Το αειθαλές δένδρο

0
456

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 7413ea3d971184b0987ae56aaa8e442d.jpg

Αυτό το διήγημα είναι συνέχεια του “Τα χρώματα στα φτερά της πεταλούδας” https://sanejoker.info/2021/09/marabas.html

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αντελήφθην την μετάβασιν του συζύγου μου Γιαννούλη Μαραμπά σε μια νέα διάσταση την στιγμήν ακριβώς που η πεταλούδα προσέκρουσε στο έδαφος με καμένα τα φτερά της, σημείωσε η Κλάρα με τα μικρά καλλιγραφικά της γράμματα. Ένα αχ ήταν το τελευταίο που ακούστηκε από το στόμα της και έσκισε την ατμόσφαιρα. Έκτοτε η Κλάρα βουβάθηκε για πάντα. Έγραφε ακόμα και τα πιο ασήμαντα στα τετράδιά της.

Κατά την διάρκεια αυτών των δεκαέξι και πλέον χρόνων που η Κλάρα ήταν παντρεμένη με τον Μαραμπά, αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ιδιαίτερη σχέση, ένα δέσιμο βαθύ και μια εξάρτηση. Έρωτας σίγουρα δεν θα μπορούσε να ονομαστεί, αλλά αγάπη ίσως. Παιδούλα δεκάξι χρονών έφυγε από τη στέγη του πατέρα της του καπετάν Υπάτιου και μπήκε δίπλα στον Μαραμπά, κυρία και αρχόντισσα, στο σπίτι της παραλίας. Ποτέ όμως δεν ενηλικιώθηκε πραγματικά. Έμεινε για πάντα η παιδούλα των δεκάξι χρόνων, βυθισμένη στις ονειροπολήσεις και τα τετράδιά της, ανίκανη να πάρει πρακτικές αποφάσεις. Ακόμα και τη Βιργινία περισσότερο σαν μικρή αδελφή της την αντιμετώπιζε, παρά σαν κόρη της. Και τώρα, τώρα που ο άντρας της χάθηκε στη θάλασσα και ήρθε η ώρα να πάρει τα ηνία της ζωής της δικιάς και της κόρης της στα χέρια της, τώρα αποφάσισε να κάνει άλλη μια οπισθοχώρηση και να κλειστεί πιο πολύ στον εαυτό της παύοντας να μιλά.

Όταν γεννήθηκε η Βιργινία ο Μαραμπάς φύτεψε στον κήπο του σπιτιού της παραλίας μια μουριά. Στον βαθύ ίσκιο της έπαιζε η μικρούλα τα καλοκαίρια και από τα κλαδιά της κρεμόταν μια κούνια, μια κούνια που την ανέβαζε ψηλά στον ουρανό. Στις φυλλωσιές της κρυβόταν τα γέλια του παιδιού και οι τραγουδιστές φωνές του χα, χα, χα, πιο ψηλά, πιο ψηλά. Στις φυλλωσιές της κρυβόταν συχνά και η πεταλούδα με τα χρωματιστά φτερά και καμάρωνε το παιδί που μεγάλωνε και ομόρφαινε χρόνο με το χρόνο. Κάτω από τις φυλλωσιές της καθόταν η Κλάρα το βράδυ που η πεταλούδα έκαψε τα φτερά της στο φως και αφέθηκε στον θάνατο και τη λήθη.

Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και η ατμόσφαιρα φορτίστηκε πολύ έντονα από τις εξελίξεις. Ο «Αστείος Πόλεμος» είχε πλέον λήξει και παιζόταν η δεύτερη πράξη της φοβερότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η ανθρωπότητα και που θα κόστιζε περίπου 55 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως.

Στο νησί η ζωή συνεχιζόταν σε μια τεταμένη κανονικότητα. Οι καθημερινοί ρυθμοί παρέμεναν οι ίδιοι. Το τάισμα των ζώων, ο θερισμός, ο τρύγος, το ξεψάρισμα των διχτυών, οι επιδιορθώσεις στις στέγες των σπιτιών για να υποδεχθούν τον χειμώνα, η ρακή στα καφενεία, τα πανηγύρια της Παναγίας, μεγάλη η χάρη της, του Αι Γιάννη και του Αγίου Κυπριανού. Μόνο οι κουβέντες είχαν αλλάξει. Επικρατούσε μια ανησυχία για το μέλλον η οποία ήταν ιδιαιτέρως έντονη ανάμεσα στους εμπόρους και σε όσους οι δουλειές τους σχετίζονταν με τα καράβια. Οι κίνδυνοι σε θάλασσες και πελάγη είχαν μεγαλώσει, περιουσίες είχαν ήδη χαθεί, γυναίκες είχαν μαυροφορεθεί, παιδιά είχαν μείνει ορφανά.

Η Βιργινία, μετά το χαμό του πατέρα της, κλείστηκε και αυτή στον εαυτό της. Έχασε το στήριγμά της, τον άνθρωπο που την αγαπούσε χωρίς όρια, που την κανάκευε σαν μάνα και πατέρας μαζί, που ικανοποιούσε κάθε της επιθυμία πριν καλά καλά την σκεφτεί η ίδια. Μόνη της παρηγοριά ήταν πλέον η μουριά.

«…»

Όταν σουρουπώνει ακούω τα φύλλα να θροΐζουν απαλά και από μέσα τους ξεπηδά η φωνή του πατέρα. Στην αρχή η φωνή ακουγόταν σαν αεράκι και ψίθυρος, καθώς όμως οι μέρες περνούσαν έπαιρνε υπόσταση, γινόταν όλο και πιο πυκνή, σαν νεράκι, και μετά ακόμα πιο πυκνή, σαν μέλι που κυλά, μυρίζει θυμάρι, λάμπει στο φεγγαρόφωτο, κολλά στο πρόσωπό μου και με κάνει να νιώθω ασφαλής, δυνατή, αισιόδοξη και χαρούμενη.

Αυτό το φθινόπωρο τα φύλλα της μουριάς δεν έπεσαν. Ούτε τον χειμώνα. Ούτε όμως και τα επόμενα χρόνια. Το δένδρο μετατράπηκε σε αειθαλές. Και ο πατέρας μου δεν έπαψε να εμφανίζεται κάθε σούρουπο ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές του δένδρου και να με ορμηνεύει. Η φωνή του ξεχωρίζει ανάμεσα στο κελάηδημα του αηδονιού, των φύλλων που κουνά απαλά το αεράκι και την μονότονη μουρμούρα από τα σκοινιά της κούνιας που είναι ακόμα κρεμασμένη στο δένδρο.

Πολύ αργότερα σιώπησε αυτή η φωνή, την εποχή του μεγάλου τρόμου, τότε έμεινα πραγματικά μόνη. Αλλά δεν είναι της ώρας, αυτά είναι άλλη ιστορία.

«…»

Με τη βύθιση του τελευταίου καραβιού, άλλαξαν και οι οικονομικές ισορροπίες της οικογένειας. Ο παππούς Υπάτιος και τα στεριανά, όπως τα έλεγε, εισοδήματά του ήταν πλέον το μοναδικό στήριγμά τους.

Και ο πόλεμος όλο και πλησίαζε. Οι αλλαγές ήταν πια αναπόφευκτες. Και όποιος δεν θα προσαρμοζόταν θα χανόταν.

Μπαίνοντας το φθινόπωρο ο Μαραμπάς ορμήνευσε την Βιργινία να βάλει χειμωνιάτικους κήπους με λάχανα, καρότα, μπρόκολα, σέλινα και ότι άλλο μπορούσε να σπείρει. Θα τα χρειαστείτε, είπε. Οι άντρες και τα αγόρια θα φύγουν. Μόνη σου πρέπει να μάθεις να τα φροντίζεις. Όλα τα προέβλεπε, όλα τα φρόντιζε.

