Don’t let me down (δύο διηγήματα φανταστικού)

0
606

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι EVb9bLfXkAEZ6ph-1024x613.jpg

ΦΩΣ

Το 1973 ήτανε μια από τις πιο σημαντικές χρονιές για την πόλη Φλώρια και συγκεκριμένα η 17η Ιουλίου. Το ξημέρωμα της βρήκε τους ανθρώπους στην καθημερινή τους ρουτίνα. Νοικοκυρές να έχουν ανάψει το φούρνο για να ψήσουν ψωμί, παιδιά να φεύγουν για το σχολείο , ανθρώπους να κατευθύνονται στις δουλειές τους ενώ άλλοι να απολαμβάνουν τον ύπνο μετά από ξενύχτι.

          Ο δήμαρχος ανέβηκε όπως κάθε μέρα στο αερόστατο του, να δει την πόλη από ψηλά και να χαιρετίσει  τους κατοίκους ακούγοντας το  «Don’t let me down» των Beatles. Δεν ξεχνά ποτέ να μοιράζει σοκολάτες πετώντας τες από αυτό το ύψος. Είναι μια από τις δυσκολίες που έχουν οι κάτοικοι τα πρωινά , διότι πρέπει να προλάβουν να πιάσουν την σοκολάτα πριν αυτή προσγειωθεί στο κεφάλι τους και τους φυτέψει πρωινό καρούμπαλο, αλλά και να μη πέσει στο έδαφος γιατί γι’ αυτούς είναι γρουσουζιά.

          Ο ήλιος ήταν παράξενα φωτεινός. Οι άνθρωποι φόρεσαν γυαλιά ηλίου από πολύ νωρίς, όμως δεν μπορούσαν να δουν  καθαρά ούτε με τα γυαλιά ηλίου ούτε χωρίς αυτά. Ο δήμαρχος αντιθέτως δεν είχε παρατηρήσει αυτό το έντονο φως, μια και στο ύψος που βρισκόταν δεν ήταν κάτι τέτοιο αντιληπτό.

          Οι άνθρωποι άρχισαν να μην βλέπουν όλο και περισσότερο καθώς περνούσε η ώρα. Παραδόξως κανείς δεν παραπονιόταν και κατά περίεργο τρόπο συνέχιζαν τις δουλειές τους μαντεύοντας  και υποθέτοντας την κατεύθυνση του δρόμου που θα έπρεπε να πάρουν ή το ύψος που θα σήκωναν το χέρι για να χαιρετίσουν κάποιον.

          Ακουγόταν συχνά ένα «συγνώμη» σε κάθε άγγιγμα ανθρώπων που δεν ήταν προκαθορισμένο, ή ένα «καλημέρα σας» όταν κάποιος αισθανόταν μια παρουσία γύρω του. Όλα κυλούσαν όπως κάθε μέρα, αλλά είχε και μια μαγεία διαφορετική εκείνο το πρωινό.

          Η κυρά Μάρω, η φουρνάρισσα, συνήθιζε να πουλά κουλούρια μετά τις δέκα το πρωί στην πολυσύχναστη οδό που οδηγεί στην Πλατεία Ονείρων.  Αυτό το έντονο φως την έκανε να μην βλέπει γύρω της και να ψάχνει τη φορεσιά της μισή ώρα για να βγει έξω. Μάταια προσπαθούσε. Το φουστάνι άφαντο μες στο φως. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ζαλώθηκε το τελάρο με τα κουλούρια και βγήκε γυμνή για το δρόμο φωνάζοντας: «Φρέσκο κουλούρι!».

Ήξερε πως κανείς δεν θα την έβλεπε όσο διαρκούσε αυτό το παράξενο φως, κι έτσι την εγκατέλειψε κι η ντροπή. Αντιθέτως αισθανόταν μια πρωτόγνωρη χαρά κι ελευθερία και μια σιγουριά πως κανείς δεν την έβλεπε.

          Μα ξαφνιάστηκε σαν κουτούλησε ένα άλλο σώμα, κι αυτό γυμνό, όπως κατάλαβε από την αφή. Φυσικά είπε το γνωστό «συγνώμη». Ααα για δες, κι άλλος γυμνός ! Λες να γέμισε η πόλη γυμνούς; Ξαφνικά συνειδητοποίησαν πως δεν τους ένοιαζε εάν ήταν γυμνοί κι οι υπόλοιποι ή ντυμένοι. Αν ήταν αμακιγιάριστοι , αχτένιστοι, αξύριστοι , περιποιημένοι ή ατημέλητοι. Ο χρόνος κυλούσε μαγικά, αργά κι ευχάριστα κι οι άνθρωποι λικνίζονταν σαν φύλλα στον αέρα γελώντας και τραγουδώντας.

          Ο δήμαρχος από ψηλά, κατάλαβε πως κάτι παράξενο συνέβαινε. Δεν ήθελε να διανοηθεί ότι κάτι άλλαζε κάτω και κυρίως χωρίς αυτόν. Άρχισε να πετά τις σοκολάτες του, μα δεν έφταναν στην πόλη. Σταματούσαν πάνω σε ένα γυάλινο θόλο κι ακουγόταν ένα παφ καθώς έπεφταν πάνω του και γλιστρούσαν στο κενό.

Παφ παφ παφ, η μια μετά την άλλη οι σοκολάτες. Πανικόβλητος ο δήμαρχος έβγαλε το στρογγυλό μονόφθαλμο γυαλί του να δει τι συμβαίνει. Και τι να δει; Ένας γυάλινος θόλος είχε σκεπάσει την πόλη. Οι άνθρωποι φαίνονταν να τρέχουν γυμνοί, να χορεύουν και το χειρότερο γι’ αυτόν, ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι χωρίς αυτόν, χωρίς ρούχα, χωρίς καπέλα, χωρίς κανόνες! Λικνίζονταν και τραγουδούσαν χωρίς να σκέφτονται πως είναι η ώρα της σοκολάτας. Δεν έδειχναν να τους ενδιαφέρει καν.

          Συντετριμμένος ο δήμαρχος συνέχιζε να κοιτά με τις σοκολάτες στο χέρι. Περνώντας όλες αυτές οι εικόνες από μπροστά του  σαν κινηματογραφικό σκηνικό, άρχισε να τον διακατέχει η ζήλια. Ήθελε να ήταν μαζί τους. Χαμήλωσε τη φωτιά και ξεκίνησε να χάνει ύψος για να επιστρέψει στην πόλη.

          Για κακή του τύχη, ο γυάλινος θόλος δεν είχε πουθενά άνοιγμα. Το αερόστατο προσγειώθηκε πάνω στον θόλο κι άρχισε να γλιστρά στο κενό. Από μακριά ακουγόταν το τραγούδι των Beatles «Don’t let me down» ενώ ο δήμαρχος να φωνάζει δυνατά «Please let me down!!»

«Please let me down !!», «Please let me down!!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η σιδερένια τσατσάρα

            Σε κάθε σόι, ο καθένας έχει ένα ρόλο, δοσμένο από τότε που γεννήθηκε, αδιαπραγμάτευτο και τόσο ξεκάθαρα κατανοητό σε όλους λες κι είναι γραμμένο στο κούτελό του.

Το δικό μου , μια κι ήταν και μεγάλο, ή για κάποιον άλλο αδιευκρίνιστο τουλάχιστον σε μένα λόγο, χωρούσε πολλούς ρόλους, αλλά αυτός που με εκνεύριζε περισσότερο από όλους ήταν του ντενεκέ.

Σε αυτόν τον ντενεκέ μπορούσε ο καθείς να πετάξει ότι σκουπίδι ήθελε από απόσταση, κι ήταν δεδομένο ότι θα έβαζε καλάθι. Ποιός άφησε άπλυτο αυτό το ποτήρι; Εγώ. Ποιός δεν πότισε όπως έπρεπε τα λουλούδια; Εγώ. Ποιος δεν νιώθει να μαγειρέψει; Εγώ.

Θυμάμαι ότι γινόμουν Τούρκος, κοκκίνιζαν τα αυτιά μου και πάντα αντιδρούσα. Πού το ξέρανε ότι άφησα εγώ άπλυτο αυτό το ποτήρι; Και μάλιστα χωρίς καμία έρευνα στο ζήτημα; Ήταν δεδομένο ότι θα ήμουν εγώ;

Ενοχλημένοι που αντιδρούσα, πάρε να έχεις κι ένα «αντιδραστική» στο τέλος, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πατώντας σε ένα καφάσι για να φθάνω στον καθρέφτη της τουαλέτας, προσπαθούσα να σβήσω αυτούς τους ρόλους τρίβοντας το κούτελό μου με τη πετσέτα. Ποτέ δεν κατάφερα να σβήσω τίποτα. 

            Ο αδελφός μου είχε τον ρόλο του σκανταλιάρη, αλλά και του παιδιού που έβγαζε ασπροπρόσωπη την οικογένεια με τις σχολικές του επιδόσεις.

Ο ξάδελφός μου, το ρόλο του ορθολογιστή. Δεισιδαιμονίες, θρύλοι, νεράιδες και αδιερεύνητα συναισθήματα, αδιανόητες σκέψεις γι’ αυτόν.

Η μάνα μου ήταν η ονειροπαρμένη του σογιού κι ο γενικός δερβέναγας. Έπρεπε με τον πρωινό καφέ, να ακούω τις ιστορίες φαντασμάτων της μάνας μου που δεν βαριόταν να περιγράφει ξανά και ξανά. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά πρόσθετε και κάτι νέο στη περιγραφή, κάνοντάς της λιγότερο βαρετή. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε.

~~

            Αυτές οι σκέψεις ακολουθούσαν τα βήματά μου στα σκαλιά, μέχρι να φθάσω στην αυλή του σπιτιού στο χωριό. Η συκιά έγερνε φορτωμένη κι η μυρωδιά του αχνιστού ψωμιού ήταν ότι ωραιότερο και πολλαπλά επιθυμημένο εκείνη τη στιγμή.

            Τις αγκαλιές και τα φιλιά, διαδέχθηκε ο ελληνικός καφές στο άσπρο φλιτζανάκι. Κουβέντα στην κουβέντα, θυμηθήκαν όλοι , αλίμονο εξάλλου, τις σκανταλιές μου και τα παράξενά μου σαν ήμουν παιδί. Γέλια και χαρές, μα δεν έλειψε και της μάνας μου οι ονειροπλασίες.

«Χριστίνα, χθες πάλι είδα τη γυναίκα,» είπε με περηφάνια για το χιλιοστό βραδινό ραντεβού της με το φάντασμα του κήπου.

«Ποια γυναίκα, ρε μάνα;» είπα ελπίζοντας να προσπεράσω την κουβέντα που ερχόταν.

«Τη γυναίκα, με τα μακριά μαλλιά, που χτενίζεται με τις δύο σιδερένιες τσατσάρες. Περπατούσε και χτενιζόταν στον κήπο», είπε και κοίταζε προς το σημείο της υποτιθέμενης συνάντησής της.

Γνωρίζοντας πως δεν θα απέφευγα την κουβέντα, μπήκα στην διαδικασία να το διασκεδάσω.

 «Καλά ρε μάνα, μες στη νύχτα, πού είδες ότι οι τσατσάρες της ήταν σιδερένιες;»

«Μα γυαλίζανε, παιδί μου, στο φως του φεγγαριού», είπε με σιγουριά. «Παλιά οι τσατσάρες ήταν σιδερένιες, δεν υπήρχαν πλαστικές ή ξύλινες.»

«Στο φως του φεγγαριού; Δηλαδή εσύ τη βλέπεις κάθε που έχει φεγγάρι ή αυτή είναι αχτένιστη όλο το μήνα και στη πανσέληνο καλλωπίζεται;»

Πριν καλά τελειώσω την ερώτηση, ο ξάδελφός μου είχε λυθεί στα γέλια και μου έδειχνε την τσουγκράνα που ‘ταν ακουμπισμένη στο πρεβάζι, θέλοντας να μου πει πως μάλλον αυτό θα μπέρδεψε η μάνα μου με τις τσατσάρες του φαντάσματος.

 Η μάνα μου όμως απτόητη συνέχισε την κουβέντα. Εξάλλου είχε τον ρόλο της ονειροπαρμένης  και γι’ αυτήν ήταν τιμητικός ο τίτλος , την έκανε να νιώθει διαφορετική και ξεχωριστή.

«Δεν μπορεί να μην χτενίζεται καθημερινά! Έχει πολύ μακριά μαλλιά, σκάλες είναι τα μαλλιά της. Κρατάει την μια τσατσάρα από το ένα χέρι και την άλλη από το άλλο και χτενίζεται μια από την μια και μια από την άλλη, γέρνοντας προς την κάθε της πλευρά», είπε παραστατικά μιμούμενη την κίνηση της γυναίκας-φάντασμα.

«Δεν έχουν ασπρίσει τα μαλλιά της;» ρώτησα με ύφος αθώο

«Τι μπούρδες με ρωτάς;» μου ανταπάντησε απορημένη. «Γίνονται αυτά τα πράγματα;»

«Ποια ακριβώς με ρωτάς αν γίνονται, βρε μάνα;» 

«Παιδί μου, η γυναίκα αυτή είναι πνεύμα, δεν γερνά!» τόνισε με ύφος προφέσορα, μια κι η κουβέντα πέρασε στον επιστημονικό πνευματισμό. Και συνέχισε λέγοντας: «Είναι πολύ όμορφη, πανύψηλη με μαύρα μαλλιά…»

«Τόσα χρόνια, αμίλητες κάθεστε; δεν έχετε πιάσει καμιά κουβέντα;»  την διέκοψα γιατί δεν άντεχα τη περιγραφή της. «Την έχω ακούσει τόσες φορές, που ειλικρινά θα την γράψω διαγώνισμα στο τέλος και θα πάρω και δέκα με τόνο.» 

«Χριστίνα, αυτό το πνεύμα το είδα πρώτη φορά, όταν ήμουν δεκαέξι χρονών. Διψούσα εκείνο το βράδυ και κατέβηκα στην κουζίνα να πιω νερό. Ανοίγοντας την πόρτα, την είδα μπροστά μου, πανύψηλη να χτενίζεται στη μέση της κουζίνας και στο παράθυρο το φεγγάρι, στο φως του οποίου γυάλιζαν οι τσατσάρες της. Φοβήθηκα! Παιδί ήμουν, έκλεισα την πόρτα κι ούτε νερό ούτε τίποτα.  Δεν είπα κουβέντα  σε κανέναν. Μετά από χρόνια, άρχιζα να την βλέπω στον κήπο να περπατά σχεδόν κάθε βράδυ, αργά με τις τσατσάρες της να χτενίζεται. Κάποια στιγμή θέλησα να της μιλήσω, και ξαφνικά, άρχιζε να εξανεμίζεται το σώμα της ανεβαίνοντας προς τα πάνω και τελευταίο χάθηκε το κεφάλι της.»

Έτσι είπε και μπήκε στην κουζίνα να κατεβάσει το τσουκάλι από τη φωτιά.

            Όσο συνέχιζε να περιγράφει για εξηκοστή φορά αυτή την χιλιοειπωμένη ιστορία της, εγώ σκεφτόμουν τις σιδερένιες τσατσάρες. Όντως τα παλιά χρόνια οι τσατσάρες των γυναικών ήταν σιδερένιες;  Γιατί να μην ήταν ξύλινες; Οι σιδερένιες θα ήταν βαριές. Κι αλήθεια ποια εποχή ήταν τόσο δύσκολο το χτένισμα; Οι γυναίκες τότε λογικά θα είχαν πολύ γυμνασμένα μπράτσα.

            Με αυτά και με τα άλλα, σκεφτόμουν πόσο σημαντικός ήταν αυτός ο ρόλος της παραμυθούς για την μάνα μου. Πάσχιζε να ‘ναι κι αυτή διαφορετική να ‘χει ένα χάρισμα. Από την άλλη, λες όλα αυτά να ‘ταν τίποτα ψυχωσικά επεισόδια; Αλλά και να ήταν, τι σημασία έχει; Απωθώ βέβαια αυτόματα από το μυαλό μου πως είμαι κόρη της άρα και τις πιθανότητες να χω κληρονομήσει τα υποψήφια ψυχωσικά γονίδια.

            Τελικά στα σόγια οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται. Ο καθένας πορεύεται με τον ρόλο του, εξάλλου κανέναν δεν ενδιαφέρει ποιος πραγματικά είσαι, έχεις μόνο ρόλους. Σκέφτηκα ότι είναι η πρώτη φορά που μπήκα στη διαδικασία να ψάξω τι ήταν αυτό που μου περιέγραφε η μάνα μου γι’ αυτήν, τι μπορεί να σήμαινε για την ψυχή της, έστω κι αν η ερμηνεία των βλαμμένων γονιδίων δε με σύμφερε καθόλου. 

~~

            Πέρασε το Σαββατοκύριακο πολύ γρήγορα. Ετοίμασα τα πράγματά μου, χωρίς κόπο βέβαια, γιατί είχα πάρει ελάχιστα μαζί μου. Χαιρέτησα τη μητέρα μου και τον ξάδελφό μου που θα έφευγε κι αυτός την επομένη. Μύρισα τους κατιφέδες για τελευταία φορά και πήγα προς το αμάξι.

            Περπατώντας,  κάτι με ενοχλούσε στο σακίδιο, αλλά οι παιδικές εικόνες που μου έρχονταν στο μυαλό καθώς έβλεπα το παλιό πέτρινο ελαιουργείο, δεν με άφησαν να ασχοληθώ περαιτέρω.

Θυμόμουν να τρέχουμε παιδιά με μια τεράστια φέτα ψωμί ζυμωτό προς το ελαιουργείο. Εκεί μας έπιαναν οι εργάτες από τη μέση, μας σήκωναν ψηλά να φτάσουμε το καζάνι με το φρέσκο λάδι για να βουτήξουμε τη φέτα μέσα. Ε ρε τι νοστιμιά και τι λίγδα παντού! Στόμα, χέρια, μάγουλα, ρούχα μες στο λάδι.

             Σε όλο το ταξίδι μου, οδηγούσα αργά, στην δεξιά λουρίδα, χαμένη σε σκέψεις κι εικόνες παιδικές. 

Έφτασα αργά στην Αθήνα. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, αναρωτήθηκα τι ήταν τελικά  αυτό που με ενοχλούσε στο σακίδιο.

Το άνοιξα βιαστικά.  Πάγωσα – Μια σιδερένια τσατσάρα.

Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει κι έπεσε μια πρώτη σταγόνα πάνω της. Γυάλιζε. Τη έπιασα στα χέρια μου, ήταν βαριά, την σήκωσα και στο φως της λάμπας γυάλιζε πιο έντονα. Μουδιασμένη συνέχιζα να την κοιτάω αποσβολωμένη.

Πώς να βρέθηκε μες στο σακίδιό μου;   Μα δεν υπάρχουν πλέον τέτοιες. Ούτε η μάνα μου είχε ποτέ, ούτε στο χωριό είχε κανένας τους. Ποιος την έβαλε; Πλάκα; αποκλείεται. Για τσουγκράνα δεν μοιάζει, είναι τσατσάρα σιδερένια.

Έβαλα ένα διπλό ποτήρι ουίσκι χωρίς να χάσω λεπτό από τα μάτια μου την τσατσάρα.

Μόνο ψυχωσικό μην είναι. Όλα τα άλλα θα τα αντέξω. Νεράιδες, όνειρα, ανεξήγητα ακόμη και ένα νέο ρόλο στο κούτελό μου. Αυτόν της  ονειροπαρμένης. Είπαμε, είναι μεγάλο το κούτελό μου χωράει πολλά.

Αλλά ας κλείσω κι ένα ραντεβού με τον γείτονα τον ψυχίατρο, καλώς κακού.

Κοιτώ και τον βλέπω στο απέναντι  μπαλκόνι. Όπως πάντα εκκεντρικός, μαλλί Αϊνστάιν, όχι και πολύ φυσιολογικό βλέμμα. Αν υποψιαστώ ότι αυτή η ιδιόρρυθμη φιγούρα απέναντι,  μου πιστοποιήσει ψυχωσικό επεισόδιο, θα τρελαθώ. Αλλά αυτά παθαίνει όποιος έχει μεγάλο κούτελο. Χωρά και ξαναχωρά πολλούς ρόλους στη ζωή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα διηγήματα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η εικόνα είναι απ’ την ταινία Yellow Submarine.