«Και πού κάθεται τώρα, θεία Κατίνα;»·
Θεία τη φωνάζαμε κι ας μην ξέραμε ακριβώς τι συγγένεια είχαμε. Από τότε που πέθανε ο παππούς συγκατοικούσε με τη γιαγιά κι αυτό μας έφτανε. Πατημένα ενενήντα η Κατίνα, ξεριζωμένη κι εκείνη από την Πόλη, ολότελα τυφλή πλέον, ανήμπορη, με τη βοήθεια της γιαγιάς πήγαινε από το κρεβάτι στην πολυθρόνα της και πάλι πίσω το βράδυ.
Μυαλό όμως ξυράφι ή έτσι πιστεύαμε ως τότε. Από τον καιρό που καθηλώθηκε σπίτι και σταμάτησε να βλέπει την αδελφική της φίλη τη Νίτσα, επίσης Πολίτισσα, επίσης καθηλωμένη πια σε άλλο σπίτι, φοβόμασταν πως το τέλος πλησίαζε. Και πάντα μας ήταν τόσο συμπαθής και γλυκιά που τα απογεύματα μετά το παιχνίδι πηγαίναμε να τη δούμε.
«Να εκεί, δίπλα στον Γιωργάκη» είπε και τέντωσε αργά το παραμορφωμένο της δάχτυλο. Τα μάτια της ανοιχτό γαλάζιο, κενό γαλάζιο, κεφάλι ελαφρώς γερμένο πίσω, λευκό δέρμα, λευκά μαλλιά.
Εμείς τρία ξαδέρφια, 7, 8 και 11 χρονών. Ο Γιωργάκης, ο μικρότερος, φαινόταν να είναι η συμπάθειά της.
«Πάλι δίπλα στον Γιώργο κάθεται ρε θεία; Εμείς τίποτα;» ο Τάσος, ο μεσαίος, πάντα γκρίνιαζε λίγο παραπάνω, αλλά τουλάχιστον δεν την κορόιδευε όπως ο Γιώργος που, ορθολογιστής από τότε, δεν πίστευε λέξη από όσα έλεγε η Κατίνα.
«Θεία, τώρα που έχουμε βύσμα για τα θεία, πες και καμιά καλή κουβέντα εσύ που τα βλέπεις ε; Ποιος είναι τώρα δίπλα μου; Ο Άγιος Γεώργιος;»
«Έννοια σου και θα πω βρε» απαντούσε χαριτολογώντας εκείνη.
Ο πιο φοβητσιάρης ήμουν εγώ, κι απέφευγα να μιλήσω. Αν η Κατίνα έλεγε αλήθεια; Αν όντως, εκείνη τη στιγμή, κάποιος καθόταν δίπλα στον Γιωργάκη; Κάποιος που εμείς δεν βλέπαμε; Θα μου πεις, τον έβλεπε η τυφλή;
Ως μεγαλύτερος προσπαθούσα να καταλάβω με ποια από τα μάτια που της είχαν απομείνει θα μπορούσε να δει: με αυτά της φαντασίας ή με εκείνα της ψυχής;
«Εσύ θα γίνεις επιστήμονας» μου έλεγε πάντοτε, ίσως γιατί καταλάβαινε την προσπάθεια μου να αναλύσω, ώστε τελικά να εκλογικεύσω, όσα φοβάμαι.
«Και πώς είναι θεία αυτός που κάθεται δίπλα μου;» επέμεινε ο Γιώργος.
«Όπως πάντα γιαβρί μου. Φοράει ένα μαύρο καπέλο». Γελάσαμε.
«Ίσως επειδή είναι καλοκαίρι» πετάχτηκε ο Τάσος.
«Μη την κοροϊδεύετε ρε» είπα αλλά γελούσα κι εγώ.
Εκείνη σοβαρή μα πάντα προσιτή συνέχισε: «Έρχεται κάθε μέρα και μιλάμε. Με το μαύρο του καπέλο, πότε κάθεται εδώ δίπλα μου, πότε εκεί απέναντι στον καναπέ, πότε δίπλα στην τηλεόραση».
«Η γιαγιά τον έχει δει ποτέ;» ρώτησε ο Τάσος, ενώ η πιο ρεαλιστική απορία θα ήταν «αφού εσύ είσαι τυφλή πώς τον βλέπεις;»
«Μπα», αποκρίθηκε εκείνη.
«Θεία Κατίνα, αν δεν είναι τρομακτικός πες του να μας κάνει κανένα θαύμα, να γίνουμε πλούσιοι» επέμεινε ο Γιωργάκης.
Περνούσαν οι μέρες και ο άνδρας με το μαύρο καπέλο μονοπωλούσε το ενδιαφέρον μας γύρω από την Κατίνα.
«Την Κυριακή θα πεθάνω» άρχισε να λέει εκείνη.
«Σου το είπε εκείνος;» ρωτούσαμε, αλλά δεν παίρναμε απάντηση.
Περνούσαν οι βδομάδες, οι Κυριακές, και δεν πέθαινε. Φρούδες οι ελπίδες του Γιωργάκη να μάθουμε από αυτόν τα νούμερα του ΛΟΤΤΟ· ο αόρατος άνδρας με το μαύρο καπέλο αποδεικνυόταν αναξιόπιστος.
Άρχισε να ζητάει τη Νίτσα.
«Θα πεθάνω βρε την Κυριακή, φέρτε τη φίλη μου να τη δω μια τελευταία φορά».
Μάταια. Ήταν αδύνατη η επικοινωνία τους ακόμα και από το τηλέφωνο πια, αφού η Νίτσα τα είχε χάσει εντελώς και δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Η Κατίνα από την άλλη, αν εξαιρέσεις τον «φανταστικό της φίλο» όπως τον έλεγε ο Τάσος, μια χαρά τα είχε τα λογικά της.
Ο Γιώργος συνέχιζε να γελάει κι εγώ ανατριχιάζοντας άλλαζα θέση στο μικρό σαλόνι, αν τύχαινε και ο τύπος με το μαύρο καπέλο καθόταν -σύμφωνα με την Κατίνα πάντα- κάπου κοντά μου.
Ώσπου η Νίτσα πέθανε. Η γιαγιά ενημερώθηκε και οι μεγάλοι αποφάσισαν από κοινού να μην πουν κάτι στην Κατίνα και την στενοχωρήσουν στην ηλικία της, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε και άλλος τρόπος να το μάθει. Κρατήσαμε καλά το μυστικό και την ημέρα της κηδείας, η γιαγιά με την πρόφαση ότι πάει να ψωνίσει κάτι, άφησε την Κατίνα για λίγο μόνη στο σπίτι, ίσα για να έρθει να αποχαιρετήσει στα γρήγορα τη Νίτσα. Είχαμε όλοι το νου μας να γυρίσουμε, αφού η καημένη η Κατίνα ούτε τηλέφωνο δε θα μπορούσε να πάρει σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι.
Όταν άνοιξε η γιαγιά την πόρτα τη βρήκαμε να κάθεται ήρεμη στην πολυθρόνα της. Από ένστικτο θέλαμε κι εμείς να την δούμε.
«Κατίνα χαρούμενη σε βλέπω» της φώναξε η γιαγιά και πήγε προς την κουζίνα. Εμείς πήγαμε στο σαλονάκι της.
«Χαρούμενη είμαι. Είδα επιτέλους τη φίλη μου τη Νίτσα».
Απόλυτη σιωπή. Η γιαγιά ήρθε στο σαλόνι δακρυσμένη.
«Τι εννοείς;» της είπα απαλά.
Η Κατίνα χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που μου φάνηκε γλυκόπικρο.
«Ήρθε ο κύριος με το μαύρο καπέλο κι αυτή τη φορά είχε μαζί του τη Νίτσα. Μου είπαν να ετοιμάσω τα πράγματά μου γιατί την Κυριακή θα πάμε λέει ταξιδάκι όλοι μαζί».
Κοιταχτήκαμε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό, που δεν μας είπε πως θα πεθάνει την Κυριακή, αλλά πως θα πάει ταξίδι. Και πήγε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, όσο κι αν θυμόμαστε που και που την Κατίνα, δεν αναφέρει ποτέ κανείς τον άντρα με το μαύρο καπέλο. Ίσως γιατί μεγαλώσαμε, ίσως γιατί σχεδόν 40 χρόνια μετά πέρασε στη σφαίρα του μύθου για εμάς, ίσως γιατί απλά σταμάτησε να μας φαίνεται αστείο. Ο μόνος λόγος που επαναφέρω τη σκοτεινή, μυστηριώδη αυτή φιγούρα είναι γιατί τη στιγμή αυτή κάθεται αμίλητη, με το ψηλό μαύρο καπέλο, στην πολυθρόνα απέναντί μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Ηλίας Παπάζογλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ηλίας Παπάζογλου:
“Θέλω να πω (δεν το ανέφερα νωρίτερα για να μην επηρεάσω την ανάγνωση) πως η ιστορία αυτή, με εξαίρεση την τελευταία παράγραφο, είναι πραγματική και την παραθέτω όπως την έζησα και όπως τη θυμάμαι, έχοντας πειράξει ουσιαστικά ασήμαντες λεπτομέρειες. Σκόπιμα κράτησα τα πραγματικά ονόματα των ηρώων, κάποιοι εκ των οποίων ζουν ακόμα για να την επιβεβαιώσουν.