Σύγκρουση

0
506

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι imd.jpg

Ο Πάνος έφυγε από το ουζερί κατά τις 12:30 το βράδυ. Όλη μέρα στο πόδι. Από το πρωί στη δουλειά, εποχή δηλώσεων και όλος ο κόσμος έτρεχε τελευταία στιγμή, και μετά κατευθείαν στο ουζερί στην άλλη άκρη της Αθήνας. Μια ώρα οδήγησε μέσα στην κίνηση για να φτάσει. Εκείνη την έξοδο την κανόνισε ο Θανάσης και διάλεξε ένα παραδοσιακό ουζερί στο Αιγάλεω, γιατί λέει του θύμιζε τα παλιά. Η παρέα άλλαζε στέκια κάθε τόσο. Είχαν βάλει σκοπό να βρουν το καλύτερο στέκι για τα γεράματα και να αράξουν σε αυτό. Χαζομάρες. Λες και ο μαγαζάτορας θα καθόταν απίκο να τους σερβίρει μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Αλήθεια, πότε ένας σαρανταπεντάρης πιστεύει ότι θα γεράσει;

Πέντε άντρες, μέσης ηλικίας που λένε, παλιοί συμφοιτητές, λογιστές με τα δικά τους γραφεία πλέον, σκορπισμένα σε όλο το λεκανοπέδιο. Από τις παλιές εποχές είχε μείνει η συνήθεια της μιας συνάντησης το μήνα. Την τρίτη Τετάρτη κάθε μήνα, βρέξει χιονίσει, παρατούσαν γυναίκες, ερωμένες και παιδιά και βρίσκονταν οι πέντε τους σε κάποιο μαγαζί που τους θύμιζε τα φοιτητικά τους χρόνια. Ο Πάνος μια χρονιά είχε διακόψει τις διακοπές του με την οικογένεια για να παρευρεθεί στην μηνιαία συνάντηση. Ουζερί ή παραδοσιακό ταβερνείο κατά προτίμηση. Και πριν χωρίσουν, ο καθένας με τη σειρά του πρότεινε το μέρος της επόμενης συνάντησης. Έτσι έγινε και την περασμένη φορά. Ο Θανάσης επέλεξε το ουζερί «Το διαβολάκι» στην άκρη του κόσμου.

~~

Είχε πιει τα ουζάκια του ο Πάνος εκείνο το βράδυ. Όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά είχε πιει. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Στην αρχή τελούσε εν ευθυμία. Την ώρα όμως που έμπαινε στο αμάξι είχε ξεπεράσει το στάδιο αυτό. Η κούραση της ημέρας σε συνδυασμό με τα ουζάκια τον έκαναν να αισθάνεται πτώμα, βάραιναν τα βλέφαρά του επικινδύνως.

«Αν αντί για αλκοτέστ οι μπάτσοι έκαναν τεστ νύστας, θα έσπαγα το μηχάνημα», σκέφτηκε και έβαλε το κλειδί στη μίζα του αυτοκινήτου του. Από εκεί και πέρα το μυαλό του αφοσιώθηκε στην προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.

Στο ύψος του Καλαμακίου ήταν που άκουσε το «μπαμ». Το αμάξι τραντάχτηκε και αυτός ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε βυθιστεί. Δεν θυμόταν καν πως είχε φτάσει ως εκεί. Κοίταξε από τον καθρέφτη, δεν είδε κάτι, προχώρησε χωρίς να δώσει παραπάνω σημασία. Μετά από λίγο, έφτασε επιτέλους στο σπίτι του. Ακροπατώντας μπήκε, γδύθηκε και έπεσε στο κρεβατάκι του. Η Μάρω είδηση δεν πήρε, ούτε κουνήθηκε. Την αγκάλιασε και κοιμήθηκε στο λεπτό.

~~

Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς. Αυτός συνήθιζε να ετοιμάζει τα πρωινά των παιδιών, το κολατσιό τους για το σχολείο. Η Μάρω ήταν νοσοκόμα και δούλευε βάρδιες, αυτός όμως είχε σταθερό ωράριο. Άναψε το ραδιόφωνο και έπεσε στις ειδήσεις του ενός λεπτού.

«Σοβαρό τροχαίο με εγκατάλειψη χθες το βράδυ στην παραλιακή στο ύψος του Καλαμακίου. Το θύμα, αλλοδαπός, νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση», άκουσε τον εκφωνητή.

«Βρε, λες … », σκέφτηκε, αλλά αμέσως ξέχασε την είδηση καθώς ο εκφωνητής πέρασε στην επόμενη «Νέο φορολογικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή».

Πήγε τα παιδιά στο σχολείο και συνέχισε για το γραφείο του. Η διάθεσή του ήταν χάλια. Κάποια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό του, σαν να ήταν έτοιμη να πάρει μορφή αλλά να έμενε μετέωρη. Σα να έπρεπε κάτι να θυμηθεί αλλά να μην μπορεί.

Η δουλειά τελικά του απορρόφησε όλη του την προσοχή.

Αργά το απόγευμα, μπλοκαρισμένος στην κίνηση, με μόνη παρέα το ραδιόφωνο, άκουσε ξανά την είδηση.

«Σοβαρό τροχαίο με εγκατάλειψη χθες το βράδυ στην παραλιακή στο ύψος του Καλαμακίου. Περίπου στις μία και τέταρτο τα ξημερώματα διερχόμενο αυτοκίνητο παρέσυρε πεζό και τον εγκατέλειψε. Πρόκειται για αλλοδαπό, μετρίου αναστήματος, μελαψό, πιθανώς αραβικής καταγωγής. Όποιος γνωρίζει κάτι για το συμβάν παρακαλείται να επικοινωνήσει …».

Ο Πάνος αισθάνθηκε να παγώνει. Σα να έπαιρνε μορφή η σκέψη που τον τριβέλιζε όλη μέρα. Η ώρα, το μέρος, το «μπαμ», το τράνταγμα, έσκασαν σαν πυροτέχνημα στο μυαλό του. Αγχώθηκε, δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει σπίτι. Άλλαζε λωρίδες διαρκώς ακόμα και για να κερδίσει ένα μέτρο, για να κερδίσει ένα δευτερόλεπτο. Κόρναρε. Λες και θα ωφελούσε σε κάτι. Ψιλόβρεχε και όταν ψιλοβρέχει το ποτάμι των αυτοκινήτων παγώνει και ακινητοποιείται.

Μπήκε επιτέλους στο γκαράζ. Δίστασε να βγει από το αυτοκίνητο. Αφού κατάφερε να μαζέψει λίγο κουράγιο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Στην μπροστινή δεξιά μεριά του αυτοκινήτου το είδε. Ένα μεγάλο βαθούλωμα στο φτερό. Ένιωσε τα πόδια του να λύνονται. Ανέβηκε στο σπίτι με δυσκολία. Οι ανάσες του ρηχές και γρήγορες. Ρουφούσε τον αέρα με αγωνία και ο αέρας δεν του έφτανε.

Όλη η οικογένεια ήταν στο σπίτι. Χαιρέτησε αφηρημένα, πέταξε ένα «Δεν πεινάω, φάτε εσείς, είμαι πολύ κουρασμένος και θέλω να χαλαρώσω», γέμισε ένα ποτήρι κρασί και, παρά την ψύχρα και την υγρασία, βγήκε στην βεράντα και άναψε τσιγάρο.

«Λες να έχει σχέση με αυτό που άκουσα χθες; Κι αν έχει, γιατί δεν είδα τίποτα από τον καθρέφτη; Μήπως είχα απομακρυνθεί πολύ όταν κοίταξα;», σε αυτό το μοτίβο κινούνταν οι σκέψεις του.

Εκείνο το βράδυ άργησε να αποκοιμηθεί. Έφερε τη διαδρομή της προηγούμενης νύχτας στο μυαλό του καρέ καρέ πολλές φορές. Και συνέχεια κάτι του έλειπε. Αντιλαμβανόταν ότι είχε περάσει κάποιο χρονικό διάστημα που δεν μπορούσε να το ανακαλέσει στη μνήμη του. Το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να καθορίσει πόσος ήταν ο χρόνος αυτός. Λεπτά; Δευτερόλεπτα; Δεν ήξερε να πει.

~~

«Μια στιγμή και ο κόσμος όλος», ήταν η πρώτη σκέψη του το πρωί.

Ετοίμασε το πρωινό των παιδιών, ήπιε ένα καφέ στο πόδι και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Ήταν κακοδιάθετος και αφηρημένος. Η Μάρω το πρόσεξε και τον ρώτησε με τα μάτια τι συνέβαινε. Της απάντησε «τίποτα» με τον ίδιο τρόπο και έφυγε βιαστικά, φωνάζοντας στα παιδιά ότι είχαν αργήσει για το σχολείο.

Πριν μπει στο γραφείο αγόρασε πέντε έξι εφημερίδες. Όλο το πρωινό το πέρασε ξεφυλλίζοντας ‘τες κι ακούγοντας τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Καμία είδηση δεν βρήκε σχετικά με το ατύχημα, καμία έκκληση για μάρτυρες δεν άκουσε στο ραδιόφωνο. Ο τραυματισμένος αλλοδαπός είχε ήδη περάσει στη λήθη.

«Πρέπει κάτι να κάνω. Να μάθω κατ’ αρχάς αν ζει. Να πάω στην αστυνομία. Να ρωτήσω στο νοσοκομείο.», σκεφτόταν.

Και μια άλλη φωνή μέσα του τού έλεγε, «Είσαι χαζός, δεν ξέρεις καν τι έχει συμβεί. Έτσι, πάντα χαϊβάνι ήσουν. Ένα ενοχικό χαϊβάνι. Κολλημένο στα ¨πρέπει¨ και τις μεγάλες ιδέες. Τι θες να μπλέξεις; Γιατί να είσαι εσύ ο υπαίτιος; Κοίταξες, σωστά; Δεν είδες τίποτα, σωστά; Πώς λοιπόν το παίρνεις πάνω σου;».

Αυτός ο εσωτερικός διάλογος διακόπηκε μόνο την ώρα που έπρεπε να εξυπηρετήσει το μοναδικό ραντεβού που στάθηκε αδύνατο να αναβάλει. Και μετά ξανάρχισε πιο έντονος. Πνιγόταν πια στο γραφείο. Πέταξε μια δικαιολογία, πήρε το μπουφάν του και βγήκε στο δρόμο. Άρχισε να περπατά με γρήγορα βήματα, σχεδόν έτρεχε, χωρίς προορισμό. Έτρεχαν και οι σκέψεις του και αυτές χωρίς προορισμό. Σύντομα ένιωσε εξαντλημένος. Είχε φτάσει στην πλατεία Κλαυθμώνος χωρίς να το καταλάβει.

«Πόσο ταιριάζει το όνομα της πλατείας με την κατάστασή μου», σκέφτηκε και χαμογέλασε ειρωνικά.

Βρήκε ένα παγκάκι που δεν ήταν κατειλημμένο από κάποιον άστεγο και κάθισε. Άναψε τσιγάρο και μαζί με την εκπνοή του καπνού προσπάθησε να αδειάσει και τον νου του. Άδικος κόπος. Να ήξερε τουλάχιστον σε τι κατάσταση βρισκόταν ο τραυματίας. Όμως δεν ήξερε καν αν ζει ή αν πέθανε. Ένιωσε δυσφορία. Σηκώθηκε απότομα και άρχισε να περπατά και πάλι με γρήγορο βήμα.

~~

Εκείνη τη μέρα γύρισε νωρίς στο σπίτι. Τα παιδιά παρακολουθούσαν μια σειρά στην τηλεόραση. Η Μάρω θα γυρνούσε το πρωί, είχε εφημερία. Έβαλε ένα ποτό και βγήκε στη βεράντα. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και οι δυο φωνούλες έδιναν πραγματική μάχη μέσα στο μυαλό του.

Η μια φωνούλα απαιτούσε από αυτόν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβει τις ευθύνες του, να πάει στην αστυνομία και να πει το και το. Αυτό έγινε, να και το αυτοκίνητό μου, διαπιστώστε εσείς αν έχω εμπλακεί ή όχι στο ατύχημα.

Η άλλη φωνούλα, που γινόταν όλο και πιο ισχυρή με την πάροδο του χρόνου, του υπαγόρευε να κάτσει στα αυγά του. Ακόμα και να είχε σχέση με το συμβάν, όφειλε στα παιδιά του να μην πει τίποτα, ποτέ και σε κανένα. Πώς θα μεγάλωναν, τι θα γινόταν, τι έφταιγαν αυτά; Να έβαζε την οικογένειά του σε μια τέτοια διαδικασία δικαστηρίων, ποινών; Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε. Να σπίλωνε το όνομα των παιδιών του; Και αν χρειαζόταν να πληρώσει αποζημιώσεις; Ήταν και η εγκατάλειψη του θύματος βλέπεις… Ποιος θα τον πίστευε ότι δεν είχε πιεί και τόσο; Άλλωστε από ουζερί γύριζε, δεν μπορούσε να το κρύψει. Αν κάποιος είχε δει τι είχε συμβεί θα έπρεπε ήδη να έχει καταθέσει στην αστυνομία. Επομένως, κανείς δεν είδε τίποτα. Ένιωσε ανακούφιση σε αυτή τη σκέψη.

Ήταν και άλλη μια σκέψη που γινόταν όλο πιο δυνατή στο μυαλό του. Τον έκανε να νιώθει άσχημα, ακόμα και να σιχαίνεται τον εαυτό του, αλλά δεν μπορούσε πια να την κάνει να σωπάσει. «Αυτός ο άνθρωπος άλλωστε, ένας λαθραίος είναι, τίποτα παραπάνω. Έχει αποφασίσει ήδη ότι θα παίξει τη ζωή του στα ζάρια, ότι θα εκτεθεί σε χίλιους κινδύνους. Ε, λοιπόν δεν του βγήκε η ζαριά. Το πιο πιθανό είναι ότι κανείς δεν θα τον ψάξει, κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν έζησε ή αν πέθανε. Ενώ εγώ, εγώ έχω γυναίκα και παιδιά και επιπλέον ποτέ δεν πήρα απόφαση ότι θα παίξω τη ζωή μου στα ζάρια».

~~

Ξημέρωνε μια καινούρια μέρα και είχε πια αποφασίσει. Σκέφτηκε να πάρει το αυτοκίνητο να πάει μια βόλτα στην παραλία, να περπατήσει, να ξελαμπικάρει λίγο το μυαλό του και να κατασταλάξει μέσα του η απόφαση. Δεν είναι και τόσο απλό να διαπιστώνεις πως δεν είσαι αυτός που νόμιζες σε όλη την ενήλικη ζωή σου. Δεν είναι ευχάριστο να αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έγινες ο άνθρωπος που ονειρεύτηκες όταν ήσουν έφηβος. Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς ότι είσαι ένα ανθρωπάκι, πολύ κατώτερο των περιστάσεων. Ξεκλείδωσε πρώτα την πόρτα του συνοδηγού για να φτιάξει το χαλάκι που είχε διπλωθεί σε μια μεριά και τότε είδε μια κάρτα, αυτό που οι παλιότεροι ονόμαζαν επισκεπτήριο. Την σήκωσε και διάβασε τα στοιχεία ενός οδοντίατρου στην μια πλευρά. Το όνομα του ήταν τελείως άγνωστο. Την γύρισε από την άλλη όπου με τσαπατσούλικα γράμματα έγραφε

«Σας ζητώ συγνώμη. Προσπαθώντας να παρκάρω στην οδό Χ. στο Αιγάλεω, σας χτύπησα στο μπροστινό δεξί φτερό. Επικοινωνήστε μαζί μου για την αποκατάσταση της ζημιάς. Διονύσης Παπαγεωργίου, Τετάρτη 3/11/2021».

Τρέμοντας μπήκε στο αυτοκίνητο και άναψε τη μηχανή. Θυμήθηκε ότι τις προάλλες, φεύγοντας από το ουζερί, κάτι μάζεψε από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και το πέταξε στο πλαϊνό κάθισμα χωρίς να του δώσει καμία σημασία. Την ίδια στιγμή στο ραδιόφωνο άκουσε την είδηση «Με τη λήξη του αυτόφωρου, παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα Γλυφάδας γνωστός επιχειρηματίας με τον δικηγόρο του και ανέλαβε την ευθύνη για το σοβαρό ατύχημα που συνέβη τα ξημερώματα της Πέμπτης στην παραλιακή, στο ύψος του Καλαμακίου».

Πάτησε τέρμα το γκάζι. Ήταν καιρός να αποδεχτεί το ανθρωπάκι που έκρυβε μέσα του ή να το σκοτώσει.
Ήταν καιρός για καινούρια διλήμματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η DoG, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής