Το κρύο τρύπωνε μέσα σου, ανεπιθύμητος επισκέπτης. Σφύριζε ο αέρας κι η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα. Μοναδικοί ήχοι, ο αέρας και τα βήματα των παιδιών που πηγαίνουν σχολείο. Γενάρης μήνας. Δύσκολος .
Κάθε πρωί, τελευταία πάντα, ακούγονταν τα βήματα του Μάριου. Στο πέρασμά του οι γάτες έφευγαν βιαστικά, καμία δεν θα ‘θελε να πέσει στα χέρια του – ήξεραν πως θα ‘χαν κακό τέλος. Κι έσκουζαν σαν να ειδοποιούσαν και τις άλλες για τον ερχομό του.
Κι οι άνθρωποι παρόμοιες –όχι κραυγές- κουβέντες ψιθυρίζαν στο πέρασμά του. Τον αποκαλούσαν «καταραμένο», «μπαστάρδι», «κακιασμένο», «διάολο». Εκείνος κορδωνόταν στο άκουσμα των λέξεων, κι όσο εκείνοι λέγαν, τόσο εκείνος απαντούσε με πρόκληση περισσή.
Στο σχολείο έφθασε στα μέσα της δεύτερης ώρας. Μπήκε επιδεικτικά ηχηρά, πέταξε την μισοάδεια τσάντα του στο θρανίο και κάθισε με μια απότομη κίνηση στην καρέκλα, χτενίζοντας το μπροστινό τσουλούφι του κεφαλιού του με τα δάκτυλα.
«Πάλι καθυστερημένος;» είπε ο δάσκαλος, εμφανώς ενοχλημένος.
«Ε και; Δεν συνήθισες ακόμα;» απάντησε με ύφος επιδεικτικά σαρκαστικό ο Μάριος.
«Τι είπες; Τι να συνηθίσω; Ότι είσαι δεύτερη χρονιά στην έκτη κι εξακολουθείς να με γράφεις κι εμένα κι όλη την τάξη και να θεωρείς ότι μπορείς να κάνεις, εσύ ότι θες;» φούντωσε από θυμό ο δάσκαλος, μα δυσκολευόταν να κρατήσει την ψυχραιμία του.
«Ναι, ότι γουστάρω θα κάνω! Κι αν σου αρέσει! Κι εσένα κι όλων εδώ μέσα!»
«Άκου να σου πω, Μάριε. Σ’ έπιασα με το καλό, σ’ έπιασα με το κακό, αλλά εσύ δεν καταλαβαίνεις. Σήκω αυτή τη στιγμή και φύγε από την αίθουσα.» Το πρόσωπο του δασκάλου έγινε σαν το παντζάρι. Ένας θεός ξέρει τι πίεση ανέβασε.
«Δεν φεύγω!» φώναξε ο μικρός
«Σήκω και φύγε! Και πήγαινε στον διευθυντή. Να με περιμένεις εκεί. Τώρα», είπε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του, ο δάσκαλος.
Ο Μάριος σηκώθηκε απότομα βράζοντας από θυμό, βούτηξε την τσάντα του με μια κίνηση και βγήκε από την αίθουσα χτυπώντας την πόρτα πίσω του με δύναμη. Ο ήχος της ακούστηκε μέχρι έξω στην αυλή. Στη συνέχεια σιωπή.
Περπατούσε κλωτσώντας πέτρες στο διάβα του κι όποιο άλλο αντικείμενο έφερνε στα πόδια του ο αέρας. Προχωρούσε το ανηφορικό δρομάκι προς την πλατεία κι όποιον έπαιρνε ο Χάρος. Έριξε κάτω το κιούπι με την βουκαμβίλια της κυρά Φροσύνης, χτύπησε τον σκύλο του κυρ Αντώνη, έσπασε το τζάμι από το παραθύρι της σάλας του μπακάλη κι άρπαξε και μια φρατζόλα ψωμί. Πεινούσε, παρά τον θυμό η κοιλιά του ταμπούρλο βαρούσε.
Σίφουνας ο θυμός του Μάριου. Ούτε οι ριπές του ανέμου δεν θα τα ‘βαζαν μαζί του. Πίσω του αγανακτισμένοι οι χωριανοί του φώναζαν «κακό χρόνο να ‘χεις μπαστάρδι! μου τα διέλυσες όλα!», «αλίμονό σου αν σε πιάσω αλήτη!», «διάολε!» , «εκείνη η βρώμα η μάνα σου έφυγε πριν χρόνια και σε παράτησε πεσκέσι σε μας !»
Φωνές , απειλές, τις έπαιρνε ο άνεμος και χάνονταν μες στον αντίλαλο της πλαγιάς. Ηχούσαν ξανά και ξανά στα αυτιά του Μάριου.
Σιγά σιγά ο θυμός έδινε τη θέση του σε ένα αίσθημα έκστασης. Άρχισε να νιώθει πολύ ψηλός, πολύ δυνατός και το σαρκαστικό χαμόγελό του άνοιξε διάπλατα το γεμάτο ψωμί στόμα του. Είχε περάσει την πλατεία γύρισε και τους έβλεπε από ψηλά όλους. Το σχολείο σα σπιρτόκουτο του φαινόταν, η πλατεία με την εκκλησία στη μέση, έμοιαζε με φαναράκι πήλινο χριστουγεννιάτικο. Στη πόρτα της εκκλησίας, ανέμιζαν τα ράσα του παπά, που δεν σταμάτησε να σταυροκοπά το διάβα του μικρού και να τον λιβανίζει για να ξορκίσει το κακό στη ψυχή του.
Ε ρε κάθε φορά που το έβλεπε αυτό ο Μάριος , ένιωθε να γεμίζει μέσα του με μια περίεργη φλόγα. Ένιωθε σα να ‘ταν ο διάολος. Ένιωθε ότι πράγματι ήταν ο διάολος, αίσθηση ανακατεμένη με θυμό κι έκσταση.
Ένας διάολος μάλλον θα ‘ναι και μπαστάρδι και καταραμένος. Ένιωθε μεγάλο θυμό κάθε φορά που τους αναστάτωνε, όμως γρήγορα ο θυμός έδινε τη θέση του σε μια ιδιότυπη ευχαρίστηση. Όσο του φώναζαν οι χωρικοί, τόσο χαιρόταν και γελούσε εκείνος. Εκείνο που δύσκολα μπορούσε να διαπραγματευτεί, ήταν η φιγούρα του παπά με την αγιαστούρα. Του έφερνε στο μυαλό, εκείνη την σφραγίδα με την υπογραφή στο χαρτί που έλεγε «αγνώστου πατρός».
Αυτό τον αναστάτωνε πολύ και δεν του άρεσε καθόλου που ανεξέλεγκτα μέσα του, σκάλιζε αδύναμα συναισθήματα. Γιατί τα συναισθήματα αυτά, δεν είναι γι αυτόν. Δεν τα ήθελε. Σα τον διάολο το λιβάνι, που λένε.
Από εδώ σε έχω, από κει σε έχω, το χαλιναγώγησε κι αυτό του το συναίσθημα. Είναι τελικά διάολος σκέφτηκε. Συνέχισε να ανεβαίνει το δρομάκι μέχρι το τέλος του. Συνέχισε μετά στο χώμα να περπατά.
Ένιωθε δυνατός και μια ευτυχία, μακριά από όλους. Δεν ακούγονταν φωνές πια, δεν φαίνονταν κανείς τους πια. Ήταν ελεύθερος .
Όμως ένιωσε σαν κάποιος να τον ακολουθεί. Να έρχεται από πίσω του και πότε μπροστά του, να ακολουθεί κάθε του κίνηση. Τον ενοχλούσε πάρα πολύ. Δεν γούσταρε κανέναν δίπλα του. Να πάνε στο διάολο όλοι τους. Να πάει στο διάολο κι αυτός που τον ακολουθεί. Αν τον ξεφορτωθεί θα φτάσει στο απόγειο της ευτυχίας.
Γύρισε απότομα το κορμί του πίσω να τσακώσει αυτόν που τον ακολουθεί. Κι ήταν η σκιά του. Τον ενοχλούσε αφόρητα η παρουσία της. Δεν τον άφηνε να αναπνεύσει. Στενός κορσές του χε γίνει.
Πήγαινε από εδώ, πήγαινε από εκεί, μα η σκιά του τον περιγελούσε. Μια εμφανιζόταν μπροστά του, μια πίσω του, μια πλαγίως του. Άρχισε πάλι ο θυμός να φουντώνει στα σωθικά του, κινδύνευε να νικηθεί από μια σκιά.
Έπρεπε να τελειώνει μια και καλή και με αυτήν, την απροσκάλεστη παρουσία στη ζωή του. Ε ρε αυτή η αίσθηση μεγαλείου, ήρθε πάλι να κάνει το θαύμα της. Διάολος είναι, θα τα καταφέρει και θα γλιτώσει από αυτήν την σκιά. Οι σκιές είναι για τους ανθρώπους δεν είναι γι αυτόν.
Καθισμένος στην άκρη του γκρεμού χάζευε τη θάλασσα που τα κύματά της έσκαγαν στα βράχια με μανία. Σαν τον θυμό του ήταν κι αυτά. Αγνώστου πατρός κι άφαντης μάνας. Οι σκιές είναι για τους ανθρώπους, όχι γι αυτόν . Μόνο για τους ανθρώπους. Αυτός μπορεί να πετάξει μακριά της.
Σηκώνει τα χέρια του ψηλά κι αφήνει το σώμα του να πέσει στης γης το κάλεσμα. Απίστευτη αίσθηση ελευθερίας.
«Α ρε μπαστάρδι, το ‘κανες το θαύμα σου! Την έδιωξες και τη σκιά σου!» ήταν η τελευταία του σκέψη.
Ο αέρας σφύριζε δυνατά λες κι ήθελε να κρύψει την τελευταία κραυγή του Μάριου. Ήταν ο νικητής της σκιάς του. Έπαψε να τον ακολουθεί. Τώρα το λιβάνι δεν θα τον θυμώνει, θα σκεπάζει μόνο των ανθρώπων την κακομοιριά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής