Νύχτα στην εξοχή. Μια αποθήκη αχνοφαίνεται στην κατηφοριά τού λόφου. Νύχτα χωρίς φεγγάρι κι ο τόπος δε φωτίζεται παρά μόνο απ’ το λιγοστό φως που ’ρχεται απ’ τα μικρά παράθυρα της αποθήκης. Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Όλα τα ζώα της νύχτας έχουν μείνει ακίνητα και σιωπηλά ν’ αφουγκραστούν.
Στο μισοσκόταδο, ανάμεσα στα ψηλά, ξερά χορτάρια, μια νεαρή γυναίκα ντυμένη μ’ ένα χιτώνα από λινάτσα κουβαλάει έναν άντρα. Κατηφορίζουν τον λόφο. Τον στηρίζει απ’ τη μέση κι αυτός έχει περασμένο το χέρι του στον ώμο της. Ο άντρας είναι πληγωμένος, δεν μπορεί καλά-καλά να περπατήσει. Αυτή ψάχνει να βρει ένα μέρος να τον αποθέσει για να τον φροντίσει. Προχωράει προς την αποθήκη.
Πλησιάζουν και βλέπουν τη μικρή πόρτα. Μπαίνουν και προχωρούν, πάλι σε μισοσκόταδο. Κανείς δεν καταλαβαίνει από πού έρχεται αυτό το λιγοστό φως. Η γυναίκα βλέπει πως η αποθήκη είναι τεράστια. Είναι όλη άσπρη, κάτασπρη, γυαλιστερή και παρόλο το μισοσκόταδο, το άσπρο είναι εκτυφλωτικό. Στην ευθεία μπροστά τους η γυναίκα διακρίνει ένα χώρο σαν αβαθή πισίνα. Κι αυτή άσπρη, λεία και γυαλιστερή. Εκεί αποφασίζει να ξαπλώσει τον άντρα.
Ο άντρας είναι ο πατέρας της. Έχει μισόκλειστα τα μάτια του και καταφέρνει με τη βοήθειά της να ξαπλώσει στην πισίνα. Η κόρη τον υποστηρίζει, τον κρατάει και προσπαθεί να τον ανακουφίσει. Έχει ένα πανί για να του σφουγγίζει το πρόσωπο. Δεν έχει όμως τρόπο να σταματήσει το αίμα απ’ τις πληγές του. Ο άντρας είναι ντυμένος μ’ ένα μπλουτζίν, γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, ξυπόλυτος και φοράει ένα καπέλο σαν του Ιντιάνα Τζόουνς. Το πρόσωπό του μοιάζει με του Ιντιάνα Τζόουνς. Μάλλον είναι το πρόσωπο του Χάρισον Φορντ, έτσι όπως τον ξέρουμε απ’ τις ταινίες. Η γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι η μορφή τού πατέρα της έχει το πρόσωπο του Ιντιάνα Τζόουνς/Χάρισον Φορντ. Αυτό όμως δεν της κάνει καμιά εντύπωση. Εξακολουθεί τη δουλειά. Ξέρει πως αυτός είναι ο πατέρας της.
Ξαφνικά ανάβει κάποιο φως. Απέναντι απ’ την πισίνα διακρίνεται υπερυψωμένο σ’ ένα βάθρο ένα τεράστιο στενόμακρο τραπέζι κι αυτό γυαλιστερό άσπρο. Πάνω απ’ το τραπέζι είναι που άναψε το φως. Τρία-τέσσερα κρεμαστά βιομηχανικά μονόφωτα με λευκούς γλόμπους και τσίγκινα καπέλα κάνουν ακόμα πιο έντονο το φως που πέφτει πάνω στο τραπέζι.
Τώρα η γυναίκα βλέπει τα τρία πρόσωπα που κάθονται πίσω απ’ το τραπέζι. Το φως τούς περιχύνει και κάνει την όψη τους λίγο παράξενη. Στ’ αριστερά είναι ο άντρας με τα μακριά σγουρά μαλλιά ντυμένος μ’ ένα πολύ κομψό λευκό κοστούμι. Στο κέντρο η σαραντάρα γυναίκα με τα ίσια μακριά καστανά μαλλιά κι ένα μακρύ λευκό ανάλαφρο φόρεμα κι αυτή ξυπόλητη. Και δεξιά η μικρή κοπέλα με τα κοντά καστανά μαλλιά και το παιδικό λευκό φουστάνι. Όλοι είναι πάρα πολύ όμορφοι. Η γυναίκα στην πισίνα τούς βλέπει και καταλαβαίνει ότι στο τραπέζι κάθονται η μητέρα της, ο αδερφός της κι η αδερφή της.
Κανένας δεν μιλάει, αλλά η γυναίκα στην πισίνα αντιλαμβάνεται ότι όλοι αυτοί στο τραπέζι είναι το δικαστήριο. Έχουν έρθει να δικάσουν τον πατέρα της. Η ώρα περνάει, ο πληγωμένος είναι σε δύσκολη κατάσταση, η γυναίκα τον φροντίζει όσο μπορεί. Ξαφνικά, και πάλι χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ψίθυρος, η γυναίκα ξέρει ότι η απόφαση του δικαστηρίου έχει παρθεί. Καταδίκη σε θάνατο.
Σ’ ένα λεπτό βλέπει τον αδερφό που κατεβαίνει προς το μέρος της και της προσφέρει το όπλο του θανάτου. Ένα πράσινο καλώδιο. Της υποβάλει ότι αυτή η ίδια είναι ο εκτελεστής τής θανατικής καταδίκης. Με το πράσινο καλώδιο η γυναίκα θα πρέπει να στραγγαλίσει τον πατέρα της. Η γυναίκα μένει μετέωρη. Ένα πέπλο σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια της. Ανέκφραστος πόνος τής διαλύει τα μέλη. Δεν μπορεί να το κάνει. Δεν μπορεί να τον στραγγαλίσει. Αυτή που τώρα βρήκε τον πατέρα της; Αυτή που τώρα έσωσε τον πατέρα της; Αυτή που τον βρήκε πληγωμένο και τον πήγε εκεί να τον γιατροπορέψει; Αυτή που δεν έχει άλλη έννοια παρά μόνο τον πατέρα της; Πώς τώρα θα τον σκοτώσει; Και θα τον σκοτώσει με τέτοιο τρόπο;
Η απόφαση όμως είναι ειλημμένη από όλους κι αυτή πρέπει να υπακούσει. Δεν ξέρει γιατί, αλλά πρέπει να υπακούσει.
Και υπακούει. Δεν ξέρει γιατί, αλλά υπακούει.
Σηκώνεται. Σαν υπνωτισμένη παίρνει αργά το καλώδιο απ’ το χέρι τού αδερφού της. Ο αδερφός γυρίζει στο τραπέζι. Εκείνη γονατίζει πάλι στην πισίνα δίπλα στο ακριβό της σώμα. Αργά-αργά τυλίγει το πράσινο καλώδιο στο λαιμό τού πατέρα της. Αργά-αργά αρχίζει να το σφίγγει. Εκείνος ξαφνιάζεται αλλά δεν έχει δύναμη ν’ αντισταθεί. Αυτή σφίγγει πιο πολύ. Η αναπνοή του γίνεται ρόγχος και σ’ ένα λεπτό το σώμα του αρχίζει να τραντάζεται. Να σπαρταράει. Δύο, τρία λεπτά κρατούν οι σπασμοί κι αυτή εξακολουθεί να σφίγγει. Ο άντρας σβήνει. Παραδίνεται στο θάνατο. Εκείνη χαλαρώνει το σφίξιμο και μένει ακίνητη δίπλα του. Κοιτάει τη μελανή γραμμή που άφησε στο λαιμό του το πράσινο καλώδιο. Ο πόνος της τώρα πια είναι ανελέητος. Ο πόνος ξεχειλίζει από κάθε πόρο του σώματός της και χύνεται ποτάμι μέσα στην πισίνα. Πλημμυρίζει την πισίνα. Πλημμυρίζει την πισίνα μαζί με τον αίμα τού πατέρα της, μαζί με την τελευταία αδύναμη ανάσα του. Πλημμυρίζει όλη την άσπρη στιλπνή αποθήκη. Η λευκή πισίνα κρατάει το άψυχο σώμα του.
Σκότωσα τον πατέρα μου; λέει μέσα της. Σκότωσα τον πατέρα μου; Σκότωσα τον πατέρα μου που τον προστάτευα; Τον πατέρα μου που τον φύλαγα τόσον καιρό να μην τον βρει κανείς; Να μην τον βρει κανείς και τον σκοτώσει; Σκότωσα τον πατέρα μου που ήταν όλη μου η ζωή; Τον σκότωσα; Πού δεν είχα άλλη έννοια απ’ αυτόν; Γιατί; Σκότωσα τον πατέρα μου που ήταν ο μόνος που είχα για να μιλήσω; Που του ’λεγα όλα μου τα μυστικά; Γιατί; Με υποχρέωσαν; Η Μητέρα, η Αδερφή κι Αδερφός; Κι εγώ το ’κανα; Πώς; Γιατί; Και τώρα; Τι θα γίνει ΤΩΡΑ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΝ; ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΝ;
Το φως στη λευκή αποθήκη είναι ακόμα αμείλικτο με μεγάλες λευκές στιλπνές λουρίδες δυνατά φωτισμένες κι άλλες θεοσκότεινες. Το δικαστήριο σαν κούκλες. Το φως τούς περιχύνει από πάνω και κάνει την όψη τους τρομακτική. Ασάλευτοι όλοι παρακολούθησαν τα τελευταία σπαρταρίσματα του άντρα. Κοίταξαν έπειτα τη γυναίκα που είχε μείνει ασάλευτη με βλέμμα χαμένο δίπλα στον νεκρό άντρα. Που είχε μεταμορφωθεί σε πόνο. Που είχε μεταμορφωθεί σε φόβο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής