4.2.2007
Σήμερα κηδέψαμε το Σκότι. Πάει, τελείωσε. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Αρνούμαι. Κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσω, θα τελειώσει, θα τρίψω τα μάτια, θα ανακουφιστώ και θα με πιάσουν τα γέλια. Προχθές του μίλησα στο τηλέφωνο. Πάλι πιωμένος ήταν. Θα μου πεις πότε δεν ήταν πιωμένος ο Σκότι; Έτσι τον γνωρίσαμε, έτσι τον αποχαιρετήσαμε. Κι από πότε αυτό τον εμπόδισε να είναι ό,τι ήταν; Φίλος, αδερφός, η ψυχή του γκρουπ, που μαζί ξεκινήσαμε.
Τι στο διάολο γεννιόμαστε και σε μια στιγμή χανόμαστε; Ο μικρός ήταν απαρηγόρητος. Είμαι μουδιασμένος. Δεν μπορώ ν’ αγγίξω την κιθάρα. Δε θέλω να σκέφτομαι, δε θέλω να είμαι. Ό,τι είμαι. Φοβάμαι.
*
6.2.2007
Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Σκότι. Η μάνα του μας έδειξε τα πράγματά του, μας είπε να πάρουμε ό,τι θέλουμε. Θα το ήθελε κι ο Σκότι, είπε. Μια κάποια συνέχεια, ίσως. Πήραμε τις μπλούζες του. Κλαίγαμε σα μωρά. Ο μικρός πήρε και τα χαϊμαλιά του, τα φόρεσε αμέσως. Εγώ πήρα το σκαραβαίο. Τον είχε φέρει από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο και το ‘χε πάντα πάνω του. Μας έλεγε ότι είναι μαγικός και ‘μεις τον κράζαμε. Πού ήταν ο σκαραβαίος του όταν πνιγόταν απ’ τα ίδια του τα ξερατά στ’ αυτοκίνητο;
Τον κοιτάζω, μικρό, ξύλινο τοτέμ. Τον κρατάω και νιώθω το Σκότι τριγύρω, παρουσία αντιληπτή, αλλά αόρατη. Ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει τι θα γίνει με τη μπάντα. Κανείς μας δε θέλει να παίξει ακόμα, κι ας έχουμε έτοιμο υλικό. Η κιθάρα μου είναι παροπλισμένη στη θήκη της. Πρώτη φορά σε δέκα χρόνια δεν την έχω ακουμπήσει, μέρες τώρα. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο να κάνω. Οπότε; Tώρα τι κάνουμε;
*
20.3.2007
Πάνε μέρες που έχω να γράψω. Σόρι. Ξεκινήσαμε πρόβες. Η μάνα του Σκότι μας ενθάρρυνε. Μας είπε ότι ο γιος της θα πικραινόταν πιο πολύ απ’ όλους αν παρατούσαμε τη μπάντα. Μας είπε ότι μας βλέπει και μας καμαρώνει και τέτοια κουλά. Δεν ξέρω αν τα πιστεύω, αν και μ’ αρέσει να το σκέφτομαι έτσι. Μας συγκίνησε όλους. Αρχίσαμε να παίζουμε πάλι στο γκαράζ. Ψάχνουμε νέο τραγουδιστή. Όχι ότι θα αναπληρώσει τη φωνάρα ή την ενέργεια του Σκότι. Κάτι άλλο θα’ ναι, κάποιος απλά θα κουμπώσει με το ύφος μας.
Α, δε σου ‘πα. Το σκαραβαίο τον κουβαλάω μαζί μου από ‘κεινη τη μέρα συνέχεια. Κάπως σα να νιώθω το Σκότι κοντά μου. Μ’ αρέσει να τον έχω στην τσέπη μου, όταν παίζω. Παίρνουν φωτιά τα χέρια μου και δεν κάνω λάθη. Μαγείες κι αηδίες, θα μου πεις, και συμφωνώ. Ο μικρός με ρώτησε προχθές και του το ‘πα. Γέλασε. Τι ανάγκη έχει αυτός, από μωρό ταλεντάρα, η κιθάρα είναι προέκταση των δαχτύλων του. Τώρα μου φαίνεται πως με θαυμάζει κι αυτός.
*
30.4.2007
Βρήκαμε νέο τραγουδιστή. Άλλο ηχόχρωμα, με γρέζι. Καλή παρουσία. Στη δοκιμή είχε τρακ. Μου ‘χαν κοπεί κι εμένα τα πόδια. Σκότι, συγγνώμη. Φίλε θα το ‘θελες, έτσι δεν είναι; Σε σεβάστηκε, δε σε μιμήθηκε, σε θαύμαζε. Θα συνεχίσουμε για ‘σένα, για όλους μας. Μπήκαμε στο στούντιο, ηχογραφούμε το υλικό. Είμαι δυο μέρες άυπνος, είχα έμπνευση. Έγραψα τρία νέα κομμάτια! Άρεσαν σε όλους, θα μπουν στο άλμπουμ. Το μαραφέτι σου δουλεύει τελικά; Mπούρδες, λέω, ξέρω ‘γω, μα δε με νοιάζει κι όλας.
Μου λείπεις. Στην υγειά σου. Χα χα. Το νέο άλμπουμ είναι όλο για ‘σένα. Στείλε κάνα σινιάλο να μου πεις πως σ’ αρέσει, τι λες; M’ ακούς, γαμώτο;
*
Εσύ τους είπες να με πετάξουν έξω σήμερα; Τα δικά σου τα ξέχασες ρε; Για ποιόν νομίζεις πίνω; Για το γαμημένο το θάνατο; Να πάτε να πνιγείτε ρε, όλοι σας. Ξέχασα, εσύ το ‘κανες ήδη. Ξερνάω τη ζωή μου και τους περιορισμούς σας. Πέταξα το ξύλινο μαμούνι σου στα σκουπίδια. Δεν το ‘χω ανάγκη, δε σ’ έχω ανάγκη, φεύγα, παράτα με. Καλή κόλαση, μαλάκα.
*
4.1.2008
Πάει ο παλιοχρόνος. Χα χα. Καλή χρονιά, λοιπόν. Πήρα ρεπό. Απ’ όλα. Από ‘μένα. Δεν ξέρω πού το απευθύνω τ’ αποψινό. Διακόψαμε τις ηχογραφήσεις προς το παρόν. Κατέρρευσα, ο μικρός ήταν ανένδοτος και συμφώνησαν κι οι άλλοι. Το μούδιασμα έγινε ανυπόφορο. Ίσως ήλπιζα το πιώμα να με φέρει πιο κοντά του. Να τον νιώσω, να κοροϊδέψω το χάρο. Έτσι δε νόμιζε πως έκανε κι αυτός; Κι απ’ την άλλη αυτή η καταραμένη ενέργεια δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Και ξεπετάγονταν από ‘μέσα μου μουσικά σχήματα και μου έβγαινε το ένα κομμάτι μετά τ’ άλλο. Και δεν το πίστευα ούτε ο ίδιος. Δουλεύαμε ώρες ατελείωτες και γινόμουν κουρέλι. Κατόπιν στουπί γιατί φοβόμουν τη σιωπή.
Έι, Σκότι. Συγγνώμη που σ’ έβρισα. Δεν το εννοούσα. Επέστρεψα το σκαραβαίο στο παιδικό σου δωμάτιο. Αλλά φαντάζομαι το ξέρεις αυτό ήδη, όχι; Είχες δίκιο. Σου δίνει φτερά, μα χάνεις και τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Στο Κέντρο ξαναβρίσκω τα πατήματά μου. Ζορίζομαι. Τα βράδια μασουλάω καραμέλες, το κεφάλι μου διαλύεται και αδειάζω στις λεκάνες. Θα συνέλθω. Όταν σου ξαναγράψω θα ‘χω γυρίσει στο στούντιο. Θα σου γράψω πότε θα κυκλοφορήσει ο δίσκος. Λέμε να τον πούμε «Μη φοβάσαι το ΣκοτΆδη», στη μνήμη σου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα.