση: Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών».
Η Λίζμπεθ κατέβηκε από το λεωφορείο αλαφιασμένη. Πρέπει να την είχε πάρει ο ύπνος στη διαδρομή από το κεντρικό Λονδίνο ως το Βόρειο Προάστιο του Μιλ Χιλ, και ξύπνησε λίγο πριν τη στάση της, από τις φωνές του οδηγού. To ρολόι της έδειχνε 8:40. Ανακουφίστηκε. Θα ήταν στην ώρα της στο ραντεβού. Αντίκρισε με δέος το επιβλητικό κτίριο της οδού Ρίτζγουει. Ήταν έναν όνειρο ζωής να δουλέψει εκεί. Το ινστιτούτο ήταν παγκοσμίως γνωστό. Μπήκε μέσα.
Στη ρεσεψιόν βρισκόταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, ντυμένος στην πένα με μεγάλα στρογγυλά γυαλιά που έκαναν τα μάτια του να φαίνονται τεράστια.
“Καλημέρα δεσποινίς. Πώς μπορώ να βοηθήσω;”
«Καλημέρα. Έχω ραντεβού στις εννιά με τον καθηγητή Σμιθ, από τον τομέα Μοριακής Βιολογίας. Στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής θα εργαστώ στο Ινστιτούτο για ένα χρονικό διάστημα. Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα».
«Ταυτότητα παρακαλώ», είπε με αυστηρό τόνο ο άντρας.
Της πήρε μερικά λεπτά να τη βρει. Στην τσάντα της επικρατούσε πάντα χάος. Του έδωσε την ταυτότητα χαμογελώντας, μα αυτός δεν της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Ο υπάλληλος άρχισε να πληκτρολογεί τα στοιχεία της στον υπολογιστή. Ύστερα την κοίταξε με ανακριτικό ύφος για μερικά λεπτά και συνέχισε να πληκτρολογεί.
«Η καταγραφή σας ως προσωπικό του ινστιτούτου πραγματοποιήθηκε. Παρακαλώ περάστε στην αίθουσα αριστερά και περιμένετε εκεί».
Η Λίζμπεθ μπήκε στην αίθουσα που της υπέδειξε. Έμοιαζε με αίθουσα συσκέψεων. Ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας, ενώ κάδρα γνωστών επιστημόνων κρέμονταν στους τοίχους. Βρισκόταν και μια άλλη κοπέλα εκεί. Ήταν μελαχρινή με σκουρόχρωμη επιδερμίδα.
«Γεια. Πρέπει να είσαι η Λίζμπεθ, σωστά;»
«Σωστά».
«Μανίζ, χάρηκα».
«Χάρηκα που σε γνωρίζω από κοντά, Μανίζ. Χαίρομαι πολύ που θα συνεργαστούμε από κοντά επιτέλους».
Η Μανίζ ήταν από την Ινδία και είχε σπουδάσει Βιολογία όπως και η Λίζμπεθ. Αλληλογραφούσαν ένα χρόνο τώρα καθώς η έρευνά τους είχε πολλά κοινά και επρόκειτο και οι δύο να δουλέψουν στο Μιλ Χιλ.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα ο καθηγητής Σμιθ μαζί με μια κοντή, καστανόξανθη κυρία.
«Καλημέρα κυρίες μου. Είμαι ο καθηγητής Σμιθ και από δω η επιμελήτρια του εργαστηρίου, η δεσποινίς Σάρα. Είμαι βιαστικός, καθώς με περιμένουν σε ένα επείγον μίτινγκ. Αλλά μην ανησυχείτε καθόλου. Η δεσποινίς Σάρα θα σας κατατοπίσει. Καλή αρχή σας εύχομαι».
Η δεσποινίς Σάρα ήταν χαμογελαστή και πολύ φλύαρη. Άρχισε να τις ξεναγεί στους χώρους του εργαστηρίου αραδιάζοντάς ένα σωρό κανόνες που θα έπρεπε να ακολουθούν. Ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση του εργαστηρίου και καμάρωνε για το σύστημα αρχειοθέτησης κυτταρικών σειρών που είχε φτιάξει. Καθώς τις οδηγούσε στην αίθουσα όπου ήταν τα γραφεία των διδακτορικών φοιτητών, η Λίζμπεθ πρόσεξε στα αριστερά του διαδρόμου μια μεγάλη πράσινη πόρτα με την επιγραφή: «MONO ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ».
«Δεσποινίς Σάρα, με συγχωρείται που σας διακόπτω. Εδώ τι είναι;», ρώτησε η Λίζμπεθ δείχνοντας την πράσινη πόρτα.
Το χαμόγελο έφυγε από το πρόσωπο της δ. Σάρα.
«Δεν έχετε πρόσβαση σε αυτή την αίθουσα. Οι μελέτες που γίνονται εδώ είναι απόρρητες. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος σε μη εξουσιοδοτημένο προσωπικό. Καταλάβατε;”, είπε η Σάρα.
Η Λίζμπεθ και η Μανίζ, έγνεψαν καταφατικά.
~~{}~~
6 μήνες μετά
Η ώρα είχε πάει έξι. H Μανίζ και η Λίζμπεθ είχαν απομείνει μόνες στο εργαστήριο αναλύοντας τα αποτελέσματα του τελευταίου τους πειράματος. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ξαφνικά άκουσαν φωνές από το διάδρομο. Η Λίζμπεθ σηκώθηκε να δει τι τρέχει. Είδε τρεις άντρες με λευκές ρόμπες που έτρεχαν στο βάθος του διαδρόμου και ύστερα χάθηκαν πίσω από εκείνη την πράσινη πόρτα.
«Μανίζ, τι είδους πειράματα πιστεύεις ότι γίνονται στην green land;»
Έτσι ανέφεραν μεταξύ τους αυτόν τον απαγορευμένο τομέα.
«Δεν θέλω να ξέρω, Λίζμπεθ. Ας τελειώνουμε με τα αποτελέσματα να φύγουμε. Σκιάζομαι εδώ μέσα όταν σκοτεινιάζει.»
Η Λίζμπεθ γέλασε.
«Έλα, βρε Μανίζ. Επιστήμονας είσαι. Τι φοβάσαι; Τα φαντάσματα;»
«‘Όχι τα φαντάσματα. Αλλά έχεις ακούσει την ιστορία του Γουίλιαμ, του ιδιοκτήτη της παμπ απέναντι. Δεν αποκλείω τίποτα.»
«Ποιες φήμες; Για ποιο πράγμα μιλάς;»
«Ναι σωστά. Τόσες φορές σε έχουμε καλέσει να έρθεις μαζί μας, αλλά όλο έχεις διάβασμα. Ο Γουίλιαμ, κάθε φορά που μας βλέπει στην παμπ μαζί με τους συναδέλφους λέει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά».
«Και τι ιστορία είναι αυτή»; ρώτησε η Λίζμπεθ. Είχε ακούσει πως οι ντόπιοι είναι αρκετά παραμυθάδες.
«Γνωρίζεις για τις έρευνες στον τομέα της κρυοβιολογίας που έγιναν στο ινστιτούτο τη δεκαετία του ’60»;
«Ναι, φυσικά και γνωρίζω. Πάγωναν ποντίκια σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός, ώστε να σταματήσει κάθε κυτταρική λειτουργία. Στη συνέχεια τα επανάφεραν στη ζωή μέσω διαθερμίας μικροκυμάτων. Ήταν πρωτοπόρα έρευνα, αλλά κρίθηκε ανήθικη και σταμάτησε».
«Σωστά. Ε, λοιπό,ν υπάρχει η φήμη ότι τέτοιου είδους πειράματα συνεχίζονται στο ινστιτούτο. Και όχι μόνο σε ζώα, αλλά και σε ανθρώπους. Ο Γουίλιαμ λέει για έναν τύπο που μπήκε μια μέρα στην παμπ. Ήταν μούσκεμα λέει κι έτρεμε σαν το ψάρι, αλλά δεν είχε βρέξει καθόλου εκείνη τη μέρα. Φαινόταν να τα έχει χαμένα. Δεν έβγαζαν νόημα οι ήχοι που ψέλλιζε. Ο Γουίλιαμ τον κάθισε σε ένα τραπέζι δίπλα στη σόμπα και τον κέρασε ένα ουισκάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι του. Η φυσιογνωμία του, του ήταν γνώριμη. Τότε μπήκαν στην παμπ δυο-τρεις καθηγητάδες από το Μιλ Χιλ. Ο Γουίλιαμ τους γνώριζε λέει, ήταν καλοί πελάτες. Ο τύπος αυτός, ο χαμένος, μόλις τους είδε, λέει, πανικοβλήθηκε και έφυγε τρέχοντας από το μαγαζί. Δεν τον ξανάδε. Αλλά θυμήθηκε ποιον του θύμιζε. Ένα συμμαθητή του, τον Φίλιπ. Στα δεκαοκτώ του εξαφανίστηκε. Δεν τον βρήκαν ποτέ. Σαν να είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Αλλά έχουν περάσει πενήτνα χρόνια από τότε. Αν ήταν ο Φίλιπ, θα έπρεπε να είχε ασπρίσει σαν τον Γουίλιαμ. Αυτός όμως ήταν όπως τότε στα δεκαοκτώ. Πιτσιρίκι. Οπότε… κατάλαβες».
«Ε, εντάξει. Μπορεί να ήταν κάποιος που του έμοιαζε», είπε η Λίζμπεθ προσπαθώντας να γελάσει.
«Ναι. Και εμείς αυτό του είπαμε. Τότε αυτός μας έδειξε ένα γυάλινο πιόνι. Έμοιαζε με πιόνι του ντόμινο. Λέει πως ο Φίλιπ ήταν τρελαμένος με αυτό το παιχνίδι. Μάλιστα είχε μάθει και στον Γουίλιαμ πως παίζεται και έπαιζαν με τις ώρες όταν ήταν παιδιά. Κάποια στιγμή λοιπόν, ο πατέρας του Φίλιπ είχε γυρίσει από ένα ταξίδι στη Ρωσία, που είχε πάει για δουλειές, και του έφερε δώρο ένα ντόμινο με γυάλινα πιόνια, που ήταν ειδική παραγγελία. Είχαν χαράξει τα αρχικά του Φίλιπ σε κάθε πιόνι με ασήμι. Φ. Κ. ‘Ένα ίδιο πιόνι λοιπόν, βρήκε στο τραπέζι αυτού του τύπου και τότε τον θυμήθηκε.»
«Έλα βρε Μανίζ. Και τον πίστεψες; Ξέρεις πόσο αρέσουν στους κατοίκους εδώ αυτές οι ιστορίες».
«Λίζμπεθ, ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά να σου πω, σκοτεινιάζει και οι άλλοι μας περιμένουν στην παμπ. Πάμε και συνεχίζουμε αύριο με τα αποτελέσματα».
«Πήγαινε εσύ. Εγώ θα κάτσω λίγο ακόμη».
~
Η Λίζμπεθ έμεινε μόνη και αφοσιώθηκε στη δουλειά.
Κάποια στιγμή άρχισε να κρυώνει αρκετά. Κοίταξε μήπως είχαν αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό στο γραφείο, αλλά όχι. Σηκώθηκε να ελέγξει και τα παράθυρα του διαδρόμου, μήπως έμπαζε από κάπου.
Καθώς περνούσε έξω από την πράσινη πόρτα ένοιωσε ένα ψυχρό κύμα αέρα. Πρόσεξε ότι η πόρτα δεν ήταν τελείως κλειστή.
Ένα μικρό αντικείμενο είχε μαγκώσει κάτω από την πόρτα και την εμπόδιζε να κλείσει. Τράβηξε το αντικείμενο και η πόρτα έκλεισε με δύναμη.
«Τι στο καλό; Ψυγείο είναι εκεί μέσα και έχει τόσο κρύο;» σκέφτηκε.
Κοίταξε το αντικείμενο που είχε σκαλώσει στην πόρτα. Ήταν ένα γυάλινο πιόνι του ντόμινο με σκαλισμένα τα αρχικά Φ.Κ.
Πήρε τα πράγματα της και έφυγε τρέχοντας από το ινστιτούτο.
~
Έτρεχε, Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε στην παμπ.
«Λίζμπεθ! Επιτέλους ήρθες. Μα εσύ είσαι κάτασπρη. Τί έχεις; Να σου φέρω λίγο νερό». Άκουσε τη φωνή της Μανίζ σαν από κάπου στο βάθος.
Το πιόνι. Να της δείξω το πιόνι, σκέφτηκε η Λίζμπεθ. Έψαξε στις τσέπες της. Στην τσάντα της. Πουθενά. Τι να πει; Ποιος θα την πίστευε; Και πόσο ρεζίλι θα γινόταν στους συναδέλφους;
«Μανίζ, όχι νερό. Ένα τζιν τόνικ»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ξανθή Κουτσούμπα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.