Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για εμάς, γιατί όσο υπάρχουμε δεν υπάρχει, κι όταν υπάρχει αυτός δεν υπάρχουμε εμείς. Έτσι έλεγε ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Επίκουρος. Τα λόγια του μου αποτυπώθηκαν από την ημέρα που τα διάβασα για πρώτη φορά, εκεί λίγο πριν από τα είκοσι μου χρόνια, και με οδήγησαν μέχρι την ημέρα που πέθανα, λίγο μετά τα σαράντα μου. Χθες δηλαδή.
Να όμως που τώρα είμαι εδώ, εδώ και μια μέρα νεκρός, όμως υπάρχω ακόμη. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω μόλις με στείλουν από την άλλη πλευρά, είναι να πάω να βρω αυτόν τον μαλάκα Έλληνα φιλόσοφο, και να του δώσω μια γερή κλωτσιά στα αρχίδια να δει το Χριστό Αλλάχ.
Κηδεία σήμερα λοιπόν. Πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει κανένας τράγος να μας τα ζαλίσει άσκοπα με το κήρυγμα του. Δική μου επιλογή ήταν αυτό και δεν μπορώ να πω η Βίκη τη σεβάστηκε. Βέβαια δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, ακόμα και να ήθελε.
Ξέρει πολύ καλά πως θα ήμουν ικανός να αναστηθώ μόνο και μόνο για να πιάσω τον παπά απ’ τα μούσια, και όχι από τα αρχίδια, και να του τα ξεριζώσω. Μέσα σε όλα τα προβλήματα της μόνο αυτό της έλειπε, να την κάνω ρεζίλι ακόμη και στην κηδεία. Άσε που είναι και στεναχωρημένη, μέρα που είναι σήμερα.
Θα μου πείτε τώρα, μα καλά δεν φοβάσαι μην πας στην κόλαση και μιλάς έτσι; Όχι ρε μαλάκες δεν φοβάμαι. Έζησα όλη μου τη ζωή, έστω και κολοβή, ανάμεσά σας. Πόσο χειρότερα μπορεί να είναι στην κόλαση;
Ξαπλωμένος εδώ στο φέρετρο είμαι αναπαυτικά, δεν λέω. Φρεσκοξυρισμένα τα μάγουλα μου ευωδιάζουν κολόνια Μυρτώ και φοράω και το κυριακάτικο κοστούμι μου. Η Βίκη με φρόντισε. Μη φτάσω στην άλλη πλευρά σαν λέσι και με περάσουν για κανέναν άξεστο χωριάτη. Τι να κάνουμε, στην εποχή μας το ρούχο κάνει το παπί.
Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ένα σωρό γνωστά πρόσωπα, οι περισσότεροι με κόκκινες μύτες και κόκκινα μάτια. Από τις κόκες και από τα ξίδια που ρούφηξαν χθες το βράδυ θα είναι σίγουρα.
Στο βάθος βλέπω τον γείτονα μου, έναν γαμώσπιτο κωλόγερο, τον μπάρμπα – Τηλέμαχο. Δεν με χώνεψε και δεν τον χώνεψα ποτέ. Τόσα χρόνια βριζόμαστε για την παραμικρή μαλακία. Σιγά μην έχανε την ευκαιρία να με θάψει.
Παραπέρα αυτή η κοκόνα,η κυρά- Γιαννούλα με το μπακάλικο. Δυο κάσες μπίρες, ένα μπουκάλι πέρδικα και τρία πακέτα καπνό Golden Virginia κίτρινο την εβδομάδα. Χώρια όλα τα άλλα, γαριδάκια, τσίχλες, εφημερίδες και λοιπά και λοιπά. Πώς να μην με αγαπάει και να μην κλαίει στην κηδεία μου; Πάω στοίχημα ότι θα δηλώσει τον θάνατο μου στην φορολογική της δήλωση φέτος.
Ορίστε ήρθαν και οι κολλητοί μου φίλοι. Αυτοί με αγαπάνε και τους αγαπώ, ανιδιοτελώς που λένε. Υποχρεωτικά θα με κουβαλήσουν αυτοί στο τελευταίο μου σπίτι -τι σπίτι δηλαδή, μια τρύπα είναι μην φανταστείτε.
Μπροστά στην δεξιά πλευρά θέλω τον Άκη. Θα μου λείψει πολύ ο Ακούλης. Άνθρωπος με μπέσα που τον εμπιστευόμουν πάντα. Ό,τι και να είναι αυτό που χρειάζεσαι, είτε είναι υλικό είτε πνευματικό, ο Άκης είναι πάντα εκεί και πάντα έχει. Αρκεί να μην δει μουνί ο μαλάκας. Τις ρουφάει τις γκόμενες όπως τις κόκες με το καλαμάκι ο πούστης. Μέχρι να γυρίσεις το κεφάλι σου την έχει καμακώσει και έχει εξαφανιστεί χωρίς να τον πάρει πρέφα κανένας. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα εμφανιστεί καμία μπάνικη χήρα εκεί στα νεκροταφεία να εξαφανιστεί ο Άκης σαν το Roadrunner και να πάω στον τάφο μονόμπαντα.
Πίσω αριστερά θα πάει ο Νώντας να κρατάει τα μπόσικα. Ο περφόμερ όπως τον αποκαλώ χαϊδευτικά. Δεν τον κοροϊδεύω, είναι καλλιτεχνάρα ο άνθρωπος. Δεν τον βάζω στην ίδια πλευρά με τον Άκη γιατί είναι κουτσομπόληδες και οι δυο. Ο Νώντας λοιπόν είναι και γαμώ τα παιδιά. Βλάχος με τα όλα του. Κάθε σαββατοκύριακο που τον ψάχνουμε αυτός είναι στο χωριό του και ψήνει προβατίνα. Είμαι σίγουρος πως άμα μπορούσε εκεί στα νεκροταφεία που έχει και ωραία φύση και του θυμίζει το χωριό, δυο σούβλες θα τις έβαζα για πλάκα.
Δίπλα του στη δεξιά πλευρά θα πάει ο άλλος βλάχος, ο Βασίλης. Βλάχος στο επίθετο. Μορφονιός από τους λίγους. Γυμναστής με μια αποτυχημένη καριέρα ποδοσφαιριστή ήδη στο βιογραφικό του. Δεν του έλειπε το ταλέντο αλλά είναι μεγάλη ρουφήχτρα και αυτός. Ό,τι πίνεται το πίνει. Δουλεύει μπάρμαν πέντε νύχτες την εβδομάδα και από αυτές με το ζόρι να θυμάται τις δυο. Γι’ αυτό δεν κουράζεται.
Τελευταίος και καλύτερος ο Θανάσης. Ο μόνος δεξιός που έχω κάνει παρέα στην ζωή μου. Θα τον βάλω μπροστά κι αριστερά, έτσι για να του σκαρώσω μια τελευταία φάρσα. Αυτουνού τα μάτια δεν είναι κόκκινα απ’ αυτά που ήπιε χθες. Είναι απ’ αυτά που ήπιε σήμερα. Κάθε φορά που πάει στην τουαλέτα κάνει τουλάχιστον δέκα λεπτά. Ε, δεν μπορεί να χέζει δέκα φορές την ημέρα. Είμαι σίγουρος ότι άμα μπορούσε θα έστρωνε μια μεγάλη μυτιά τώρα εδώ πάνω στο φέρετρο μου. Θέλεις κι εσύ μια να στανιάρεις, θα μου έλεγε, μου φαίνεσαι λίγο χλωμός σήμερα.
Όλοι οι φίλοι μου είναι κλαμένοι και τα δάκρυα τους είναι αληθινά. Με αγαπούσαν κι ας μην κατάλαβαν ποτέ ποιος ακριβώς είμαι. Μόνο η Βίκη το κατάλαβε αυτό, οφείλω να της το παραδεχτώ.
Ωχ όχι! Να κι η η Όλγα μου, η μικρή μου φραουλίτσα. Το πουλάκι μου το όμορφο. Γι’ αυτήν θα είμαι πάντα ο άντρας που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον μαλάκα που θα γνωρίσει. Αμάν, ρε Βίκη! Το μικρό μου κοριτσάκι δεν ήθελα να με δει έτσι. Αναρωτιέμαι τι κάνεις. Μην κλαις πουλάκι μου, ο μπαμπάς σ’ αγαπάει και θα σε αγαπάει πάντα.
Όμως τι γίνεται τώρα, ζαλίζομαι; Μήπως παθαίνω κρίση πάλι; Ούτε νεκρός δεν θα ησυχάσω από αυτά. Όχι τίποτα δεν έπαθα, απλά ξεκινήσαμε. Με σήκωσαν, πάμε να ξεμπερδεύουμε. Έχουν και δουλειές να κάνουν οι άνθρωποι, λες κι εγώ δεν είχα δουλειές. Αλλά με ρώτησε κανένας, όχι δεν με ρώτησε.
Ωραία είναι εδώ πάνω, μ’ αρέσει. Ωραίο είναι να σε κουβαλάνε, τόσο που άμα το ήξερα θα είχα προσποιηθεί πως πέθανα κάνα δυο φορές ακόμη. Αυτός που σκέφτηκε ότι τον νεκρό πρέπει να τον σηκώσουν και να τον κουβαλήσουν ήταν ιδιοφυΐα. Ήξερε ο μαλάκας ο Ξέρξης τι έκανε όταν ήρθε να πάρει την πουτάνα την Ελλάδα. Σηκωτό τον έφεραν από την Περσία. Τι, μαλάκας ήταν να περπατάει; Όπα. τι γίνεται τώρα πάλι; Α ναι. Φτάσαμε και με κατεβάζουν. Πω, τι κλειστοφοβικά που είναι εδώ πέρα μέσα, και τι αστείοι που φαίνονται όλοι, όπως γέρνουν από πάνω για να με κοιτάξουν.
Ποιος είναι αυτός που αγκαλιάζει τη Βίκη μου; Μείνε μακριά από την γυναίκα μου, ρε ερπετό. Ακόμα ζεστός είμαι, καλά δεν ντρέπεται; Μην την ακουμπάς, ρε ξεφτίλα, με ακούς; Δεν με ακούει, ρε τι έχω πάθει πεθαμένος άνθρωπος. Θέλω να σηκωθώ πάνω και να του χώσω ένα μπουκέτο, να μετρήσει τα σάπια του δόντια. Κοίτα- κοίτα μούτρα ο γύπας! Άσε ήσυχα την γυναίκα μου ρε καραγκιόζη. Αλήθεια δεν μπορώ να το βλέπω αυτό, θα βρικολακιάσω απ’ τα νεύρα.
Ωχ, γιατί σκοτείνιασε ξαφνικά; Ποιος έκλεισε την πόρτα ρε παιδιά, ανοίξτε να βλέπω. Ακούτε ρε;;; Ανοίξτε τώρα αμέσως, δεν είμαι έτοιμος ακόμη σας λέω. Τι ‘ν’ αυτό που ακούγεται, χτυπάει κάποιος; Όχι δεν χτυπάει, είναι ο ήχος από το χώμα που πέφτει φτυαριά- φτυαριά πάνω στο φέρετρο. Είναι ο πιο φρικιαστικός ήχος που έχω ακούσει ποτέ. Τώρα κατάλαβα πως έχω πεθάνει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Ηρακλής Love Affair, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Ρόμπερτ Φρανκ, από το εμβληματικό The Americans. Άντρες που περιμένουν σε κηδεία, έξω από την εκκλησία.