Η χώρα δεν άργησε να μπει στον χορό του μεγάλου πολέμου και το νησί να στείλει κορμιά νέων ανθρώπων βορά στις σφαίρες, τα πολυβόλα, τις τορπίλες. Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η άνοιξη μαζί με τους Ιταλούς κατακτητές. Οι Ιταλοί επέλεξαν τα ωραιότερα σπίτια της Χώρας για την εγκατάστασή τους. Μεταξύ αυτών και το σπίτι του καπετάν Υπάτιου Τζανέτου και της αρχόντισσας Φραντζέσκας. Έτσι οι παππούδες αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο σπίτι της παραλίας και η Βιργινία έπρεπε πλέον να φροντίζει όλη την οικογένεια καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο κάποιος από αυτούς να λύσει οποιοδήποτε πρακτικό πρόβλημα. Ο καπετάν Υπάτιος πέρναγε τις ώρες του σε μια πολυθρόνα αγναντεύοντας την εκτεθειμένη στον βοριά και πάντα ταραγμένη θάλασσα, καπνίζοντας ένα σβηστό τσιμπούκι. Η γιαγιά Φραντζέσκα διαρκώς μεγαλοπιανόταν, απαιτούσε αδύνατα για την εποχή πράγματα και γκρίνιαζε στην Μαρία, τη μοναδική από τους υπηρέτες και τους κολλήγους  που παρέμενε στη δούλεψή τους από αγάπη για τη Βιργινία και μόνο. Και η Κλάρα σημείωνε στα τετράδιά της ότι αισθανόταν, έβλεπε, σκεφτόταν.

Έτσι κυλούσε ο χρόνος, αργά, πιεστικά, δύσκολα. Την μόνη διασκεδαστική νότα την έδινε ένας νεαρούλης Ιταλός φρουρός που παρουσίαζε τα όπλα κάθε φορά που η Βιργινία περνούσε από μπροστά του. Τζιουζέπε, άκουσε μια φορά να τον φωνάζουν, όταν τυχαία τον συνάντησε στην αγορά και την κοίταξε φευγαλέα πριν κατεβάσει κοκκινίζοντας τη ματιά του στο καλντερίμι. Ποτέ δεν της μίλησε, ποτέ δεν την παρενόχλησε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Ευτυχώς που υπήρχε ο Γιαννούλης Μαραμπάς, το μοναδικό στήριγμα της Βιργινίας, που προέβλεπε τις εξελίξεις και την συμβούλευε κατάλληλα. Τι να φυτέψει στον μπαξέ για να έχουν να φάνε, τι να ανταλλάξει για να προμηθευτεί λάδι, ψάρια, ξύλα, κάρβουνα και άλλα χρειαζούμενα, πότε θα και που έπρεπε να κρύψουν τις πενιχρές προμήθειές τους για να τις γλιτώσουν από το πλατσικολόγημα των Ιταλών.

Κοντά στην Αγία Τριάδα, που στέκει στην κορυφογραμμή βόρεια της Χώρας, σε θέση περίοπτη, οι ελάχιστοι Γερμανοί κατακτητές που είχαν εγκατασταθεί στη Χώρα είχαν κτίσει λιθόκτιστα οικήματα για την εποπτεία της περιοχής. Τριγυρνούσαν παντού με μία μοτοσυκλέτα με καλάθι και ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας αυτή την μοτοσυκλέτα καβάλησαν και πήγαν στο αρχοντικό που είχε εγκατασταθεί η Ιταλική Διοίκηση για να ζητήσουν την παράδοση των Ιταλών. Μετά την άρνηση των τελευταίων να αποχωρήσουν από το νησί οι Γερμανοί έφυγαν. Δεν έμειναν όμως άπραγοι. Ανασυντάχθηκαν, έφεραν δυνάμεις από άλλα σημεία του νησιού και ισχυροί πλέον βομβάρδισαν τη Χώρα από θαλάσσης. Πολλά αρχοντικά έγιναν συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς και άλλα κάηκαν ολοσχερώς μαζί με τους θησαυρούς που περιείχαν. Μεταξύ αυτών και το σπίτι του καπετάν Υπάτιου και της αρχόντισσας Φραντζέσκας.

«…»

Μου το είχε πει ο πατέρας μου ήδη από το προηγούμενο βράδυ, όταν μιλούσαμε κάτω από τη μουριά, να μην αφήσω κανένα να βγει από το σπίτι και ότι εδώ κάτω στην παραλία δεν κινδυνεύαμε. Μου είχε πει ότι θα ακούσουμε αντάρα μεγάλη, θα δούμε φωτιές να καίνε και θα μας πνίξουν οι καπνοί. Αλλά να μην κουνήσουμε από εδώ. Δεν μπόρεσε να προβλέψει όμως ότι ο παππούς, ο στενοκέφαλος καπετάν Υπάτιος, ο αλαζόνας καπετάν Υπάτιος, δεν θα άκουγε τίποτα και θα έπαιρνε το μπαστουνάκι του μόλις καταλάγιασε ο κουρνιαχτός για να πάει να δει τι έγινε το σπίτι του και η στεριανή του περιουσία. Αντίκρισε μόνο πέτρες και αποκαΐδια. Τον βρήκαμε την άλλη μέρα ανάμεσά τους με το δεξί χέρι να κρατάει την καρδιά του και στο αριστερό να κρατά το μπαστούνι με την σκαλιστή μπρούτζινη λαβή, τόσο σφικτά που θα του το αποσπούσες μόνο αν του έκοβες το χέρι.

Μέσα στις στάχτες και τον κουρνιαχτό, λίγο πιο πέρα από το άψυχο σώμα του παππού κειτόταν ένα άλλο σώμα με στολή ιταλική. Του Τζουζέπε. Αυτός ήταν ζωντανός, ανάσαινε ακόμα, χτυπούσε η καρδιά του και σκιζόταν η δικιά μου από λύπη. Κοβόντουσαν όμως και τα πόδια μου από τον τρόμο. Σηκώσαμε τον παππού και τον μεταφέραμε η Μαρία και εγώ σέρνοντας στην κατηφόρα ένα αυτοσχέδιο φορείο. Σιγά σιγά και χωρίς ανάσα φτάσαμε στο σπίτι. Είχε ήδη σουρουπώσει όταν τον βάλαμε στη σάλα. Η μαμά και η γιαγιά απόμειναν να τον κοιτάζουν βουβές. Κοιταχτήκαμε πεταχτά με την Μαρία και ξεκινήσαμε πάλι την ανηφόρα. Φτάσαμε σε ότι είχε απομείνει από το παλιό αρχοντικό, σηκώσαμε τον Ιταλό, τον στηρίξαμε από τους ώμους και σιγά σιγά, τρέμοντας από το βάρος και τον φόβο, προχωρήσαμε στην κατηφοριά. Φτάσαμε στο σπίτι χωρίς ευτυχώς να μας δει ανθρώπου μάτι, τον ξαπλώσαμε σε ένα κρεβάτι και περιποιηθήκαμε τις πληγές του. Ευτυχώς τα τραύματα ήταν επιπόλαια, αλλά ο καημένος είχε χάσει πολύ αίμα φαίνεται και ίσα που ανέπνεε. Έκανε μέρες πολλές να συνέλθει και όταν τελικά τα κατάφερε συνεχίσαμε να τον κρύβουμε για να τον γλιτώσουμε από το μένος και την εκδικητικότητα των πρώην συμμάχων του. Μια ευγενική ψυχή που έμεινε μαζί μας μέχρι την απελευθέρωση. Μέχρι τότε έβγαινε από το σπίτι μόνο αφού βράδιαζε, καθόταν κάτω από τη μουριά, κρυμμένος από τα αδιάκριτα βλέμματα πίσω από το παχύ της φύλλωμα και με συντρόφευε, χαμογελαστός και ευγνώμων, στις κουβέντες με τον πατέρα χωρίς να καταλαβαίνει λέξη.

Λίγες μέρες πριν αποχωρήσουν τελειωτικά οι Γερμανοί μπήκαν στον μπαξέ μου όπου ωρίμαζαν οι ντομάτες. Άρχισαν να τις κόβουν με λύσσα αναίτια, καταστρέφοντας τα φυτά. Η Μαρία και εγώ βάλαμε τις φωνές και απειλούσαμε ότι θα φωνάξουμε τον Μαραμπά, που να ‘ξέραν αυτοί ότι ήταν από χρόνια πια χαμένος… Οι Γερμανοί δεν είπαν τίποτα. Επέστρεψαν όμως την άλλη μέρα και με τα τσεκούρια τους έκοψαν όλα τα οπωροφόρα δένδρα της αυλής. Άφησαν μόνο την μουριά.

Από αυτόν τον χειμώνα της απελευθέρωσης η Χώρα άρχισε να επανέρχεται στην κανονικότητά της, να γιατρεύει τις πληγές της, να σφουγγίζει τα δάκρυα για τους νεκρούς της, να ξαναφτιάχνει τα σπίτια και τα πλεούμενά της.

Αυτόν το χειμώνα η αυλή γέμισε με τα μεγάλα κιτρινισμένα φύλλα της μουριάς. Το δένδρο έπαψε να είναι αειθαλές.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η DoG, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής