Μία απ’ τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις είναι: Από πού έρχονται οι ιδέες για μια ιστορία;
Οι ιδέες είναι σπόροι. Ο συγγραφέας φροντίζει το μυαλό του (όχι μόνο το συνειδητό, αλλά και τα υπόγεια μέρη, ακόμα και τις κατακόμβες). Το ποτίζει, το λιπαίνει, το βοτανίζει –ξεφορτώνεται όλα τ’ άχρηστα της ημέρας.
Ο συγγραφέας είναι ένας κηπουρός. Φτιάχνει τον κήπο του μυαλού –και της ψυχής του. Τον κάνει γόνιμο, δεκτικό, έτοιμο να καρποφορήσει, να κυοφορήσει.
Πρώτα πρέπει ν’ ανοίξεις για να μπει κάθε σπόρος που θα φέρει ο άνεμος. Αν κλείσεις το μυαλό σου σε υπόστεγο, αν το βάλεις σε θερμοκήπιο για να το προστατέψεις απ’ το κρύο κι απ’ τα αλλοπρόσαλλα, ίσως να παράγεις χημικές πατάτες και άνοστες φράουλες.
Ο συγγραφέας δεν παράγει. Δεν τον νοιάζει να πουλήσει σε καλή τιμή ούτε να πάρει επιδότηση προϊόντων από το Ωνάσειο Ίδρυμα Καλλιέργειας.
Ο συγγραφέας καλλιεργεί με την ίδια αγάπη ό,τι φυτρώνει στον κήπο του. Είτε είναι λουλούδι, είτε είναι αγριόχορτο, είτε μανιτάρι ή δέντρο οπωροφόρο.
Κάποιες φορές οι σπόροι έρχονται από μέσα του, όπως μπορεί να έρθει ένα όνειρο ή μια έντονη κι ακατανίκητη αίσθηση να βάλεις φωτιά και να φύγεις μέσα στα αποκαΐδια της παλιάς ζωής σου χορεύοντας.
Δεν βλασταίνουν όλοι οι σπόροι. Αυτό το ξέρουν οι κηπουροί, το ξέρουν κι οι συγγραφείς.
Πρέπει να πέσουν χίλιοι σπόροι για να φυτρώσουν εκατό φυτά, να ευδοκιμήσουν δέκα, και να μείνει ένα που θα είναι το καμάρι σου. Το πιο όμορφο αγριολούλουδο του κήπου σου.
~~
Αυτό το μικρό κείμενο που μόλις διαβάσατε είναι ένα μικρό ψυχανθές που μόλις φύτρωσε στον κήπο μου.
Ο σπόρος ήρθε στο δρόμο, Παρασκευή απόγευμα, σχεδόν βράδυ. Δυο γυναίκες με προσπέρασαν. Και είπε η μία: «Στη μέση του πουθενά.»
Δεν το είπε με ένταση. Δεν άκουσα παρακάτω, τι εννοούσε. Ούτε ήθελα να μάθω. Δεν είμαι δημοσιογράφος ούτε επιστήμονας. Ένας απλός κηπουρός είμαι κι ο σπόρος είχε πέσει μέσα μου.
Καθώς συνέχισα να περπατάω κάτω απ’ τις τετραώροφες λεύκες της Βαφοπούλου αναρωτήθηκα πού μπορεί να είναι αυτό το «Μέση του Πουθενά».
(Παρεμπιπτόντως, η σκέψη με το περπάτημα είναι πράξεις αλληλένδετες, θυμηθείτε τους αρχαίους.)
Μέση του Πουθενά.
Η πρώτη σκέψη ήταν ένας άνθρωπος στην έρημο. Κάτι σαν το Λόρενς της Αραβίας ή το Dune.
Μετά σκέφτηκα την Ανταρκτική, πιο έρημη από κάθε έρημο.
Στάθηκα μπρος στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Μυθιστορία, και σκέφτηκα κάτι διαφορετικό: Το Κοινωνικό “Μέση του Πουθενά”.
Ένας πρόσφυγας, πεταμένος σε μια άγνωστη πόλη, χωρίς χρήματα, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα. Άνθρωποι υπάρχουν, αλλά εκείνος είναι ξένος στη μέση του πουθενά.
Το ξένος μου έφερε στο νου την ψυχολογική διάσταση του Πουθενά.
Ένας «τρελός» κλεισμένος στα εισαγωγικά του παράλογου πολιτισμού μας.
Και το νευρολογικό Πουθενά; Ένας άνθρωπος με Αλτσχάιμερ. Κενό μνήμης, κενό ύπαρξης.
Το κενό με οδήγησε αλλού: Στο διάστημα.
Πιο μέση του πουθενά απ’ το μεσοαστρικο διάστημα δεν μπορεί να υπάρξει. Απόλυτο μηδέν, απόλυτη έλλειψη.
Τι μπορεί να είναι πιο πουθενά;
Και ξεφυτρώνει αναπάντεχα η πρώτη φράση: “Μέσα στο πουθενά, την ώρα του ποτέ, χωρίς τίποτα, ήταν ο Θεός.”
Κλείνω το σημειωματάριο. Γυρνάω σπίτι. Λίγη ώρα μετά φτιάχνω την “κατάσταση” της συγγραφής. Κάθομαι στο γραφείο μου, στο μπαλκόνι, βάζω κρασί, αν κάπνιζα θ’ άναβα τσιγάρο. Κι αρχίζω να μεγαλώνω το φυτό μου.
~~
Το Σύμπαν των Εραστών
Μέσα στο πουθενά, την ώρα του ποτέ, χωρίς τίποτα, ήταν ο Θεός.
Ήταν ένας και μοναδικός. Κι αυτό σημαίνει ότι ήταν μόνος.
Μόνος μέσα στο πουθενά, μόνος την ώρα του ποτέ, κάνοντας τίποτα άλλο απ’ το να υπάρχει.
Όμως η ύπαρξη είναι πράξη. Έτσι ο Μοναδικός έκανε πράξη τη μοναξιά του. Την ένιωσε, διαποτίστηκε, βυθίστηκε.
Ο Μοναδικός και Μόνος, μέσα στην απόλυτη παντογνωσία και στην τέλεια μοναξιά δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα άλλο απ’ τον εαυτό Του.
Κι έμεινε έτσι μόνος στη μέση του πουθενά, μέχρι που αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε.
Ο Μοναδικός ονειρεύτηκε ότι υπήρχε ένας Κόσμος ξέχωρος από εκείνον, ένας Κόσμος φτιαγμένος από ενέργεια.
Κι η ενέργεια γέννησε κι έφτιαξε την ύλη.
Κι η ύλη οργανώθηκε κι έφτιαξε αστέρια και πλανήτες.
Και στους πλανήτες έγινε ζωή.
Η ζωή είχε νόηση.
Ο Μοναδικός ονειρεύτηκε όντα, μοναδικά κι εφήμερα που έχτιζαν τον Κόσμο με πράξεις, αισθήσεις, σκέψεις κι όνειρα.
Γέμισε ο Μοναδικός κι ένιωσε κάτι.
Το τελευταίο όνειρο που έζησε ο Μοναδικός, πριν σβήσει στο Πουθενά, στο Ποτέ και στο Τίποτα, ήταν τα κορμιά δυο εραστών. Δύο άνθρωποι που είχαν γίνει ένα, ο έρωτας στη μοναδικότητα του οργασμού.
Ο Μοναδικός χάθηκε μέσα στο όνειρο του.
Με μια Μεγάλη Έκρηξη,
το Πουθενά έγινε παντού,
το Ποτέ έγινε πάντα,
το Τίποτα έγινε όλα,
κι η Μοναξιά έγινε έρωτας.
Ο Θεός χάθηκε μέσα στον οργασμό.