Σεντά, η πιο γλυκιά ανάμνηση

0
310

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1-3-1024x530.jpg

Μόλις ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί είναι σαν να ανοίγω μια πόρτα που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αμέσως, ένα τεράστιο κύμα σκέψεων με πλημμυρίζει. Είναι τόσο ορμητικό, που δεν μπορώ να αναπνεύσω για λίγο, μέχρι να βρω από κάπου να πιαστώ.

Το αλλόκοτο σωσίβιο μου είναι το ρολόι που πάντα ξενυχτά δίπλα μου. Δείχνει πάντα 06:36. Μα την αλήθεια, από τότε που εγκαταστάθηκα στην Πόλη, κάθε πρωί που ξυπνάω το ρολόι δείχνει 06:36, σαν να με έχει κουρδίσει κάποιο ακαθόριστο Πνεύμα.

Κοιτάζοντας το, το ίδιο έκπληκτος κάθε πρωί, παίρνω μια ανάσα και ανασυγκροτούμαι, για να μην πνιγώ από τις σκέψεις μου. Προσπαθώ να τις βάλω στη σειρά: πρώτα το επικό μου διαζύγιο, δεύτερο η υγεία μου που σιγά σιγά φθίνει, τρίτο το ότι μεγαλώνω, τέταρτο οι φίλοι μου που με ξεχνούν, πέμπτο οι εκκρεμότητες που έχω στο Προξενείο, έκτο οι λοιπές αγγαρείες που έχω να κάνω κατά καιρούς και έβδομο η Σεντά.

Αστείο δεν είναι; Μάλλον κωμικοτραγικό. Γνώρισα τη Σεντά παιδί ακόμα κι από τότε έχει μεσολαβήσει ένας γάμος, μια εφιαλτική αποβολή, ένας χωρισμός, μια καριέρα, πολλές σχέσεις, μια κρίση ηλικίας, μια παραίτηση, μια μετανάστευση και μια ακόμα μεγαλύτερη καριέρα κι όμως. Κάθε πρωί, σκέφτομαι τη Σεντά.

Η Σεντά είναι εκείνη που μου δίνει τη μάσκα οξυγόνου τα πρωινά και μου λέει στο αυτί ψιθυριστά ότι υπάρχει το καλοκαίρι, έτσι όπως το φαντάστηκα μικρός.

~~{}~~

Ήταν απόγευμα Σαββάτου και ήμασταν τόση ώρα κολλημένοι στην Τσιμισκή, που για πολλά χρόνια την αποκαλούσα «η καταραμένη οδός». Ο ταξιτζής έπαιζε το μπεγλέρι του βαριεστημένα και χωρίς ίχνος ντροπής μας έλεγε «αδέρφια, δεν το προλαβαίνετε το τρένο», αλλά ευτυχώς αποδείχθηκε φαφλατάς κι έτσι μπήκαμε στο σταθμό τρέχοντας, όταν σταματήσαμε μπροστά σε αφίσα που έλεγε «Θεσσαλονίκη – Κωνσταντινούπολη: Μια νύχτα δρόμος».

Και τι νύχτα! Η πιο ενθουσιώδης της ζωής μου. Από την ώρα που η μπλε γέφυρα του Έβρου κοκκίνισε, ήμασταν κολλημένοι στο παράθυρο, παρά μόνο όταν μας χτύπησαν την πόρτα της κουκέτας οι αρχές, για να ελέγξουν τα διαβατήριά μας.

Κατά τις 10 παρά το πρωί, φτάσαμε στον Σιρκετζί, τον ιστορικό σταθμό του Όριεντ Εξπρές. Ήταν Ιούνιος όταν μας χτύπησε ο ήλιος της Πόλης και βρεθήκαμε για πρώτη φορά μακριά από οικογένειες, φίλους και αγαπητικές, με την αποστολή να γίνουμε οι επόμενοι πρόξενοι και πρέσβεις, συνετοί απεσταλμένοι του Ελληνικού έθνους και καλοκαιρινοί σπουδαστές.

Πήραμε τη γέφυρα του Γαλατά για να ανεβούμε προς το Πέρα, την πάλαι ποτέ ελληνική συνοικία, όπου είχαμε κλείσει δωμάτιο σε ένα τουρκομπαρόκ ξενοδοχείο, μέχρι να βρούμε ένα σπίτι μέχρι τον Οκτώβρη.

Ερωτεύτηκα την πόλη από την πρώτη στιγμή που βίωσα αυτόν τον οργασμό εικόνων: ψαράδες, γέφυρες, Βόσπορος, παλάτια, φτωχογειτονιές, σαλεπιτζήδες, ανήλικοι πωλητές παντός είδους, γυναίκες και άντρες μια άλλης φτιαξιάς, ουρανοί γεμάτοι γλάρους να πετούν ανάμεσα σε μιναρέδες και καμπαναριά, με την φωνή των ιμάμηδων να καλούν σε προσευχή.

Οι συμμαθητές μας είχαν την ίδια αποστολή και είχαν έρθει από παντού. Γερμανοί, Πορτογάλοι, Κολομβιανοί, Αυστραλέζοι.  Όταν πηγαίναμε όλοι μαζί τσάρκα, ήταν σαν να έκανε παρέα όλος ο κόσμος. Άλλοτε μιλούσαμε Αγγλικά, μερικές φορές Γαλλικά και Ισπανικά και πολλές φορές Τουρκικά αγκομαχώντας, μιας και ήταν η μαθητευόμενη γλώσσα και η γλώσσα του κοινού μέλλοντός μας. Όσο περισσότερο μιλούσαμε σε περαστικούς, ψωνίζαμε και τρώγαμε, τόσο περισσότερο την μαθαίναμε.

~~{}~~

Εκείνη την ημέρα, καθώς περπατούσαμε στην απέραντη λαοθάλασσα του κέντρου και στρίβαμε σε στενά για να ανακαλύπτουμε νέους κόσμους συνεχώς, προσέξαμε άλλο ένα πανέμορφο κτίριο με μια ιδιαίτερη –για εμένα και τον Άρη- επιγραφή. Ζωγράφειο Λύκειο Ελλήνων. Κοιταχτήκαμε και αμέσως χτυπήσαμε την πόρτα.

Εμφανίστηκε ένας μουστακαλής που μας ρώτησε τι θέλαμε και πολύ χαρήκαμε όταν μπορέσαμε να καταλάβουμε και να απαντήσουμε ότι ψάχνουμε κάποιον υπεύθυνο. Δεν καταλάβαμε γρι από ότι μας είπε μετά.

«Τουρκικά μιλάτε;» τον ρώτησα στο τέλος λίγο ενοχλημένος, τόσο καιρό διάβαζα για το τίποτα;

«Είμαι Κούρδος» απάντησε.

Δεν απαντήσαμε φυσικά, τρελοί ήμασταν;

«Εσείς τι είστε;» μας ρώτησε.

«Εμείς Γιουνάν!» του απαντήσαμε και σαν να του είχαμε δείξει διαβατήριο, μας έβαλε στον προθάλαμο μέχρι να φωνάξει τον υπεύθυνο.

Ο κύριος Λουκάς εμφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας, με ανοιχτά τα χέρια έτοιμα για αγκάλιασμα, ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη, μάτια που άστραφταν και άσπρα μαλλιά, ίδιο χρώμα με το μούσι του.

«Καλημέρα, καλημέρα! Ποιοι είστε;»

«Καλημέρα σας, είμαστε σπουδαστές του προξενείου, μπορούμε να δούμε το σχολείο;» απάντησε ο Άρης.

«Φυσικά, τζιέρι μου, το συζητάς; Περάστε, περάστε σαν στο σπίτι σας, από εδώ, πάμε πρώτα στο γραφείο μου!»

Μας άφησε στο γραφείο του για να πάει να μας φέρει κέρασμα και, σαν σκηνή από ταινία, στο κασετόφωνο ακουγόταν Χάρις Αλεξίου.

«Κοίτα φωτογραφίες από Ελλάδα» μου έλεγε ο Άρης καθώς περιεργαζόμασταν το δωμάτιο.

«Κοίτα, σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας!» συνέχισε εκστασιασμένος.

«Η σημαία της ΑΕΚ είναι ρε μαλάκα.»

«Αεκτζής ο κύριος Λουκάς!»

«Σκάσε έρχεται.»

Ο κύριος Λουκάς μας έφερε ζεστό τσάι και γλυκά μπουρέκια με σταφίδα.

Γέννημα θρέμμα Κωνσταντινοπολίτης, είχε πάει στην Ελλάδα μόνο μια φορά, όταν ήταν στην ηλικία μας και θεωρούσε τον εαυτό του ακριβώς αυτό.  Έλληνα της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ο καλοκαιρινός επιστάτης του σχολείου, τεθλιμμένος χήρος από την πιο όμορφη και την πιο καλοσυνάτη Τουρκάλα που είχε γνωρίσει και περήφανος πατέρας της συνέχειας του είναι της. Την είχαν ονομάσει Σεντά. Σεντά Δερμιτζόγλου. Η δική μου Σεντά, που ποτέ δεν έγινε δική μου. Δεν το ήξερα ακόμα αλλά ο κύριος Λουκάς είχε τα μάτια της, ίσως για αυτό να τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Κι ας ήταν αεκτζής.

Μας ξεναγούσε στο σχολείο σαν να μας ξεναγούσε σε μιαν άλλη εποχή, μπορούσαμε σχεδόν να δούμε και να ακούσουμε ορδές μαθητών να περιφέρονται με τη στολή τους από την αίθουσα της χημείας, με τα περίεργα όργανα και τους μετρητές, στην αίθουσα βιολογίας, με τον τεράστιο ανθρώπινο σκελετό. Ακούσαμε το κουδούνι και πήγαμε στον τελευταίο όροφο για το διάλειμμα, με τα πολλά τραπεζάκια που χρησίμευαν και ως σκακιέρες και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε ότι αυτή ήταν η θέα που βλέπανε οι μαθητές όταν ξεκουράζονταν. Άραγε να την είχανε κι αυτοί συνηθίσει, όπως συνηθίζουμε όλα τα ωραία;

Η γέφυρα του Γαλατά και η γέφυρα του Βοσπόρου απλώνονταν μπροστά τους κυριολεκτικά μεγαλοπρεπείς, γέφυρες που ενώνουν πέντε θάλασσες και δυο ηπείρους, το ποτάμι ξεχυνόταν παντού σαν να γεμίζει τα κενά της πόλης, κόσμος και ψηλά τζαμιά μέχρι εκεί που απλωνόταν το μάτι.  Τι αίσθηση να δίνουν όλα αυτά όταν τα βλέπεις κάθε μέρα; Ίσως να ήταν ευτύχημα που δεν συνήθισα τη Σεντά.

~~{}~~

Ο κύριος Λουκάς μας βρήκε φθηνό διαμέρισμα σε ακριβή συνοικία, με συνοπτικές διαδικασίες. Τσιχαγγίρι την έλεγε εκείνος, ήταν η συνοικία Τζιχάνγκιρ, μια κεντρική συνοικία, δίπλα στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Κάθε Κυριακή ακούγαμε και τις καμπάνες και τον ιμάμη και πολλές φορές έξω από το παράθυρό μας καθόντουσαν γλάροι να ξαποστάσουν.

Αφού χρησιμοποιήσαμε το αυτοκίνητό του για μια πιο εύκολη μετακόμιση και αφού μας βοήθησε μέχρι και να ανεβάσουμε τα πράγματά μας στο διαμέρισμα, μάς κάλεσε στο σπίτι του για φαγητό. Θα μαγείρευε γιουβαρλάκια.

Ήμασταν τακτοποιημένοι και πανευτυχείς όταν κατηφορίζαμε προς το σπίτι του. Τα μαθήματα πήγαιναν περίφημα, είχαμε ένα υπέροχο σπίτι, πολύ ενδιαφέροντες συμμαθητές και όλο το καλοκαίρι μπροστά μας για να ανακαλύψουμε όσα περισσότερα γινόταν από μια πόλη που δεν χορταίνεται.

Ο κύριος Λουκάς μας άνοιξε γελαστός και μας παρακάλεσε να αφήσουμε τα παπούτσια μας στην πόρτα.

Και καθώς περιεργαζόμασταν τα χαλιά και τις φωτογραφίες, μπήκε στη σάλα εκείνη. Μελαψή, με μεταξένια μαύρα μαλλιά, ευγενική φυσιογνωμία με έναν λανθάνων ερωτισμό και τα πράσινα, τρυφερά μάτια του κύριου Λουκά, μόνο που ήταν θηλυκά και νεανικά.

«Καλημέρα σας παιδιά» είπε σε άψογα ελληνικά. «Καλώς ήρθατε. Εγώ είμαι η Σεντά.»

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν ο έρωτας είναι μια ιδέα ή μια πράξη. Στη ζωή μου, η Σεντά είναι η ιδέα και η Μαρίνα είναι η πράξη. Παρόλο που έχουν και οι δύο φύγει προ πολλού, είναι καθημερινά μαζί μου, διαβάζουμε μαζί, βλέπουμε ταινίες, τρώμε, κοιμόμαστε όλοι μαζί. Και παρόλο που έχω ζήσει άπειρες ερωτικές σκηνές με τη Μαρίνα, με τη Σεντά δεν μπορώ ούτε να τις φανταστώ. Μην παρεξηγηθώ, έχω φανταστεί ερωτικές σκηνές με κάθε λεπτομέρεια ακόμα και με περαστικές που έχω δει μόνο μια φορά, η φαντασία μου οργιάζει πανεύκολα, από αυτή την άποψη είμαι περήφανο αρσενικό. Αλλά ποτέ δε μπόρεσα να φανταστώ τη Σεντά να κατεβάζει το εσώρουχό της. Όχι, όχι δεν είμαι καθόλου πουριτανός. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Ούτε υποστηρίζω καμία θεωρία που βγάζει τις γυναίκες πόρνες. Τις αγαπώ, ακριβώς όπως είναι, μου αρέσουν ελεύθερες, να τιμάνε τις ορμές τους, ακόμα κι αν δεν κατευθύνονται προς εμένα.

Μήπως τελικά τόσα χρόνια την βλέπω σαν φίλη; Σαν σύντροφο αδερφικό; Σίγουρα όχι. Τέτοιο σκίρτημα, τέτοιο χτυποκάρδι δεν ταιριάζει στην αδερφοσύνη. Είμαι σίγουρος πλέον ότι η σκέψη της Μαρίνας δε με άφησε ποτέ να προχωρήσω με τη Σεντά, ούτε στην πραγματικότητα, ούτε στη φαντασία μου.

Όταν είσαι μικρός και θεωρώντας ότι βρήκες τη γυναίκα της ζωής σου την αρραβωνιάζεσαι με την υπόσχεση να την παντρευτείς αμέσως μετά από εκείνο το ταξίδι που θα σε κάνει αξιότιμο μέλος της κοινωνίας και άξιο σύζυγο, πώς είναι δυνατόν να ερωτεύεσαι ξαφνικά μια άλλη;

Η ανάμνηση της Σεντά είναι βγαλμένη από τα παιδικά μου όνειρα, αλλά είναι συνυφασμένη με τύψεις. Τύψεις που ένιωθα όπως ένιωθα. Τύψεις που σκεφτόμουν ό,τι σκεφτόμουν. Να ποιο είναι το μεγαλύτερο έγκλημά μου.  Μετέτρεψα την γυναίκα μου σε χωροφύλακα που θα με τιμωρούσε αν ήξερε πώς νιώθω και τι σκέφτομαι. Υποσυνείδητα, διαπιστώνω ότι αυτό είναι το σαράκι που έφαγε τη σχέση μας αργά και σταθερά.

Πόσες φορές έχω παίξει στο μυαλό μου το σενάριο που λέω ακριβώς ό,τι νιώθω περήφανα και δυνατά! Και μετά πάντα αρρωσταίνω με τις συνέπειες. Ακούς εκεί, συνέπειες που σκεφτόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε, συνέπειες που τα φέρνει έτσι η ζωή. Και τώρα; Πάλι μόνος να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου αν όντως άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο. Τότε που μπορούσα ακόμα να νιώθω μεγάλες συγκινήσεις. Τότε που αρνήθηκα τη μεγαλύτερη συγκίνηση από όλες.

Οι συναντήσεις μου με τη Σεντά ήταν ξεκάθαρα ερωτικές, αυτό το ήξερε μέχρι και o κύριος Λουκάς που μας έδινε την ευχή του κάθε φορά που πήγαινα να την πάρω, χωρίς να ξέρει φυσικά ότι ήμουν αρραβωνιασμένος.

Πηγαίναμε τσάρκες στην Ασιατική πλευρά, της αγόραζα πασμίνες από τα παζάρια κι εκείνη μου έπαιρνε μπαχάρια που ήταν σίγουρη πως δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Πίναμε τσάι κουρασμένοι δίπλα σε πανάρχαια μνημεία και στα θερινά σινεμά μου αγόραζε μαύρες μπύρες και μου μετέφραζε ό,τι δεν καταλάβαινα. Γελούσε πολύ όταν έκανα λάθη στα τουρκικά και με διόρθωνε, αυτά τα λάθη ποτέ δεν τα ξαναέκανα και όποτε αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ τα συγκεκριμένα σχήματα λόγου, την ξαναθυμάμαι αυτοστιγμεί, λες και δεν την έχω μονίμως στο μυαλό μου.

«Αυτό δε θα άρεσε καθόλου στη Μαρίνα», «τι να έλεγε τώρα η Μαρίνα αν μας έβλεπε» ήταν οι δύο φράσεις που έπρεπε οπωσδήποτε να αμαυρώσουν το πολύχρωμο όνειρό μου.

«Πόση μαγεία έχει το φλερτ όταν τραβάει σε διάρκεια και διαρκώς ενδυναμώνεται;» με ρώτησε η Σεντά εκείνη τη νύχτα δίπλα στα καΐκια. Ήταν ατάκα όχι προμελετημένη, πάνω στις φιλοσοφίες της στιγμής κι όμως, έκοψε τη νύχτα στη μέση, κι εμένα μαζί, που έπρεπε να αποφασίσω αν θα απαντήσω σαν εραστής ή σαν θεωρητικός του έρωτα.

Με κοίταξε, αντιλαμβανόμενη το μέγεθος της πάσας που μου είχε δώσει, σίγουρη ότι δε θα μου δώσει άλλη ξανά για να εκφράσω –επιτέλους- αυτό που τα μάτια μου βροντοφώναζαν αλλά δεν μπορούσε να εμπιστευτεί.

«Μου έχεις λείψει πολύ, ανυπομονώ να σε δω αγάπη μου» μου είχε πει η Μαρίνα στο τηλέφωνο, λίγες ώρες πιο πριν.

«Ο άντρας πρέπει να είναι έντιμος, να τιμάει τα παντελόνια του και τη γυναίκα του» μου είχε πει ο πατέρας μου, λίγα χρόνια πριν.

«Είμαι αρραβωνιασμένος. Τη λένε Μαρίνα» της είπα για να τιμήσω και τις δύο.

~~{}~~

Ακόμα σκέφτομαι τι διαφορετικό θα μπορούσα να έχω πει, πόσο διαφορετική τροπή θα είχαν πάρει τα πράγματα αν δεν είχα ακούσει τη φωνή κανενός, παρά μόνο της δική μου.

Μεσήλικας πλέον, χωρίς εξάρσεις κι ενθουσιασμό, ελεύθερος από τα λόγια και φορτωμένος με ένα σωρό πράξεις, σωστές και λάθος, φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα την δω, σε κάποια λεωφόρο, σε κάποιο μαχαλά και θα σταθεί να με κοιτάζει μες στο πλήθος με το ίδιο εκείνο ύφος που με κοίταζε πριν της δώσω την απάντηση, με τον ίδιο ερωτισμό και προσμονή, με την ίδια περήφανη θηλυκότητα.

Κι εγώ, θα την πλησιάσω αργά με ένα βλέμμα όλο υποσχέσεις σίγουρες πως αυτή τη φορά θα συμβούν, θα της φιλήσω το χέρι σαν να είναι ιερό φυλακτό, θα την πιάσω αγκαζέ και θα περπατήσουμε μαζί για όπου μας βγάλει, και κάθε δευτερόλεπτο θα είναι ακόμα πιο συναρπαστικό από το προηγούμενο, και χωρίς να συζητήσουμε το παρελθόν, θα συνεχίσουμε τη ζωή ακριβώς από εκεί που την αφήσαμε και όσα ποτέ δεν μπόρεσα να φανταστώ θα είναι ακόμα πιο συγκινητικά από όσα έχω ήδη ζήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Νέλλη Σωτηρίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής