Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πολύ μικρή χώρα που βασιλιάς της ήταν ο Κύρικος Μισοδόντης και βασίλισσα της η υπέρκομψη Μερέντα. Αυτό το υπέρλαμπρο βασιλικό ζευγάρι κέρδιζε τις εντυπώσεις όπου κι αν εμφανιζόταν. Όλοι μιλούσαν για το πόσο όμορφοι, πετυχημένοι και άριστοι ήταν, κυρίως οι εφημερίδες και οι ιδιοκτήτες τους κατάφεραν κι αυτοί να μπουν στην αυλή του βασιλιά και να λάβουν λίγη από τη λάμψη του.
Η χώρα ήταν σχετικά φτωχή, οι κάτοικοι της περνούσαν δύσκολα, πάλευαν καθημερινά να βγάλουν τα προς το ζην. Όνειρο τους ήταν να καταφέρουν κι αυτοί κάπως, και αν όχι αυτοί, έστω τα παιδιά τους να λάβουν λίγη από την αίγλη και την λάμψη της βασιλικής αυλής.
Η αυλή ήταν μεγάλη, φανταχτερή και υπέρλαμπρη. Απαρτιζόταν κυρίως από τους φίλους και τους ευνοούμενους του βασιλιά που κατάφερναν πάντα να ξεχωρίζουν και να στέκονται ένδοξοι και άριστοι στο πλευρό του, απολαμβάνοντας πολλά προνόμια μαζί με τους φίλους τους και τις οικογένειές τους.
Με μια πρώτη ματιά, το βασίλειο της ιστορίας μας, δεν ήταν κάτι ξεχωριστό, έμοιαζε με όλα τα άλλα μικρά βασίλεια του κόσμου και καθώς ήταν πολύ φτωχό είχε πάντα ανάγκη τα μεγαλύτερα βασίλεια του Βορρά για να επιβιώσει ενάντια στις μεγάλες αυτοκρατορίες που το γλυκοκοίταζαν. Όμως η χώρα αυτή αν και μικρή, είχε κάτι που την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες χώρες του κόσμου. Είχε μια βαθιά και αρχαία παράδοση που χανόταν στα βάθη των αιώνων.
Υπήρχε, λένε οι σοφοί, κάποτε, κάτι που λεγόταν δημοκρατία και που σήμαινε ότι όλοι θα μπορούσαν ελεύθερα να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Σε ανάμνηση αυτής της παράδοσης που κανείς δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σήμαινε, είχε αποφασιστεί πως ο βασιλιάς θα εκλεγόταν από τον ίδιο το λαό.
Το γεγονός αυτό καθιστά τη χώρα του παραμυθιού μας αρκετά τραγική και αντικείμενο έρευνας για τους μελετητές του μέλλοντος που σίγουρα θα αναρωτιούνται πως σε αυτή την ιδιότυπη μορφή πολιτεύματος, οι φτωχοί πολίτες επέλεγαν κάθε τέσσερα χρόνια τους ίδιους και τους ίδιους. Πως γινόταν άραγε πρώτα βασιλιάς να είναι ο θείος, ο πατέρας, ο γιος και στο μέλλον θα στοιχηματίζαμε πως θα γίνει ο ανιψιός και ο εγγονός της ίδιας λαμπερής οικογένειας. Για να είμαστε βέβαια τελείως ακριβείς και δίκαιοι, δεν μιλάμε για μία, αλλά ουσιαστικά για δύο οικογένειες με πολλά πολλά παιδιά και ακόμη πιο πολλά εγγόνια και βαφτιστήρια που κυβερνούσαν σχεδόν εναλλάξ για να δίνουν μια ψευδαίσθηση αλλαγής και ανανέωσης. Και οι δύο οικογένειες έλαμπαν με τα χρυσά τους γυαλιστερά κουστούμια κάτω από τον ήλιο αυτής της αλλαγής.
Αυτή την τάξη και ισορροπία που βασίλευε στη χώρα, δεν μπορούσε να τη διαταράξει τίποτα. Ή μήπως μπορούσε;
Ο βασιλιάς Κύρικος είχε αρκετά καλές σχέσεις με έναν δράκο, οικογενειακό φίλο από τα χρόνια που ο πατέρας του ήταν βασιλιάς. Όποτε επισκεπτόταν ένα χωριό, μια κωμόπολη, ένα δάσος ή ένα νησί του βασιλείου, τον ακολουθούσε και ο φίλος του ο δράκος. Μεγάλη δυστυχία έπεφτε τότε στον τόπο που επισκέφτηκε. Τη μία ξεσπούσαν φωτιές, την επόμενη πλημμύρες ή γίνονταν σεισμοί ή έπεφταν αρρώστιες.
Οι καημένοι οι χωρικοί, άλλοτε τρέχανε να σωθούν από τη φωτιά, άλλοτε από τη βροχή και άλλοτε γίνονταν άστεγοι αφού τα σπίτια τους γκρεμίζονταν.
Αμέσως οι εφημερίδες και όλο το παλάτι προσπαθούσαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από την καταστροφή λέγοντας πως δεν έγινε και κάτι σοβαρό, πως η φωτιά δεν προκάλεσε μεγάλες ζημιές, πως ήταν στις προγραμματικές δηλώσεις του βασιλιά ότι θα φέρουνε θάλασσα στο χωριό, πως για την αρρώστια φταίνε οι ίδιοι οι κάτοικοι που αγκαλιάζονται και τρώνε μαζί τις Κυριακές και τέλος πως για το σεισμό φταίνε οι εργάτες που χτυπούσαν με δύναμη τα σφυριά τους και τα δρεπάνια τους.
Πηγές του παλατιού διέρρεαν την πληροφορία πως πιθανότατα για όλα φταίνε οι τσιγγάνοι και πως θα αυξηθούν οι φόροι για να μαζευτούν περισσότερα χρήματα για να μπορέσει το βασίλειο να επιβιώσει από τις καταστροφές.
Σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να αναφέρουμε πως έξω από τις πόλεις κατασκήνωναν συχνά τσιγγάνοι. Πολλοί τους θεωρούσαν υπεύθυνους για όλες τους τις δυστυχίες, για την φτώχεια τους και για την ανεργία. Η αυλή με τη σειρά της όποτε μπορούσε ενίσχυε αυτό το μίσος κατηγορώντας τους τσιγγάνους για τους αυξημένους φόρους και για την έλλειψη εργασίας που μάστιζε αυτήν την εποχή τη χώρα. Η ανεργία ανάγκαζε πολλούς από τους νεότερους να φύγουν μακριά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα πιο πλούσια βασίλεια του Βορρά.
Θα πρέπει όμως να τονίσουμε πως δεν ήταν όλοι υποτακτικοί σε αυτή την κατάσταση. Υπήρχε κόσμος που διαμαρτυρόταν, κόσμος που κατηγορούσε την αυλή για την άδικη μεταχείριση, την υψηλή φορολογία, την έλλειψη σχολείων και γιατρών, τους χαμηλούς μισθούς και τέλος για τα γλέντια που γίνονταν μέσα στο παλάτι με λεφτά του λαού.
Φυσικά αυτές οι διαμαρτυρίες καταστέλλονταν πάντα, άριστα και κομψά, με βαριές τιμωρίες, ξύλο και φυλακίσεις για παραδειγματισμό.
Οι φίλοι του βασιλιά τότε ξεσπούσαν, φώναζαν πως ο λαός είναι αχάριστος και πως αν οι υπήκοοι ήταν αρκετά έξυπνοι και εργατικοί, θα ήταν και οι ίδιοι μες το παλάτι απολαμβάνοντας τα οφέλη μιας πετυχημένης εξέλιξης, γιατί άλλωστε σε αυτή τη χώρα όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες. Τους συμβούλευαν μάλιστα να κάνουν υπομονή και να στηρίζουν το βασιλιά και πως την επόμενη φορά ίσως είναι πιο τυχεροί και κερδίσουν και αυτοί μια πρόσκληση στο γλέντι. Αυτά λέγανε τρώγοντας και πίνοντας στα μεγάλα πλούσια σουαρέ που οργάνωνε κάθε τόσο η αυλή, ενώ κάποιοι άλλοι εκλεκτοί καλεσμένοι, της περασμένης βέβαια δυναστείας, συμφωνούσαν κουνώντας το κεφάλι, και κλείνοντας πονηρά το μάτι λέγανε «Μαζί τα φάγαμε».
Κάθε σωστό βασίλειο που σέβεται τον εαυτό του όμως, έχει πριγκίπισσες, ιππότες και γελωτοποιούς. Έτσι ο κόσμος διασκέδαζε και ξεχνούσε τα βάσανά του χαζεύοντας κορίτσια που ονειρεύονταν να γίνουν πριγκίπισσες και άλλαζαν ρούχα, χόρευαν ή τραγουδούσαν αναζητώντας πριγκιπόπουλα με ωραίο σώμα και πολλά λεφτά για να ξεφύγουν όλοι μαζί από τη μιζέρια. Ονειρεύονταν κι αυτοί φυσικά να γίνουν σαν το υπέρλαμπρο βασιλικό ζεύγος που όλοι θαύμαζαν και αυτός ήταν ένας εύκολος τρόπος να έρθουν πιο κοντά στο όνειρό τους. Τους βάζανε μάλιστα όλους αυτούς μέσα σε μια ιδιότυπη μορφή υπερυψωμένης σκηνής με γυάλες γύρω γύρω στο κέντρο της πλατείας, ώστε ο κόσμος να μη χάνει στιγμή από τα μάτια του το θέαμα, να ξεχνά τον πόνο και να ευφραίνει την πονεμένη καρδιά του.
Μάταια οι ποιητές, οι μουσικοί και οι ζωγράφοι φώναζαν απελπισμένα και προσπαθούσαν να ξυπνήσουν το υπνωτισμένο πλήθος. Απογοητευμένοι κι αυτοί, μένανε να πεθάνουν της πείνας ενώ θυμούνταν τα υψηλά ιδανικά, τις χαμένες αξίες που κάποτε τους ενέπνεαν και άγγιζαν τόσο βαθιά την ψυχή τους.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα στο ίδιο μοτίβο, τα χρόνια περνούσαν, οι νέοι γίνονταν γέροι, η αυλή πλούτιζε, ο λαός πεινούσε, όμως στα πιο βαθιά τους όνειρα όλοι περίμεναν ένα νέο, γενναίο και όμορφο από βασιλική γενιά, να έρθει να τους σώσει πάνω στο λευκό του άλογο. Τότε αυτός ο εξαίσιος νέος με τη μεγάλη καρδιά, θα πάλευε με το βασιλιά, θα σκότωνε το δράκο, θα έδιωχνε τους κόλακες και τους παλιάτσους από την αυλή, θα παντρευόταν μια όμορφη κοπέλα από φτωχή οικογένεια, θα μοίραζε χρήματα στους φτωχούς και θα εγκαθιστούσε τη δικαιοσύνη που τόσο έλειπε από αυτή τη χώρα. Και θα ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Κι αυτό θα ήταν ένα ωραίο παραμυθένιο τέλος για την ιστορία της ανύπαρκτης χώρας, της χώρας που προτιμάει να πιστεύει ακόμα στη μοίρα, σε μύθους, θρύλους και παραμύθια για μαρμαρωμένους βασιλιάδες και θαύματα με μοναχούς και κάστανα.
~
Το παραμύθι της ανύπαρκτης χώρας είναι καθαρά φανταστικό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι πραγματικό; Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Εύη Βούλγαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Μπορείτε να το ακούσετε κι εδώ, μαζί με τις πιο τέλειες μουσικές
Poetastrio Echoes-Η ανύπαρκτη χώρα (Ένα σατιρικό παραμύθι) by Evi Voulgari |
Mixcloud
Οι μουσικές:
Social Waste-Στο cabaret “La belle Grèce”
Θανάσης Παπακωνσταντίνου – M81 (ορχηστρικό)
Αλκίνοος Ιωαννίδης – Σωκράτης Μάλαμας – Ο Τιμονιέρης
Σωκράτης Μάλαμας – Θίασος
Θανάσης Παπακωσταντίνου – Ο Satie στη Χιμάρα (ορχηστρικό)
Σπύρος Γραμμένος – Οι φίλοι
Αλεξίου Μάλαμας Ιωαννίδης – Τίποτα δεν πάει χαμένο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Το Όνειρο Της Σκιάς (ορχηστρικό)
Δημήτρης Μητσοτάκης – Δεν χωράμε όλοι
Δανάη Παναγιωτοπούλου Λαύριο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου & Μάρθα Φριντζήλα – Άυπνη Πόλη + Έργο αρ. 1 σε M1b Για Τσεκούρι Και Τηλεόραση (ορχηστρικό)
Υπόγεια Ρεύματα – Κι ήθελε ακόμη
Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Φέγγαρος (ορχηστρικό)
Villagers of Ioannina City – Zvara