Ξύπνησε -ή μήπως συνήλθε, μέσα στο σπίτι του στην περιοχή των Ταμπακαριών[i]. Απόλυτη ησυχία, ούτε πουλί πετούμενο δεν ακουγόταν. Μόνο ο ήχος της θάλασσας, το κύμα που έσκαγε στην ακρογιαλιά. Ο Λευτέρης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, τα πράγματα δεν ήταν όπως έπρεπε. Το τελευταίο που θυμόταν ήταν ένα εκτυφλωτικό φως, μια στιγμιαία έντονη λάμψη. Βγήκε στην αυλή, φύλλο δεν κουνιόταν, ούτε ο αέρας δεν ακουγόταν. Ζαλισμένος ακόμα, χωρίς να έχει βγει ολοκληρωτικά από τον λήθαργο, σήκωσε το βλέμμα στον ορίζοντα και είδε την θάλασσα, μια πηχτή κοκκινωπή μάζα και άκουσε τον ήχο του κύματος ένα “πλαφ”, βαθύ, πηκτό και πυκνό, όπως προφέρουν το λάμδα στην πατρίδα του.
Άλλη μια φορά είχε δει τη θάλασσα τόσο κόκκινη. Εκείνη τη φορά που έβρεχε ασταμάτητα δυο μερόνυχτα συνέχεια και πέσαν σπίτια, γέφυρες και παραβολές από το πολύ νερό. Μια ολόκληρη ελιά είχε προσγειωθεί στο πίσω μέρος της αυλής του, με τις ρίζες της, με τα όλα της. Τότε η θάλασσα είχε γεμίσει κοκκινόχωμα ξανά και είχε γίνει πηκτή, σχεδόν στέρεα. Όμως τώρα ήταν ακόμα πιο κόκκινη, ακόμα πιο πηκτή, ακόμα πιο παράξενη και αφιλόξενη από ότι τότε. Και η απόλυτη ησυχία τον έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη ανασφάλεια και φόβο.
Ο Λευτέρης ζούσε σε μια πολύ ήσυχη γειτονιά. Μπορούσε να καθίσει στο κατώφλι του και να ακούει τη βροχή να πέφτει χωρίς να τον διακόπτει κανένας από τους θορύβους της πόλης. Ούτε ήχος αυτοκινήτου, ούτε φωνή διαβάτη. Ποτέ όμως άλλοτε δεν είχε γευτεί αυτή την απόλυτη σιωπή. Σα να είχαν εξαφανιστεί άνθρωποι, γάτες, σκύλοι, έντομα. Όλα. Ακόμα εκείνη την φορά που κατέβηκε τη διαδρομή ως το Λουτρό από την Ανώπολη, Χριστούγεννα ήταν, πάλι και τότε, ένα τριβείο ακουγόταν στο έρημο Λουτρό και κάποιες γάτες νιαούριζαν εκλιπαρώντας για τροφή και χάδια. Τώρα τίποτα! Το “πλαφ” της θάλασσας και αυτό αλλόκοτο.
Κοίταξε το ρολόι που είχε στον τοίχο της κουζίνας. Η ώρα δέκα το πρωί. Αναρωτήθηκε γιατί ήταν ακόμα στο σπίτι ενώ από τις οκτώ θα έπρεπε ήδη να ήταν στο σχολείο. Αγχώθηκε λίγο, τι θα ‘λεγε στους μαθητές του, στον διευθυντή, στους συναδέλφους; Έψαξε γρήγορα για δικαιολογίες, δεν χτύπησε το ξυπνητήρι, δεν ένιωθα καλά, είχα πυρετό, είχα ίλιγγο…. Ντύθηκε ζεστά, Μάρτης μήνας ήταν ακόμα και ο καιρός άστατος, και βγήκε στο δρόμο. Βαριά σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο. Το πρώτο πράγμα, μετά την απόλυτη σιωπή, που του έκανε εντύπωση ήταν τα μικρά βουναλάκια από στάχτη. Ενίοτε έβλεπε ένα δακτυλίδι, ένα βραχιόλι ή ένα σκουλαρίκι δίπλα στο βουναλάκι ή πάνω του. Κάτι μεταλλικό. Άλλοτε όλα αυτά μαζί και κάποτε κάποτε έβλεπε κάτι που έμοιαζε με χρυσό δόντι ή με λάμα, σαν αυτή που είχε στο πόδι του και τον ενοχλούσε όταν άλλαζε ο καιρός. Τρόμαξε, απόρησε, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Αλλά προχώρησε.
Είχε ήδη μπει στην Χονολουλού και έβλεπε την πόλη με τους δυο μιναρέδες της από μακριά. Λάτρευε την στροφή στο Ελληνικό Προξενείο, όταν μπροστά του άνοιγε η θάλασσα, το Κουμ Καπί, η πόλη ολόκληρη. Η εικόνα αυτή του έφτιαχνε τη μέρα κάθε φορά που περνούσε από εκεί, είτε με το αυτοκίνητο είτε με τα πόδια. Όχι όμως και εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα όλα ήταν παράξενα και έστεκαν γύρω του παγωμένα. Καθώς προχωρούσε συναντούσε αυτοκίνητα ακινητοποιημένα και παρατημένα στη μέση του δρόμου. Άνθρωπο κανένα, ζώο κανένα, ούτε σκύλο ούτε γάτα. Παρεμπιπτόντως ο Λευτέρης λάτρευε τις γάτες και απεχθανόταν, μισούσε, σιχαινόταν, φοβόταν τις κατσαρίδες και τα ποντίκια. Οι μικροί σωροί στάχτης πλήθαιναν καθώς πλησίαζε προς την πόλη. Όσο πλησίαζε προς το σχολείο του, τόσο τον ζώνανε τα φίδια. Αναρωτιόταν τι να συμβαίνει άραγε, σίγουρα κάτι κακό. Τι να ήταν αυτό το φως που θυμόταν ότι είδε; Μήπως αυτό το φως φταίει για όλα; Μήπως είχε πεθάνει και δεν το ήξερε; Πού ήταν οι άλλοι;. Με αυξανόμενη ανησυχία, που έφτανε στα όρια του πανικού, συνέχισε να πορεύεται προς το σχολείο του.
Έστριψε στον πεζόδρομο της Κοραή και διαπίστωσε ένα μικρό λοφίσκο από στάχτες. Έκανε τον σταυρό του στα γρήγορα. Θρήσκος δεν ήταν αλλά, … φύλαγε τα ρούχα σου. Δεν ήταν αυτές ώρες για φιλοσοφίες. Οι πόρτες του σχολείου έχασκαν ανοιχτές. Γύρισε τις αίθουσες μία μία και σιγουρεύτηκε ότι ήταν τελείως μόνος στο κτίριο. Μια βεβαιότητα άρχισε να στεριώνει μέσα του. Δεν ήταν απλά μόνος στο κτίριο, ήταν μόνος στην πόλη ολάκερη. Τρόμαξε, ζαλίστηκε και κάθισε σε ένα θρανίο. Χρειαζόταν νερό, να ρίξει στο πρόσωπό του, να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται. Χρειαζόταν νερό, να πιεί και να καταπιεί τη νέα κατάσταση που έβλεπε να διαμορφώνεται γύρω του. Οι βρύσες δεν έβγαλαν ούτε μια σταγόνα. Στο γραφείο των καθηγητών βρήκε ένα σφραγισμένο πλαστικό μπουκαλάκι νερό, το άνοιξε και ήπιε λαίμαργα. Γέμισε την χούφτα του και έριξε στο πρόσωπό του. Ήταν ξύπνιος και ζωντανός, δεν είχε πια καμία αμφιβολία. Του το επιβεβαίωνε ο πόνος στο στήθος, λες να πάθαινε έμφραγμα; Όχι, όχι, δεν έπρεπε να του συμβεί κάτι τέτοιο. Κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να παίρνει βαθιές, αργές ανάσες, μετρώντας τις μία, δύο, τρεις… Ηρέμησε και ο πόνος υποχώρησε. Πήγε να ανάψει έναν από τους κοινόχρηστους υπολογιστές. Άδικος κόπος. Το ηλεκτρικό είχε κοπεί. Σήκωσε το τηλέφωνο. Και αυτό εκτός λειτουργίας. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν.
Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει στο σχολείο και αποφάσισε να περπατήσει προς το εμπορικό κέντρο της πόλης και προς το παλιό λιμάνι να δει αν θα έβρισκε κάποιον άλλο άνθρωπο ζωντανό. Δεν είχε καμία αμφιβολία πλέον ότι τα σωρουδάκια στάχτης που συναντούσε από το πρωί ήταν οι στάχτες των ανθρώπων και των ζώων της πόλης του. Περπάτησε με αργό βήμα. Δεν έπρεπε να ταραχθεί ξανά. Πήρε τους κεντρικούς δρόμους, μπήκε σε στενά, μπήκε ακόμα και σε σπίτια που οι πόρτες τους έχασκαν ανοιχτές, μπήκε σε ένα λεωφορείο που είχε καταλήξει σε ένα στύλο του ηλεκτρικού, κοίταξε μέσα από τα παράθυρα των σταματημένων αυτοκινήτων. Ψυχή ζώσα δεν συνάντησε. Του έκανε εντύπωση που ούτε οι συναγερμοί των κτιρίων χτυπούσαν, ενώ συνήθως στις διακοπές του ρεύματος άρχιζαν να βαράνε όλοι μαζί και σε τρέλαιναν. Στο λιμάνι δυο βαρκάκια, άδεια και αυτά, τα έπαιρνε η θάλασσα προς τα βαθιά με αργές, νωχελικές κινήσεις.
Άρχισε να βρέχει, μια ψιλή γκρίζα βροχή σαν στάχτη. Όπου ακουμπούσε η σταγόνα, είτε στα ρούχα, είτε στο δέρμα του, άφηνε μια ανεξίτηλη στάμπα, ένα σκούρο λεκέ. Έσκυψε το κεφάλι, έκρυψε τα χέρια στις τσέπες και έτρεξε σε ένα άδειο ψιλικατζίδικο να προστατευτεί. Έφαγε κάτι συσκευασμένο που βρήκε σε ένα ράφι, άνοιξε και ένα μπουκαλάκι νερό και μόλις η βροχή σταμάτησε, το πήρε μαζί του και συνέχισε να περιπλανιέται στην έρημη πόλη.
Καθώς περπατούσε άρχισε να σιγοτραγουδά Όμορφη πόλη, φωνές μουσικές, απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές, ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα[ii]. Σύντομα άλλαξε τον στίχο σε Έρημη πόλη. Συνέχισε να περπατά μέχρι που νύχτωσε και δεν έβλεπε τίποτα πια. Χώθηκε σε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ, βρήκε μια κονσέρβα, δεν έβλεπε τι ήταν, την άνοιξε και άρχισε να τρώει. Ευτυχώς ήταν ντολμαδάκια, όχι σκυλοτροφή. Έστρωσε στο πάτωμα κουβέρτες που βρήκε σε ένα ράφι, ξάπλωσε και δεν άργησε να βυθιστεί σε ένα ανήσυχο ύπνο. Παραμιλούσε και τιναζόταν, αλλά κανέναν δεν ενοχλούσε πλέον.
<<…>>
Την επόμενη μέρα έβρεχε συνεχώς και έτσι αποφάσισε να την περάσει εξερευνώντας το σούπερ μάρκετ και τρωγοπίνοντας. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία εμπειρία που θα τον βοηθούσε να οργανώσει σωστά την διαβίωσή του, σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να έτρωγε όσα περισσότερα νωπά τρόφιμα μπορούσε γιατί σύντομα θα χαλούσαν. Τα ψυγεία ήταν εκτός λειτουργίας τουλάχιστον το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Όσο κι αν ο καιρός ήταν ψυχρός, τα τρόφιμα δεν θα διατηρούνταν για πολύ ακόμα.
Άρχισε πάλι να σιγοτραγουδά ένα γνωστό σκοπό, Ο μόνος μόνος περπατά και μοναχός κοιμάται για δυο πονάει κι αγαπά για τέσσερις θυμάται[iii]. Σιγά σιγά αύξανε την ένταση της φωνής του, μέχρι που ούρλιαζε τους στίχους πια.
“Έτσι μπράβο! Επιτέλους!”, φώναξε στο τέλος. “Σε έσπασα σιωπή. Χίλια κομμάτια σε έκανα”.
Βαρέθηκε να εξερευνά, κουράστηκε να τραγουδά. Πήγε στον πάγκο με τον ημερήσιο τύπο. Πόσο ανούσια του φάνηκαν όσα διάβασε. Πολιτικές εξελίξεις, life style, προγράμματα για ένα μέλλον που από ότι φαίνεται δεν έφτασε και δεν θα έφτανε ποτέ.
Πέρασε και αυτή η μέρα, ξάπλωσε στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του και κοιμήθηκε, πιο ήσυχα από την προηγούμενη νύχτα.
<<…>>
Ξημέρωνε η τρίτη μέρα της μοναξιάς του, η τρίτη μέρα της σιωπής και του φόβου. Άνοιξε τα μάτια του και τότε το είδε. Ένα μαύρο χαλί κουνιόταν κοντά στα ψυγεία. Τα πιο ευαίσθητα τρόφιμα είχαν αρχίσει να χαλάνε και οι κατσαρίδες είχαν βγει από τις τρύπες τους για να αρχίσουν το μεγάλο τσιμπούσι. Ο Λευτέρης, για πρώτη φορά στη ζωή του, αισθάνθηκε θαυμασμό για αυτά τα μικρά σιχαμερά αλλά τόσο ανθεκτικά έντομα. Ήταν η πρώτη φορά που χάρηκε που τις έβλεπε.
“Τελικά υπάρχει ζωή, δεν έχουν χαθεί όλα”, αναφώνησε, γέμισε ένα σακίδιο πλάτης με λίγο φαγητό, νερό και μια κουβέρτα και βγήκε στο δρόμο.
Αναρωτιόταν αν υπήρχαν και άλλοι διασωθέντες σαν κι αυτόν, αν κάποιοι άλλοι έψαχναν όπως αυτός, αναρωτιόταν τι να συνέβαινε στις άλλες πόλεις του νησιού και στα απομακρυσμένα χωρία. Μήπως να κινούσε σήμερα για τα πιο ορεινά μέρη; Από την μια δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ο μοναδικός επιζών της μεγάλης καταστροφής, από την άλλη όμως τον απογοήτευε το γεγονός ότι δεν πετούσε ούτε πουλί, ούτε αεροπλάνο, ούτε πλοίο φαινόταν στον ορίζοντα.
“Δεν έχει νόημα να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Χρειάζεται να κινηθώ, να ψάξω, να βεβαιωθώ πριν αποφασίσω να πάρω το δρόμο της απογοήτευσης. Άλλωστε δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω και τίποτα να χάσω”.
Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησε για το Θέρισο και τη Ζούρβα. Ανέκαθεν του άρεσε αυτή η διαδρομή. Θα την έκανε με τα πόδια. Είχε ήδη διαπιστώσει ότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο κανένα από τα σταματημένα οχήματα δεν έπαιρνε μπροστά. Ούτε καν το τσακ της μίζας δεν ακουγόταν όταν γυρνούσε το κλειδί. Στη διαδρομή έπαιζε με τον εαυτό του το παιγνίδι με τις λέξεις που έπαιζαν μικρά με την αδελφή του όταν βαριόντουσαν στις πορείες στη φύση που τους έσερνε ο πατέρας του. Ζώα από κάπα, από βήτα, από λάμδα… Αυτός που θα έβρισκε τα πιο πολλά κέρδιζε.
Καθώς άφηνε την πόλη πίσω του και έβγαινε στην εξοχή, αντιλήφθηκε ότι ο αέρας άλλαζε. Η ελαφριά μυρωδιά σαπίλας που απέπνεε η πόλη εξαιτίας των σκουπιδιών που παρέμεναν αμάζευτα τόσες μέρες και των φαγώσιμων που σάπιζαν στα εκτός λειτουργίας ψυγεία, αντικαταστάθηκε από τη μυρωδιά του βρεγμένου χόρτου. Τα δένδρα είχαν αρχίσει να ανθίζουν και η γκρίζα βροχή των προηγούμενων ημερών δεν έδειχνε να τα έχει επηρεάσει αρνητικά. Θαλερά και υγιή ετοιμάζονταν για την αλλαγή της εποχής. Άρχισε να σηκώνεται ένα ελαφρύ αεράκι που έκανε τα φύλλα των δένδρων να θροΐζουν και τη σιωπή να σπάει. Ο Λευτέρης αισθάνθηκε αναζωογονημένος και πιο αισιόδοξος.
Έφτασε τελικά στο Θέρισο χωρίς να συναντήσει ψυχή και συνέχισε για τη Ζούρβα. Νύχτωνε όταν μπήκε στο χωριό. Χώθηκε σε ένα σπίτι για να περάσει το βράδυ του. Ένας ξενώνας ήταν. Ευτυχώς, δεν θα είχε φαγητά να σαπίζουν και κατσαρίδες να τα διεκδικούν. Ήταν πολύ κουρασμένος και έπεσε σε ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα.
<<…>>
Καθώς πλενόταν με κρύο νερό σε μια στέρνα που βρήκε στην άκρη του χωριού σχεδίασε τη νέα του μέρα. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να σημειώνει τον χρόνο που περνούσε. Βρήκε ένα ξύλο που θα το χρησιμοποιούσε πλέον για κατσούνα[iv]. Εκεί πάνω θα χάραζε μια γραμμή για κάθε μέρα που θα περνούσε και κάθε έξι γραμμές μια έβδομη που θα χαρασσόταν σαν να διέγραφε τις άλλες. Ας άρχιζε να σημειώνει και θα έβλεπε πως θα βόλευε τελικά. Επίσης θα έπρεπε, αν όχι σήμερα, τότε αύριο, να γυρίσει στην πόλη. Αν κάποιος τον αναζητούσε, πιο πιθανό ήταν να τον έψαχνε εκεί παρά μέσα στα βουνά. Γύρισε στον ξενώνα, τσίμπησε κάτι, βρήκε ένα βιβλίο που είχε αφήσει κάποιος αγγλόφωνος ένοικος και στρώθηκε να το διαβάσει. Εκείνη τη μέρα δεν θα το κουνούσε από εκεί. Ο μόνος μόνος του κερνά και πίνει στην υγειά του, σαν δυο πλαγιάζει και ξυπνά στην άδεια αγκαλιά του σιγοτραγούδησε πριν κοιμηθεί εκείνο το βράδυ.
<<…>>
Ξημέρωσε η πέμπτη μέρα μετά το μεγάλο φως. Ετοιμάστηκε, έκοψε λίγα φρέσκα λαχανικά από ένα μπαξέ και πήρε το δρόμο της επιστροφής στην πόλη. Αντιλήφθηκε από απόσταση τη μυρωδιά της σήψης και δεν τόλμησε να μπει στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές. Γέλασε μόνος του με τη λέξη “πυκνοκατοικημένες”.
Το αεράκι που είχε σηκωθεί τις προηγούμενες μέρες είχε σκορπίσει τις στάχτες. Η θάλασσα είχε αλλάξει λίγο χρώμα, το κοκκινωπό είχε γκριζάρει κατά τόπους. Επίσης, του φάνηκε πιο αραιή, σα να επανερχόταν το ιξώδες της στην πριν την καταστροφή κατάσταση.
“Λες να ζούνε τα ψάρια;”, αναρωτήθηκε.
“Δεν μπορεί να έχει επηρεαστεί ολόκληρη θάλασσα από αυτό το πυκνό κοκκινωπό πράγμα. Αδύνατο. Η θάλασσα είναι άπειρη.” και άρχισε να τραγουδά Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα[v]. Δεν ήξερε τα λόγια, αλλά λίγη σημασία είχαν αυτά τα πράγματα πλέον.
Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να κινείται. Ένας αρουραίος είχε μόλις αντιληφθεί την παρουσία του ανθρώπου και έτρεχε να κρυφτεί στην τρύπα του. Ο Λευτέρης τρόμαξε και χάρηκε την ίδια στιγμή.
“Πώς να ερμηνεύεται άραγε αυτό; Κατσαρίδες, ποντίκια και εγώ ο μοναδικός άνθρωπος που επέζησε της καταστροφής! Δεν μπορεί… Στο εμβόλιο για τον Covid που μου έκαναν πρέπει να έβαλαν DNA κατσαρίδας. Χα, χα, χα. Πλάκα έχει”
Αποφάσισε να καταλύσει στο ΚΑΜ[vi] εκείνη τη μέρα. Πάντα του άρεσε το πέτρινο αυτό κτίριο, η αρχιτεκτονική και η διακόσμησή του, τα ψηλά νταβάνια, το ξύλινο πάτωμα, τα τεράστια παράθυρα που έβλεπαν στο λιμάνι.
<<…>>
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη και φωτεινή. Ο Λευτέρης ξύπνησε μέσα στα νεύρα και την απογοήτευση. Κοίταξε από το παράθυρο του ΚΑΜ τα πλοιάρια να λικνίζονται στη θάλασσα. Στο παρελθόν η εικόνα αυτή θα του είχε φτιάξει αμέσως τη διάθεση. Εκείνη όμως τη μέρα το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει, να εξαφανιστεί όπως όλοι οι άλλοι. Βγήκε στον δρόμο αποφασισμένος να το κάνει με την πρώτη ευκαιρία. Ίσως να έμπαινε στο πρώτο φαρμακείο που θα έβρισκε μπροστά του και να κατάπινε όλα τα χάπια που θα έβρισκε. Προχωρώντας με γρήγορο βηματισμό, τρέχοντας σχεδόν, κατάφερε να αποβάλει κάπως την ένταση και ο λαμπρός ήλιος βοήθησε να αναβάλει την αυτοκτονία για αργότερα. Έφτασε στους Αγίους Αποστόλους και εκεί μέσα στο πάρκο το άκουσε. Γάβγισμα σκύλου. Έτρεξε προς τα εκεί που τον οδηγούσε ο ήχος και είδε το πιο παράξενο πλάσμα που είχε δει στη ζωή του. Ένα σκύλο με δυο κεφάλια, το ένα κατεβασμένο, λυπημένο να κλαψουρίζει και το άλλο απειλητικό, να γαβγίζει άγρια. Η χαρά του ήταν τόση που πλησίασε το ζώο χωρίς φόβο και του χάιδεψε με στοργή και τα δυο του κεφάλια. Το λυπημένο σηκώθηκε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το οργισμένο ηρέμησε και του έγλυψε το χέρι.
“Θα σε λέω Κέρβερο”, ψιθύρισε στον σκύλο. ¨Και θα είσαι ο φύλακας άγγελός μου. Και εγώ ο δικός σου πιστός σύντροφος”
<<…>>
Η ζωή του Λευτέρη άλλαξε με την παρουσία του Κέρβερου. Είχε πλέον κάποιον να μιλάει και εκείνος να ανταποκρίνεται κοιτώντας τον με τα υγρά του μάτια, είχε κάποιον να χαϊδεύει, να αγκαλιάζει, να τρέχει και να παίζει μαζί του.
Περνούσε ο καιρός, έμπαινε σιγά σιγά το καλοκαίρι, τα δένδρα γέμιζαν καρπούς και ο Λευτέρης από ένας πλαδαρός, ασπρουλιάρης και ράθυμος άντρας είχε μετατραπεί σε ένα γυμνασμένο και δραστήριο παλικάρι με μελένιο χρώμα. Συνέχιζε να γυρίζει στις γύρω πόλεις και χωριά ψάχνοντας για σημεία ζωής. Πάντα δίπλα του ο Κέρβερος. Έβαλε και ένα μπαξεδάκι, στο καλύτερο σημείο της περιοχής και όταν είδε τους πρώτους καρπούς των κόπων του έκλαψε σαν παιδί από περηφάνια και ικανοποίηση. Άρχισε και πάλι να απολαμβάνει τη ζεστασιά του ήλιου, το φεγγάρι που αντανακλούσε το φως του στη θάλασσα, την θάλασσα που είχε αποκτήσει ξανά το γαλανό της χρώμα. Απολάμβανε τον ήχο των κυμάτων που έσκαγαν στην παραλία και διέλυαν τη σιωπή, το αεράκι που έκανε τα φύλλα των δένδρων να θροΐζουν. Συνέχισε να ζει και να ψάχνει για ζωή.
Και ο Κέρβερος όμως άλλαζε σιγά σιγά. Ένα τρίτο κεφάλι άρχισε να μεγαλώνει ανάμεσα στα άλλα δύο, σταθερά και αποφασιστικά. Ένα κεφάλι σοβαρό, μετρημένο, ήρεμο. Χωρίς θλίψη, χωρίς θυμό.
<<…>>
Από την έκπληξη, το φόβο, την μοναξιά και την απελπισία, ο Λευτέρης είχε περάσει στην συντροφικότητα, την τρυφερότητα, τη δημιουργικότητα και την αισιοδοξία. Ένα βράδυ χόρεψε σαν Δερβίσης γύρω από τη φωτιά που είχε ανάψει στην παραλία, μέχρι που έφτασε σε έκσταση και τελικά έπεσε εξαντλημένος στην άμμο. Ο Κέρβερος δίπλα του φύλαγε την πόρτα του Κάτω Κόσμου για να τον αποτρέψει να τη διαβεί.
Τουλάχιστον αυτό το καλοκαίρι θα έμενε ζωντανός, από τον χειμώνα θα μπορούσε να επανεξετάσει την κατάσταση και να πάρει νέες αποφάσεις. Το καλοκαίρι όμως αυτό θα το ζούσε!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
[i] Ταμπάκικα, βυρσοδεψεία.
[ii] Μουσική Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη (1966)
[iii] Σωκράτης Μάλαμας σε στίχους Μιχάλη Γκανά και σύνθεση Νίκου Ξυδάκη (1999)
[iv] Είδος μαγκούρας (με γυριστή λαβή)
[v] Πυξ Λαξ, στίχοι Μάνος Ξιδούς, μουσική Μάνος Ξιδούς και Νίκος Σπυρόπουλος (1999)
[vi] Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η DoG, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ένα άλλο μεταποκαλυπτικό διήγημα, στην Αθήνα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ
“Αττική, το έτος 2 μ.Α.” https://sanejoker.info/2020/11/postatticus.html
Κι ένα στη Θεσσαλονίκη