Δυο μικροδιηγήματα μαγικού ρεαλισμού

0
294

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 00.jpg

Έρημη Γη

Εκείνη την περίοδο έκανα εφημερίες σε ένα περιφερειακό νοσοκομείο. Δεν είχε πολύ κόσμο και οι εικοσιτετράωρες βάρδιες περνούσαν βασανιστικά αργά. Ήταν μία εποχή με πολλή δουλειά και πίεση, η σελήνη ήταν ο νέος μου ήλιος.

Θυμάμαι χαρακτηρίστηκα ότι είχε πανσέληνο τη μέρα που όλα αλλάξαν. Μια κόκκινη πανσέληνο που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον ήλιο. Ήταν οι μέρες που άμμος από τη Σαχάρα είχε σκεπάσει την Ευρώπη και η ομίχλη Χαρματάν άλλαζε τις αισθήσεις μας.

Κατά τα άλλα ήταν μια ακόμα βασανιστική βάρδια, με το νοσοκομείο να θυμίζει λευκή φυλακή γεμάτη σεληνιασμένους. Καθόμουν ήρεμη οργανώνοντας τον χρόνο της βδομάδας μου, όταν ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου που κάνει τον κάθε γιατρό αυτόματα να μπαίνει σε ένα άδειο δωμάτιο και να περιμένει κάποιος άγνωστος να ανοίξει την πόρτα.

23ωρ 25λ

‘ Έχουμε αιμορραγικό σοκ στον αξονικό, έγκυος 39 εβδομάδων , αυτόματη ρήξη σπληνός ‘

Άνθρωποι ρομπότ. Αυτοματοποιημένες ενέργειες.
Τρέξιμο στον αξονικό, τηλέφωνο στον αναισθησιολόγο, σπρώξιμο του φορείου στο χειρουργείο,  προετοιμασία χειρουργικής αίθουσας.
Ενημέρωση γυναικολόγου. Έχει επείγουσα καισαρική δεν προλαβαίνει να έρθει.
Διασωλήνωση.

23ωρ 40λ
Νυστέρι. Τομή.

Η αίθουσα γέμισε σκόνη, άμμος χυνόταν από την κοιλιά, κυλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου και έπεφτε. Δεν έπρεπε να αγγίξω τίποτα. Το έμβρυο είχε περάσει την σπλήνα για κάστρο και έπαιζε. Ήταν μια πολύ όμορφη εικόνα, με τα λεπτά του δαχτυλάκια είχε κάνει πλεξούδα τα αγγεία και τώρα καθόταν περήφανο διπλά στο κάστρο του σαν να μας περίμενε να το βγάλουμε βόλτα.

00.00

Βγήκα να πάρω αέρα. Η γη είχε μεταμορφωθεί σε έρημο και βούλιαζα στην άμμο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Στέλλα Ζερβάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το άδειο ποτήρι

Ήταν ήδη νύχτα όταν στάθηκε στην αυλόπορτα. Έσκυψε και έκοψε μερικά αγριόχορτα που είχαν γεμίσει τις σχισμές ανάμεσα στα τσιμέντα. Τίναξε τα χέρια του και συνέχισε. Πέρασε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας χωρίς να ανάψει τα φώτα. Εκεί που μαζεύονταν όλοι παλιότερα και έπαιρναν βιαστικά το πρωινό τους. Υπήρχε ένα άδειο ποτήρι μπροστά του και το κοίταξε για αρκετή ώρα. Ύστερα σηκώθηκε,  άνοιξε τη βρύση και το γέμισε με νερό. Κοιτούσε τα ξύλινα πορτάκια της κουζίνας που είχαν χάσει λίγο από το χρώμα τους. Άφησε το ποτήρι γεμάτο πάνω στο τραπέζι. Κάθισε στην αγαπημένη του καρέκλα και άνοιξε μία εφημερίδα. Την άφησε κι αυτή πάνω στο τραπέζι κι ακούμπησε το δεξί του χέρι πάνω στα άσπρα του γένια. Κοιτούσε ένα μικρό σβηστό κερί στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Συνέχιζε να κάθεται για πολλή ώρα, χαϊδεύοντας με αργές κινήσεις το ποτήρι που είχε ακόμα γεμάτο στα χέρια του.

Μετά από λίγη ώρα το σκοτάδι έσπασε απότομα από μία στρογγυλή λάμπα φθορίου που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το τραπέζι. Το φως τρεμόπαιζε έντονα και χρειάστηκαν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Στην είσοδο της κουζίνας στεκόταν ένας νεαρός άντρας. Κοιτούσε προς το μέρος του. Στάθηκε ακίνητος και αμίλητος για λίγο. Ο μεγαλύτερος άντρας του έκανε νεύμα να καθίσει.

«Κάθισε γιε μου. Θα ήθελα να σε δω και σήμερα λίγο» του είπε συνεχίζοντας να κρατάει το ποτήρι με το αριστερό του χέρι.

Ο γιος του κούνησε το κεφάλι του και πήγε μέχρι τη βρύση. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό και το ήπιε γρήγορα.

«Ξέρεις πατέρα, ίσως όλα θα ήταν πολύ καλύτερα αν ήθελες να μιλάμε και όσο ήσουν ζωντανός»
Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι του μα δεν απάντησε.
Ο γιος έβαλε ακόμα ένα  ποτήρι νερό και το ήπιε ως τη μέση.

«Τι έκανες σήμερα; Πήγες πάλι στο γραφείο; »

Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά.

«Καλύτερα να το σταματήσεις. Έτσι και αλλιώς αυτή η δουλειά σ’ έφαγε. Εκεί μέσα έπαθες το εγκεφαλικό. Τώρα τι περιμένεις να κερδίσεις;»

Ο μεγαλύτερος άντρας σηκώθηκε κρατώντας πάντα το γεμάτο ποτήρι στα χέρια του. Πήγε μέχρι τον νεροχύτη και άρχισε να το χύνει σιγά σιγά.

«Τίποτα» είπε «δεν περιμένω τίποτα». Γύρισε και ακούμπησε τον γιο του στον ώμο. Έπειτα πήγε και στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας.

Ο γιος του είχε ανοίξει το ψυγείο. Έβγαλε έξω δύο πλαστικά δοχεία και φέτες ψωμιού. Έφτιαξε γρήγορα ένα σάντουιτς και άρχισε να το τρώει. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια.

«Να προσέχεις τη μάνα σου» του είπε και γύρισε να φύγει προς την εξώπορτα.
«Θα την προσέχω, καλύτερα από σένα, μην ανησυχείς» του απάντησε και δάγκωσε την επόμενη μπουκιά του.
«Θα ξαναρθώ μια από αυτές τις μέρες. Γιε μου, άφησε μου ένα ποτήρι γεμάτο με νερό πάνω στο τραπέζι, σε παρακαλώ. Διψάω ακόμα» ακούστηκε η φωνή του λίγο πριν κλείσει η αυλόπορτα.

Ο γιος έκατσε στην καρέκλα που καθόταν πριν ο πατέρας του. Πάνω στην ανοιχτή εφημερίδα ακούμπησε το πιάτο με το σάντουιτς που συνέχισε να τρώει αργά. Έκλεισε τα φώτα και στεκόταν κι αυτός στο σκοτάδι αμίλητος.

Πέρασαν  σαράντα τέσσερα χρόνια και βρέθηκε στο ίδιο σκοτάδι, στην ίδια κουζίνα. Τα ντουλάπια είχαν χάσει το χρώμα τους και οι τοίχοι τις φλούδες τους. Πάνω στα έπιπλα υπήρχαν λευκά σεντόνια μα το τραπέζι ήταν ξεσκέπαστο. Στην μία του άκρη, υπήρχε ένα ποτήρι γεμάτο νερό. Χαμογέλασε. Το πήρε και βγήκε στην αυλή. Το κράτησε στο ύψος των ματιών του για λίγα λεπτά και ύστερα το έχυσε αργά πάνω στο χώμα, μουρμουρίζοντας ένα παλιό τραγούδι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Παντελής Κελεσίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του μεγάλου Αντρέ Κερτέζ.