«Μπορείς να ηρεμήσεις;» είπε και τράβηξε το λουρί προς το μέρος του.
“Νιαααρ!” ακούστηκε και η Σόνια κοπάνησε το κεφάλι στις γάμπες του Πέτρου.
«Σε βαρέθηκα, μα το Θεό σε βαρέθηκα», μάσησε μέσα από τα δόντια του τις λέξεις γιατί είχε προσέξει έναν περαστικό να τον κοιτάζει.
Σηκώθηκε και πήρε τη Σόνια στα χέρια του.
“Νιαααρ!” έκανε ξανά δυνατά και του γράπωσε το χέρι.
«Γαμώ το…» ψέλλισε και την πέταξε κάπως άτσαλα κάτω.
«Μια σου και μια μου, ορίστε πάμε» μουρμούρισε και έφυγε από το πάρκο.
אאא
Όταν έφτασαν σπίτι, δεν άντεξε.
«Θες να μου εξηγήσεις ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Βρωμάει», απάντησε η Σόνια γλείφοντας τα μπροστινά της πόδια.
«Πας καλά μωρέ; Ακούς τι λες; Αν είναι δυνατόν, μύρισε άνοιξη και βρωμάει, ανάθεμα την ώρα που ένας Θεός ξέρει γιατί μπορώ και σε ακούω», φώναξε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Νιαρ. Μύρισε άνοιξη σημαίνει ζέστα και ζέστα σημαίνει οι μυρωδιές σηκώνονται από κάτω κι αυτό σημαίνει πως είσαι τόσο άξεστος που ήθελες να κάτσω σε ένα πάρκο που το μόνο που μυρίζει παντού είναι κάτουρα σκύλων. Φαντάζομαι δηλαδή, γιατί ποιος άλλος μπορεί να μην έχει ανακαλύψει ακόμα την τουαλέτα;»
«Ξέχασα πως έχω να κάνω με μια εκλεκτή παρουσία, με συγχωρείτε μεγαλειότατη.»
«Κι αντί να ψάξεις καινούριο στέκι ή τουλάχιστον να βγάλεις τα παπούτσια σου μέσα εδώ, κάθεσαι και μου κάνεις τον έξυπνο»
Δεν απάντησε, μονάχα ξεφύσησε.
Έριξε μερικές κροκέτες στο μπολ της. Πήρε το δικό του με το κοτόπουλο που είχε περισσέψει από την προηγούμενη. Η Σόνια μύρισε τις κροκέτες και πλησίασε τον Πέτρο. Μ’ ένα σάλτο, πήδηξε στο τραπέζι και στρώθηκε μπροστά στο κοτόπουλο.
«Ξέχνα το, έχεις φαΐ», της είπε και την έσπρωξε.
Εκείνη καμαρωτή πήγε ξανά κοντά του. Σήκωσε το μπροστινό της πόδι με κατεύθυνση το κοτόπουλο. Ο Πέτρος, το απέκρουσε με το χέρι του.
«Τι έχεις πάθει σήμερα;»
«Δεν μου πήρες πάπια.»
«Πήρα κάτι καινούριο.»
«Δεν το θέλω.»
«Είσαι αχάριστη.»
«Καλόγουστη μου φτάνει.»
«Κακομαθημένη μπορεί.»
«Γιατί δεν τις τρως εσύ τότε;»
«Συζήτηση θα ανοίξουμε;», είπε κατεβάζοντας μια ακόμα μπουκιά από το κοτόπουλο.
«Αν το είχες μοιραστεί τόση ώρα, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί.»
«Όπως κι αν έτρωγες το δικό σου» απάντησε ο Πέτρος.
Κοίτα που μου βγήκε τριτοξάδερφη του Σκαρμούτσου, σκέφτηκε κι ακούμπησε ένα κομμάτι στο καπάκι που βρισκόταν επάνω στο τραπέζι.
«Δεν θα μου το κόψεις;»
«Δεν μας παρατάς;»,
Της το έκοψε.
Συνέχισαν το φαγητό αμίλητοι. Όταν τελείωσαν, η Σόνια κατέβηκε, έβαλε στο στόμα της μια κροκέτα και την έφτυσε.
Είχα δίκιο, δεν έχει καμία αίσθηση της γεύσης αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε και ήπιε νερό αφήνοντας μικρές κηλίδες στο πάτωμα.
Ο Πέτρος, πριν συνεχίσει τη μέρα του, θέλησε να ξαπλώσει στον καναπέ για έναν σύντομο ύπνο. Πριν καν βολευτεί, η Σόνια διεκδικούσε τη θέση της ανάμεσα στα πόδια του.
«Σαφώς, αφού δεν έχει χώρο», είπε κι έκλεισε τα μάτια. Δύο λεπτά αργότερα, τ’ άνοιξε γεμάτος εκνευρισμό. Ήξερε από την πρώτη στιγμή που την βρήκε, περίπου ένα μήνα πριν, όταν κατάλαβε πως μπορούν να επικοινωνούν, ότι δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Όλο αυτό όμως είχε καταντήσει ένα μόνιμο άγχος. Ωστόσο λίγο είχε αρχίσει να το συνηθίζει και του ήταν αδιανόητο να πετάξει κάτι που τόσοι άλλοι θα έδιναν τα πάντα ν’ αποκτήσουν.
Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, πέταξε δυο κουταλιές καφέ στην κούπα που ήταν ήδη στον νεροχύτη, τη γέμισε με νερό από τη βρύση και ρούφηξε την πρώτη γουλιά. Η Σόνια, αφού ξεβολεύτηκε, τον πλησίασε, τέντωσε το κορμί της με καμάρι και στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Ο Πέτρος την παρακολουθούσε από απόσταση. Ήξερε τι ήθελε, όμως ήταν αποφασισμένος να μην της το δώσει. Όταν την προσπέρασε, την άκουσε να τον καλεί.
«Δεν θα μου ανοίξεις;»
«Γάτα είσαι!»
«Αυτό είναι προφανές, όμως κάτι σε ρώτησα.»
«Όχι, βγήκες το πρωί, δεν σε είδα να το απολαμβάνεις.»
«Ναι μα…»
«Θέλεις κάτι άλλο;» Γύρισε προς το μέρος της.
«Με περιμένουν, θέλω να πω, είναι περίεργη εποχή, χρειάζομαι να βγω.»
«Γι’ αυτό ακριβώς κι εγώ κάνω τον καραγκιόζη της γειτονιάς και σε βγάζω βόλτα κάθε μέρα.»
«Δεν σε έχω ανάγκη, ξέρω τον δρόμο.»
«Δεν φοβάμαι μη δεν γυρίσεις, φοβάμαι με τι θα γυρίσεις», είπε κι έφυγε από τον χώρο. Νευρικά νιαουρίσματα ακούγονταν στο βάθος. Δεν ξεχώριζε τι λέει, ήταν σίγουρος πως δεν ήταν καλό. Σφύριξε ένα τραγούδι να ξεχαστεί όσο ετοιμαζόταν . Όταν τελείωσε, συνέχισε τον καφέ του τραγουδώντας.
אאא
Λίγες ώρες αργότερα, το κουδούνι χτύπησε. Ίσιωσε την μπλούζα του και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Ήταν η Τζίνα.
«Καλώς τη, πέρνα μέσα», της είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.
Την είχε συναντήσει κάποιες φορές στη δουλειά και ταιριάξανε. Αφού ήπιαν έναν καφέ και την επόμενη ένα ποτό, αποφάσισε να την καλέσει στο σπίτι να είναι πιο άνετα.
«Η γάτα σου;» έκανε χωρίς να περιμένει απάντηση κι έσκυψε να τη χαϊδέψει. Η Σόνια προσπάθησε να της γραπώσει το χέρι, τελευταία στιγμή κατάφερε να το πάρει.
«Δεν φαίνεται να με συμπάθησε.»
«Μην αγχώνεσαι, ούτε τον εαυτό της δεν συμπαθεί ώρες ώρες.»
Ο Πέτρος αφησε τις μπύρες στο τραπέζι του σαλονιού.
«Να μιλάς για τον εαυτό σου», έσκουξε η Σόνια από την πολυθρόνα. Την κοίταξε με βλέμμα δολοφονικό.
Η βραδιά κυλούσε γρήγορα. Η Τζίνα και ο Πέτρος ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά, οι μπύρες βοηθούσαν σε αυτό. Όταν ο Πέτρος της πρότεινε να πάνε στο δωμάτιο, εκείνη του έδωσε το χέρι ως απάντηση και τον ακολούθησε. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Η Σόνια παρακολουθούσε, είχε φτάσει η στιγμή της. Τους άφησε μερικά λεπτά και σηκώθηκε. Στάθηκε απ’ έξω από την πόρτα και άρχισε να γρατζουνάει δυνατά.
«Νιααρ. Θυμάσαι όταν δεν με άφηνες να βγω; Αυτό ήθελα να κάνω κι εγώ»
Οι φωνές της διαπερνούσαν την πόρτα κι έφταναν στα αυτιά του Πέτρου. «Μια σου και μια μου, σωστά;»
Ο Πέτρος άνοιξε και την έδιωξε. Δευτερόλεπτα μετά η Σόνια επέστρεψε φωνάζοντας ακόμα πιο δυνατά.
Η Τζίνα πάγωσε, η γάτα σχεδόν την είχε τρομάξει.
«Συγνώμη, μα δεν μπορώ» του είπε και βγήκε από το δωμάτιο. «Θα βρεθούμε άλλη στιγμή, ελπίζω μόνοι μας». Τον φίλησε πεταχτά στο στόμα και βγήκε από το σπίτι πριν προλάβει εκείνος ν’ αντιδράσει.
Η Σόνια στεκόταν λίγα μέτρα παραπέρα κι έγλυφε τον κώλο της.
«Ναι, θα μας διώξει και από το σπίτι μας, πες της. Νιαρ.»
Ο Πέτρος, πήρε ένα μαξιλάρι από τον καναπέ και το πέταξε δυνατά προς το μέρος της. Δεν την πέτυχε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νικολέτα Κριαρά Λάμπρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής