Το άδειο βλέμμα

0
365

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι d.jpg

«Το πείραμα τελείωσε,  δρ Ολιβερ», είπε η Μαρία κι έδεσε τον πίθηκο στο κλουβί.

Ο Όλιβερ σήκωσε τα μάτια του από την οθόνη για μια στιγμή κι αποκρίθηκε κουρασμένος: «Σ’ ευχαριστώ πολύ Μαρία. Μπορείς να πλύνεις τις πιπέτες και να πας σπίτι σου».

Σε μια γωνία του εργαστηρίου, ο πίθηκος  -με ταμπελάκι “Νίκος”-  με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης. κοίταζε με άδειο βλέμμα τον τοίχο, ανήμπορος, σαν να αναρωτιόταν για ποιο λόγο είχε υποφέρει τόσο.

Και τι να καταλάβει άραγε; Ότι η εναλλαγή σπασμών και λιποθυμίας που προκάλεσε η έγχυση του παράγοντα Χ για μια ώρα περίπου, όχι απλά δεν τον βοήθησαν να γίνει καλά, αλλά τον έσπρωξαν ακόμα πιο γρήγορα στον ήδη προγραμματισμένο του θάνατο;

Ναι, ένα ακόμα που δεν γνώριζε ο Νίκος ήταν ότι είχε συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Το γενετικό του υλικό είχε την προσθήκη ενός γονιδίου που όριζε με απίστευτη ακρίβεια ότι θα πέθαινε σε τρία χρόνια και δέκα μήνες από την γέννησή του.

Το ανθρώπινο γονίδιο Α123, που προκαλεί οξεία μυελογενή λευχαιμία στον άνθρωπο συνήθως στα γεράματα, όταν μπει στο γενετικό υλικό των πιθήκων Μακάκους προσδιορίζει με τέτοια ακρίβεια την διάρκεια της ζωής τους.

Ακόμα πιο ειρωνικό ήταν ότι έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να το καταλάβει ο δρ  Όλιβερ, ότι όλοι οι πίθηκοι του  που είχαν την γενετική τροποποίηση του νοσήματος πέθαιναν την πρώτη εβδομάδα μετά τα τρίτα τους γενέθλια.

Μια παρατήρηση που όμως – εκτός από μια δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό Ζωολογίας – δεν βοήθησε καθόλου ούτε την καριέρα του ως γενετιστή -ούτε και κανένα δύσμοιρο που πέθαινε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με αυτό το νόσημα.

Επί δεκαπέντε χρόνια προσπαθούσε να διαπιστώσει με ποιον τρόπο το γονίδιο Α123, αυτές οι ελάχιστες μονάδες γενετικού υλικού μπορούσαν να καταστρέψουν όλα τα κύτταρα του αίματος και να οδηγήσουν έναν συνταξιούχο από εκεί που χαιρόταν ανέμελα την ζωή με τα εγγόνια του μέσα σε έξι με οχτώ μήνες σε ένα φρικτό θάνατο μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου.

Δεκαπέντε χρόνια μελέτης της βιβλιογραφίας, κατάθεση προτάσεων, αγωνίας για την έγκρισή τους και σκληρής εργαστηριακής δουλείας για μερόνυχτα στην συνέχεια. Δεκαπέντε χρόνια αφοσίωσης εκ των οποίων τα δέκα πρώτα το μόνο που κατάφερε ήταν να διαπιστώσει έναν ευφάνταστο τρόπο να περιορίσει το προσδόκιμο επιβίωσης ενός μακρινού του ξαδέρφου ως είδος.

Τα υπόλοιπα πέντε προσπαθούσε να χορηγήσει τροποποιητικούς παράγοντες για να ανακόψουν αυτήν την προγραμματισμένη από τον ίδιο πορεία προς τον θάνατο του Νίκου, της Μαρίας, της Ειρήνης, του Κώστα και των άλλων πιθήκων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως πειραματόζωα. Πειραματόζωα που ουσιαστικά είχε σκοτώσει ο ίδιος είτε με την γέννησή τους- μέσα από την επιλεκτική αναπαραγωγή των υβριδίων τους – είτε με την χορήγηση όλων των φαρμακευτικών ουσιών που η διάνοιά του του υπαγόρευε για να τους σώσει.

Στην αρχή οι αποτυχίες του δεν τον είχαν πτοήσει.

«Θα σώσουμε ανθρώπους, η έρευνά μου θα οδηγήσει σε νέες θεραπείες, θα ανοίξουμε νέους ορίζοντες στην αντιμετώπιση των καρκίνων του αίματος», έλεγε στην Μαρία πριν τρία χρόνια, μια νέα επιστήμονα μοριακής βιολογίας που μόλις ξεκινούσε το διδακτορικό της μαζί του.

Το έλεγε τον πρώτο χρόνο με στεντόρεια φωνή, εμπνέοντας της. Το έλεγε το δεύτερο χρόνο, μα η φωνή του είχε αρχίσει να χάνει την ένταση της, όπως ο ήχος που ακούγεται από ένα σκασμένο μπαλόνι. Τους τελευταίους μήνες της μιλούσε μόνο για τα απαραίτητα.

Το αδιέξοδο ήταν πια ορατό. Το μέιλ της προηγούμενης μέρας από τον διευθυντή της έδρας ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικό: «Όλιβερ, όλη η επιτροπή ανησυχεί για την εξέλιξη της έρευνάς σου. Δεν μπορώ πια άλλο να πιέζω άλλο καταστάσεις. Καλό θα είναι να τα πούμε από κοντά την Δευτέρα στις 10:30 στο γραφείο μου».

Δεν αιφνιδιάστηκε. Η Μαρία δεν έχει συγκεντρώσει δεδομένα για να ολοκληρώσει την διατριβή της και η πρόοδος του διδακτορικού της είχε απορριφθεί ως ανεπαρκής.  Το πανεπιστήμιο σκεφτόταν να διακόψει την χρηματοδότησή στο εργαστήριό του -αν δεν είχε τόσο καλή σχέση με τον διευθυντή της έδρας ήδη θα έψαχνε τις αγγελίες.

Μα το χειρότερο ήταν ότι όλα όσα πίστεψε, ναι, τα πίστεψε με θέρμη, όταν μπήκε σε αυτό το εργαστήριο, όλα διαψεύστηκαν τραγικά. Πώς ήταν δυνατόν όλη η χαρά και η θέληση και η προσφορά που ένιωθε όταν ξεκίνησε να οργανώνει αυτό το εργαστήριο να οδηγήσουν σε τόση απογοήτευση;

Αυτά σκεφτόταν ο Όλιβερ μέχρι να ακούσει την Μαρία να κλείνει την πόρτα του εργαστηρίου. Τα μάτια του όλο αυτό το χρονικό διάστημα ήταν στην οθόνη του υπολογιστή και στα δεδομένα που έβλεπε από τις αμέτρητες μετρήσεις που κατέγραφαν τις αντιδράσεις του Νίκου στον παράγοντα Χ.

Συγκεντρώσεις ηλεκτρολυτών στο αίμα, μερικές πιέσεις αερίων, κλάσματα εξώθησης και χίλια δυο άλλα νούμερα χόρευαν στα μάτια του, νούμερα δυσνόητα, που μόνο αυτός ήξερε να κατανοήσει την πολυπλοκότητά τους, τις συσχετίσεις τους, να δει την αρμονία που κρύβονταν ανάμεσά τους.

Και τότε, για πρώτη φορά, χωρίς καν να το σκεφτεί, ο Όλιβερ έκανε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που αν του το έλεγαν πριν από λίγα χρόνια θα φώναζε με επικριτικό τόνο: «Μα αυτά είναι απαράδεκτα! Δεν έχουν θέση στον χώρο της επιστήμης!».

Με τον κέρσορα έσβησε όλα τα δεδομένα του είχε μπροστά και στην συνέχεια άρχισε να γράφει άλλα, δικά του, στην αρχή δειλά, μα όσο περνούσε ο χρόνος, όλο και πιο γρήγορα όλο και πιο σίγουρα. Το βλέμμα του ήταν τόσο λαμπερό, τόσο απόκοσμο καθώς γεννούσε αριθμούς στην οθόνη. Έσβηνε, έγραφε, ξαναέσβηνε και ξαναέγραφε, ένιωθε ζωντανός, δημιουργούσε.

Μετά από κάποια λεπτά δημιουργικής μέθεξης απατεώνα, το εκρηκτικό χτύπημα του πληκτρολογίου σταμάτησε. Ο Όλιβερ είχε τελειώσει τον πίνακα των αποτελεσμάτων. Η ηρεμία ήρθε σιγά σιγά στο πρόσωπό του, έσωσε το αρχείο του με αργές και σίγουρες κινήσεις, έσβησε τον υπολογιστή του και σηκώθηκε να φύγει από το εργαστήριο.

Καθώς έβγαινε από το δωμάτιο το άδειο του βλέμμα συναντήθηκε με το βλέμμα του Νίκου, που καθόταν δεμένος στο κλουβί του και τον κοιτούσε. Ήταν τόσο τρομακτικά όμοια μεταξύ τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Αντωνίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής