Η φυλακή που κουβαλάω

0
901

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι beckett-1024x682.jpg

Αφηγηματικός μονόλογος

Είχε φθινοπωριάσει για τα καλά. Ήταν μια από αυτές τις μέρες του Οκτώβρη που ο ήλιος δεν ξεμυτίζει πίσω από τα σύννεφα και θαρρείς πως είσαι πρωταγωνιστής σε ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ.

Ένοιωθα στ’ αλήθεια κάπως έτσι. Ένοιωθα σαν πρωταγωνίστρια. Βίωνα εκείνη τη στιγμή μέσα από το σώμα μου αλλά και απ’ έξω. Σαν θεατής του εαυτού μου.

Η βαλίτσα μου ήταν έτοιμη. Την κατέβασα σιγά σιγά από το δωμάτιό μου στο ισόγειο του σπιτιού. Ο πατέρας μου με περίμενε στο σαλόνι. Φαινόταν θλιμμένος, φοβισμένος. Η μικρή του κορούλα θα έφευγε πρώτη φορά από την οικογενειακή φωλιά. Δεν ήμουν μικρή. Αλλά στα μάτια του εγώ και η αδερφή μου ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά. Τα δικά του παιδιά. Νομίζω ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι τα χρόνια περνούν και οι δύο μικρές του κόρες μεγαλώνουν, ενηλικιώνονται και προσπαθούν να ζήσουν τη δική τους αυτόνομη ζωή. Δεν άντεχε τις αλλαγές. Η αλήθεια είναι ότι με τρόμαζαν και έμενα οι αλλαγές, αλλά τις αποζητούσα έντονα ή τις ονειρευόμουν, χωρίς να τις τολμάω στα αλήθεια.

Ένοιωθα εκστασιασμένη αλλά και τρομοκρατημένη. Την ονειρευόμουν χρόνια αυτή τη στιγμή. Θεωρούσα πως στην πατρική εστία δεν μπορείς ποτέ να είσαι ο μοναδικός συγγραφέας της δικής σου ιστορίας. Επεμβαίνουν αναγκαστικά και άλλα πρόσωπα.

Ο πατέρας μου με συνόδευσε ως το σταθμό του τρένου, ο οποίος ήταν πολύ κοντά στο σπίτι. Ήμασταν αμίλητοι στη διαδρομή. Αφού φτάσαμε στο σταθμό, έβγαλε ένα λευκό φακελάκι από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του και μου το έδωσε. Κατάλαβα ότι ήταν χρήματα. Αρνήθηκα να τα πάρω. Αυτός επέμεινε βουρκωμένος. Ένοιωθα φρικτές τύψεις που τους άφηνα, αυτόν και την αδερφή μου. Μετά το θάνατο της μαμάς, εκείνος είχε αγκιστρωθεί πάνω μας.

Το τρένο κατέφθασε. Επαναλάμβανα στον εαυτό μου να μην μπήξω τα κλάματα. Μπήκα στο βαγόνι. Γύρισα προς τον πατέρα μου και του έγνεψα ένα τελευταίο χαιρετισμό. Στη συνέχεια άρχισα να ψάχνω να βρω τη θέση που ανέγραφε το εισιτήριό μου.

~

Εσωτερικός μονόλογος

Μη κοιτάς έξω μη γυρνάς μην κλαις όλα καλά μην κλαις ψάξε τη θέση σου τη θέση σου. 41 42 εκεί είναι το 43 εντάξει εδώ είμαι Ποιος είναι αυτός δίπλα τώρα Φαίνονται κόκκινα τα μάτια μου; Ας μη μου μιλήσει δεν έχω όρεξη. Ξεκινά το τρένο ΟΧΙ ΟΧΙ μην κλαις γαμώτο Σκέψου εσύ ήθελες να φύγεις Ναι το ήθελα Είναι για καλό. Φεύγω, απίστευτο, φεύγω. Προορισμός Θεσσαλονίκη. Πόσες φορές το έχω ονειρευτεί αυτό; Γιατί έχω αυτόν τον κόμπο στο λαιμό; Έχω τύψεις. Εντάξει δεν πάω στην άκρη της γης. Θα γυρνάω να τους βλέπω. Δεν φεύγω και από τη χώρα. Θα μπορούσα να έφευγα από τη χώρα.
Λιανοκλάδι. Τι όμορφοι που είναι οι σταθμοί των τρένων. Μυρίζουν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…

~

Προφορικός μονόλογος

2 χρόνια μετά

Από την προηγούμενη συνεδρία μας έχουν χειροτερέψει τα πράγματα. Οι κρίσεις πανικού έχουν γίνει πιο έντονες. Το ξέρω μου έχεις πει να σκέφτομαι ένα μέρος που με ηρεμεί όταν έρχονται. Προσπαθώ αλλά εκείνη τη στιγμή είναι όλα σκοτεινά.

Νοιώθω ότι πεθαίνω. Φοβάμαι τρομακτικά.

Να σου πω πότε ηρεμώ; Όταν από το κλάμα και από το φόβο έχω εξαντληθεί. Τότε σκέφτομαι, «μην αντιστέκεσαι άλλο» και αφήνομαι στον θάνατο. Τον προσκαλώ να ρθεί.

Τότε τα συμπτώματα υποχωρούν. Περίεργο ε; Ο φόβος του θανάτου ίσως είναι χειρότερος και από τον ίδιο το θάνατο τελικά.

Νόμιζα τα είχα ξεπεράσει όλα αυτά. Νόμιζα όταν έφευγα θα ξεχνούσα. Νόμιζα θα ζούσα μια ζωή πιο ελεύθερη, θα ανακάλυπτα πτυχές του εαυτού μου άγνωστες, θα τολμούσα περισσότερο, θα ζούσα πιο έντονα. Αλλά όχι. Νοιώθω σαν να έχω παγώσει. Βασικά να σου πω πως νοιώθω; Νοιώθω ότι έχω φτιάξει μόνη μου μια φυλακή και έχω μπει μέσα.

Προσπαθώ να δραπετεύσω φεύγοντας μακριά, αλλά όπου και να πάω κουβαλώ μαζί μου αυτή τη φυλακή. Γιατί δεν ανοίγω την πόρτα να φύγω από κει μέσα επιτέλους; Τι με εμποδίζει μου λες;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Ξανθή Κουτσούμπα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Στη φωτογραφία ο Μπέκετ κοιτάζει έναν παπαγάλο σε κλουβί, Νέα Υόρκη, 1964