Στο σταυροδρόμι των κόσμων

0
369

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι babel.jpg

“Καλά ρε μαλάκα, μία κιμωλία;”

“Δεν τον ήξερες, ρε. Για κείνον σήμαινε τα πάντα.”

“Επειδή ήταν δάσκαλος;”

“Ναι. Κι αυτό. Αλλά δεν ήταν μόνο δουλειά, γι’ αυτόν.”

“Λειτούργημα και τέτοια, ξέρω ‘γω. Ε;”

“Κάπως έτσι. Νομίζω πάντως πως κάτι ήθελε να μου πει.”

“Ναι. Ότι αγαπούσε την αδελφή σου πιο πολύ. Χαχαχα!”

“Κόψε, ρε! Σοβαρά μιλάω. Δεν τον είχα δει ποτέ στεναχωρημένο.”

“Το βρήκα ρε! Δεν είναι κιμωλία. Είναι κόκα και στοίχημα έχει και άλλη κρυμμένη” είπε ο Φανούρης γελώντας.

“Άντε γαμήσου ρε που κάθομαι και σου μιλάω.”

Ο Ρήλος ενοχλημένος, γύρισε να φύγει.

“Ελα, ντάξ’. Το κόβω. Πες. Σαν τι δηλαδή; Φιλοσοφία και τέτοια;”

“Ξέρω ‘γω; Ότι η ευτυχία είναι στα μικρότερα πράγματα; Άκου τι γράφει στο γράμμα που μου άφησε:
Αγαπημένε μου Ρι,
ελπίζω να σου ανοίξει όσους ορίζοντες άνοιξε και σ’ εμένα.
Είσαι ο γιος που πάντα ήθελα.”

“Ωραίος ο θείος, αλλά και πάλι δε θα με χαλούσε και το αυτοκινητάκι.”

“Ναι, ‘ντάξει. Ούτε ‘μένα. Αλλά η Ήρα και τα παιδιά, τα ‘χουν πιο πολλή ανάγκη.”

“Κι εσύ πώς είσαι;”

“Καλά… Βασικά, το είχα δει να έρχεται. Στην αρχή του καλοκαιριού, είχε πάει στην πρωτοβάθμια και είχε διακόψει την άδεια άσκησής του. Μου είχε πει ότι ετοίμαζε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι.”

“Να δεις που είναι αυτό που λέω και είχε μπλέξει πουθενά.”

“Άσε μας ρε. Δεν ήταν τέτοιος σου λέω.”

Το ύφος του μαρτυρούσε δυσπιστία.

“Και τι, ρε φίλε; Έτσι απλά εξαφανίστηκε; Δε μπορεί να στείλει ούτε ένα μήνυμα στο μέσεντζερ;”

“Δεν ξέρω ρε. Δεν ασχολούνταν με αυτά.” Έμεινε να κοιτάζει τη μισοτελειωμένη κιμωλία που κρατούσε στη χούφτα του. “Απλά ελπίζω να είναι καλά και να τον ξαναδώ.”

“Μαλάκα, μ’ έκανε φόλοου η Πέτρα” είπε ο Φανούρης κοιτάζοντας το κινητό του, την ώρα που ένα ντιν, διέκοψε την ησυχία των δύο φίλων. “Θα το φάω το μωράκι, να ξες! Της στέλνω!”

“Καλή επιτυχία… Πάω.”

“Κάτσε ρε παπάρα, ακόμα δεν ήρθες.”

“Έχεις και εσύ τα δικά σου” κι έδειξε με το χέρι του το κινητό του Φανούρη.

“Έλα θα το κλείσω” του απάντησε με τα μάτια του στραμμένα στην οθόνη του κινητού του.

~~

Ο  Ρήλος έφυγε, χωρίς να τον πάρει καν χαμπάρι. Με το μηχανάκι του, επέστρεψε στο μέρος όπου έμενε ο θείος του. Πριν παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο κοίταξε για λίγο το τέρμα δεξιά μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου.

Πέρασε την είσοδο της πολυκατοικίας με σκυφτό το κεφάλι. Στάθηκε μία στιγμή μπροστά στην πόρτα του παλιού ασανσέρ που ήταν καλυμμένη από μυριάδες αυτοκόλλητα και τελικά είπε να το πάρει με τα πόδια.

Έσυρε τα βήματά του μέχρι τον δεύτερο. Δεν έκανε καν τον κόπο να ρίξει λίγο φως στις μισοσκότεινες σκάλες. Στα δεξιά στο βάθος του διαδρόμου, βρισκόταν το διαμέρισμα του θείου του.

Του έριξε μία φευγαλέα ματιά και μετά έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πάτωμα. Έχωσε το χέρι στην πίσω τσέπη του τζιν του και τράβηξε ένα μονάχο κλειδί.

Ξεφύσηξε. Και για ‘κείνον ήταν σαν πατέρας του. Δεν είχε ανάμνηση από τον  βιολογικό του. Είχε εξαφανιστεί όταν ήταν ακόμη μωρό. Ο θείος του ήταν εκεί. Σε όλες τις σχολικές γιορτές. Σε όλες τις αργίες. Ακόμη και στην πρώτη του ερωτική απογοήτευση.

Η μητέρα του είχε προσπαθήσει δίχως επιτυχία να ξαναφτιάξει τη ζωή της δύο τρεις φορές. Πουλάκι στο κλαράκι όλοι τους.  Αργότερα, όταν στα 16 του την έχασε από καρδιά, ήταν πάλι εκεί. Δίπλα σ’ αυτόν και την αδελφή του, την Ήρα. Για κάποιο λόγο, οι σημαντικές φιγούρες της ζωή του, συνήθιζαν να χάνονται χωρίς αιτία.

Έσφιξε το κλειδί στη χούφτα του και κίνησε προς την πόρτα. Τα βήματά του αντηχούσαν στους άδειους διαδρόμους, όταν το κλάμα ενός μωρού κάπου από κάτω, του θύμισε ότι δεν ήταν μόνος.

Έφτασε στην είσοδο. Πάνω στο χαλάκι υπήρχαν μάτσο φυλλάδια ντελίβερι κι άλλα διαφημιστικά. Χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε το αεροστόπ που είχε πάντα κάτω από την πόρτα ο θείος του. Τους ανακάτεψε λίγο με το πόδι του, προσπαθώντας να αναβάλλει την είσοδό του.

Ένας ανεπαίσθητος ήχος μέσα από το έρημο διαμέρισμα, του τράβηξε την προσοχή.  Ακούστηκε σαν πόρτα που έκλεισε.

“Θείε;” φώναξε. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και προσπάθησε να ανοίξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Έντονο φως δραπέτευσε στιγμιαία μέσα από το ματάκι της πόρτας. Ξεκλείδωσε μία, δύο και άνοιξε διάπλατα. Όλα τα παντζούρια και οι κουρτίνες ήταν ερμητικά κλειστά. Μόνο μία αμυδρή υπόνοια ότι έξω ο ήλιος έλαμπε ακόμη.

“Θείε;” επανέλαβε με ψεύτικη ελπίδα. Η φωνή του έσβησε μέσα στο άδειο σπίτι. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, παραδομένος. Άπλωσε το αριστερό του χέρι και άναψε το φως του χολ. Έκλεισε την πόρτα και έστριψε αριστερά προς το μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο θείος του.

Με τον ώμο του, στηρίχθηκε στην κάσα της πόρτας και κοίταξε μέσα. Όλα ήταν όπως τα ήξερε. Το γραφειάκι με την καρέκλα, από πίσω το κάδρο από κάποιον φανταστικό κόσμο με δύο φεγγάρια, στα δεξιά του η διπλή βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία, απέναντί του ο μονίμως άδειος μαύρος τοίχος που έμοιαζε με μεγάλο μαυροπίνακα, στο πάτωμα η καφέ μοκέτα ελαφρώς ζαρωμένη. Πλησίασε να την φτιάξει.

Στο φως που τρύπωνε από το χολ αντιλήφθηκε κάποια περίεργα σημάδια στο πάτωμα. Πάτησε το διακόπτη του ρεύματος, να αποδιώξει το ημίφως. Έπειτα έσκυψε και ανασήκωσε τη μοκέτα. Από κάτω ξεχώριζαν αχνές χαρακιές πάνω στο πράσινο μωσαϊκό. Εκτείνονταν ίσαμε μία δρασκελιά σε πλάτος και σχημάτιζαν το εσωτερικό τμήμα περίπου ενός τετάρτου του κύκλου.

Ποτέ δεν τις είχε παρατηρήσει. Μα η αλήθεια είναι ότι και ποτέ δεν είχε δει το δωμάτιο αυτό χωρίς τη μοκέτα. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και άρχισε να παίζει με τις τρίχες του πηγουνιού του, κοιτάζοντας το κενό ντουβάρι απέναντί του.

Σηκώθηκε και το ξαναπλησίασε. Στηρίχτηκε με τη δεξιά παλάμη του, πάνω του. Τα φρύδια του έσμιξαν. Τα μάτια του στένεψαν. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Χτύπησε με τη γροθιά του τη μαύρη επιφάνεια, καθώς το πρόσωπο του αγαπημένου του θείου, σχηματίστηκε και πάλι στο μυαλό του.

Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του τζιν μπουφάν του, τον φάκελο που του είχε παραδώσει ο συμβολαιογράφος το προηγούμενο πρωί. Τον είχε βρει πάνω σε αυτό το γραφείο. Μπροστά έγραφε: “Για τον Ριρί μου!”. Όταν τον είχε άνοιξε, μέσα είχε βρήκε το αποχαιρετιστήριο γράμμα μαζί με την κιμωλία.

Πήρε την κιμωλία και πέταξε το φάκελο με το γράμμα στο πάτωμα. Με μανία, άρχισε να μουτζουρώνει το μαύρο τοίχο. Λες και βρισκόταν σε έκσταση.

Η κιμωλία ψυχορραγούσε. Ελάχιστες στιγμές τη χώριζαν από τον ολοκληρωτικό χαμό της.

Μέσα στην παραφροσύνη του, ο Ρήλος σχημάτισε έναν κύκλο. Εκτυφλωτικό φως περιέγραψε το σχήμα, πλημμυρίζοντας όλο το σπίτι. Ο νέος άντρας σάστισε και πισωπάτησε, πέφτοντας πάνω στο γραφείο.

Το φως υποχώρησε, αφήνοντας το μαύρο τοίχο πεντακάθαρο, πέρα από ένα μυστήριο στρογγυλό πλαίσιο, που ξεχώριζε πάνω του. Έμοιαζε να μπορούσε να ανοίξει αν το έσπρωχνε.

Το παλικάρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του αδυνατώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κοίταζε σαστισμένος, από το σημείο όπου είχε πέσει.

Η δυνατή λάμψη έντυσε και πάλι το σχήμα περιμετρικά και ο μαύρος τοίχος επανήλθε στην αρχική του κατάσταση. Τράβηξε μία τρίχα από τα μαλλιά του, για να δει αν ονειρεύεται. Ο πόνος ήταν πραγματικός. Ήταν σχεδόν βέβαιος.

Κρατούσε ακόμη την κιμωλία στο δεξί του χέρι. Την κοίταξε καχύποπτα. Είχε μείνει σε μέγεθος, όσο το νύχι του μεγάλου του δακτύλου.

Σύρθηκε γοργά προς τον τοίχο. Ψηλάφισε για ακόμη μία φορά τις χαρακιές πάνω στο μωσαϊκό.

Σηκώθηκε με μιας και αρχινώντας από το πάτωμα, σχεδίασε όπως όπως ένα ορθογώνιο σε μέγεθος μεσαίας πόρτας. Φως ξεπετάχτηκε πάλι από το νέο ζωγραφισμένο σχήμα, τυφλώνοντάς τον.

Μόλις η όρασή του επανήλθε, διαπίστωσε ότι το ορθογώνιο που είχε ζωγραφίσει έμοιαζε να έχει εγχαρακτεί πάνω στην τσιμεντένια επιφάνεια. Με το χέρι του έσπρωξε απαλά, χωρίς να χάσει χρόνο.

~~

Το εγχαραγμένο πλαίσιο άνοιξε σαν πόρτα, αποκαλύπτοντας ένα πελώριο, γυάλινο στρογγυλό δωμάτιο βγαλμένο από την πιο τρελή ιστορία φαντασίας.

Έσκυψε και πέρασε το κατώφλι, δίχως να το σκεφτεί. Μπροστά του απλωνόταν ένας κόκκινος διάδρομος που οδηγούσε προς το μέσο του παράξενου χώρου.

Στο κέντρο του δωματίου διακρινόταν ένα τεράστιο μεταλλικό κατασκεύασμα σαν γεννήτρια όπου γύρω του έπλεαν σφαίρες διαφόρων μεγεθών. Δύο ακόμη κόκκινοι διάδρομοι συναντιόνταν εκεί, σχηματίζοντας ένα Ταυ.

Στην αρχή κάθε διαδρόμου, υπήρχε μία πλατιά τοξοειδής πύλη με χρυσό φινίρισμα, γεμάτο άγνωστα σύμβολα. Το εσωτερικό τους ήταν ακλόνητο σαν βράχος, μαύρο σαν το πιο πηχτό σκοτάδι και ανέδυε μία περίεργη αίσθηση. Λες και ήταν ζωντανό.

Τα τοιχώματα του δωματίου, ήταν καλυμμένα με βιβλιοθήκες που φτάνανε τα πέντε μέτρα. Εκατέρωθεν των διαδρόμων, μέσα από το γυάλινο πάτωμα και κάτω από το μυστηριώδες δωμάτιο, ξεχώριζε ένα χαλί από λευκά φωτεινά σύννεφα, που από μέσα τους ξεπηδούσαν πελώριες λευκόχρυσες κολώνες αρχαιοελληνικού δωρικού ρυθμού και έφταναν ψηλά πάνω από το γιγάντιο θόλο. Από πάνω, ο πιο εντυπωσιακός έναστρος νυχτερινός ουρανός.

Ο Ρήλος κοιτούσε τριγύρω, σαν να έλεγε στον εαυτό του ότι είχε αποτρελαθεί.

“Θείε;” ψιθύρισε . Διστακτικά προχωρούσε προς το μέσο της αίθουσας, χωρίς να λοξοδρομεί από τον κόκκινο διάδρομο.

Φτάνοντας στο μέσο του δωματίου, μπορούσε πλέον να δει το περίεργο τεχνούργημα, πιο καθαρά. Σφαίρες έπλεαν τριγύρω στο κενό. Από κάθε σφαίρα ξεκινούσαν 3 μπρούντζινες αλυσίδες. Οι δύο την ένωναν με μία διαφορετική σφαίρα η κάθε μία, ενώ η τρίτη με μία μικρή αναπαράσταση του γυάλινου θόλου, που καθόταν στο κέντρο της κατασκευής.

Θα υπήρχαν σίγουρα περισσότερες από τριάντα, διαφόρων μεγεθών. Στις πιο κοντινές, μπορούσε να ξεχωρίσει πάνω τους και άλλα ακαταλαβίστικα σύμβολα.

Ένα ξεψυχισμένο “ααααργκ” του πάγωσε το αίμα. Κόλλησε στη βάση της μεταλλικής κατασκευής, περιμένοντας να δει κάποιο παράξενο πλάσμα να του επιτίθεται. Περίμενε λίγο, με την καρδιά του να χτυπάει σαν υπερταχεία αμαξοστοιχία.

Αφού δεν είδε καμία κίνηση γύρω του, άρχισε μπουσουλώντας να κάνει τον κύκλο της βάσης. Ένα ασάλευτο ανθρώπινο χέρι πάνω στο πάτωμα, τον έκανε να πηδήξει πάνω και να τρέξει προς τα εκεί.

“Θείε!” είπε -αυτή τη φορά δυνατά. Μπρούμυτα πάνω στο πάτωμα βρισκόταν ένας άγνωστος άντρας, προχωρημένης ηλικίας. Φορούσε μία μπλε αμφίεση, που έφερνε σε ρόμπα μοναχού σαολίν.

Ο Ρήλος τον έπιασε απαλά και τον γύρισε ανάσκελα. Από μπροστά, η στολή του ήταν μουσκεμένη από αίμα. Η ανάσα του ήταν πολύ αδύναμη.

“Ποιος είσαι; Πού βρίσκομαι;” του είπε ανήσυχα.

Ο γεράκος σήκωσε το χέρι του με όση δύναμη του απέμενε κι έδειξε προς τη βάση της μεταλλικής κατασκευής που συγκρατούσε τις διάφορες ιπτάμενες σφαίρες.

“Οοορμ…” πρόλαβε να ψελλίσει, πριν σβήσει.

Το μπερδεμένο παλικάρι σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το σημείο που του είχε δείξει ο γέρος. Εκεί βρισκόταν ένας μεγάλος πάγκος που έμοιαζε με βομβαρδισμένο γραφείο. Ακατανόητα χειρόγραφα και αντικείμενα που δε μπορούσε καν να υποθέσει τη χρήση τους, τον έκαναν ακόμη πιο μπερδεμένο.

Ένα χρυσαφί μεταλλικό κουτί με σπασμένο καπάκι, του κίνησε την περιέργεια. Είχε μήκος λίγο παραπάνω από μία κανονική κιμωλία, μα θα χωρούσε άνετα καμιά τριανταριά. Ήταν άδειο και στον πάτο του υπήρχαν υπολείμματα από λευκή σκόνη.

Ο Ρήλος κοίταξε και πάλι την κιμωλία που του είχε απομείνει. Ανασκάλεψε τις λέξεις που του είχε γράψει ο θείος του, ως αντίο.

Μάλλον η κιμωλία αυτή ήταν πολλά περισσότερα από όσα νόμιζε αρχικά. Έσφιξε τα χείλη του. Είχε φερθεί ανόητα. Πλέον έμενε ένα κομματάκι. Έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Υπέθεσε ότι μπορούσε να επιστρέψει πίσω, όπως ακριβώς είχε έλθει. Έπειτα να την πετάξει και να ξεχάσει τα πάντα. Εξάλλου αν ξεστόμιζε την παραμικρή λέξη, όλοι θα τον πέρναγαν για παρανοϊκό.

Κοίταξε τις σφαίρες. Έμοιαζαν με πλανήτες από κάποιο άγνωστο πλανητικό σύστημα. Κάπου εκεί μπορεί να βρισκόταν ο θείος του και να διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο.

Την έκρυψε στην εσωτερική τσέπη του τζιν μπουφάν του και κοίταξε ακόμη μία φορά γύρω τριγύρω το πελώριο θολωτό δωμάτιο. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Καράκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής