Η θερμοκρασία όλο κι έπεφτε. Το κρύο τρύπωνε στο δωμάτιο και τουρτούριζα σα να μην υπήρχε αύριο. Τράβαγα το πάπλωμα όλο και πιο πάνω λες και θα μπορούσα να βυθιστώ μια για πάντα μέσα του. Τα χείλη μου είχαν οριακά μελανιάσει. Ήταν η πρώτη φορά που θα ξύπναγα από το κρύο.
Με τη τσίμπλα στο μάτι δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα τι γινότανε. Γιατί έκανε τόσο κρύο ξαφνικά; Πρώτη κίνηση, έκανα να πιάσω το κινητό. 11:05 Ξανακοίταξα. 11:05. Μεσημέρι.
«Τι γίνεται, ρε μαλάκα; Στο έβδομο όνειρο είμαι ακόμα;»
Τράβηξα τη κουρτίνα. Το σκοτάδι είχε πέσει βαρύ. Ήτανε βράδυ, πιο βράδυ από ποτέ. Κάποιοι από τους γείτονες είχαν ανοιχτά ήδη τα φώτα και κοίταζαν θολωμένοι αριστερά, δεξιά. Και πάνω βασικά. Κοιτάζαμε πάνω σα τους χάνους, αλλά γνωρίζαμε την πηγή του προβλήματος.
Ήμουν μόνος μου όμως, με ποιόν να μιλήσω; Με το κινητό, πάντα με το κινητό. Άνοιξα το φέισμπουκ να δω τι λέει ο κόσμος. Από τα ποστ κατάλαβα πως ήμουν από τους τελευταίους που ενημερώθηκαν.
«Εξαφανίστηκε ο ήλιος», γράφανε. Μα σοβαρά τώρα; Και πώς γίνεται αυτό; Ακαριαία; Μέσα σε μερικές ώρες; Κουτούλαγα το κεφάλι στις παλάμες μου για να ξυπνήσω. Ήτανε προφανές πως κοιμόμουνα ακόμα. Μια φάπα και δυο, αλλά τίποτα. Ακόμα εκεί.
Για «ανεξήγητο φαινόμενο» μιλούσαν τα επιστημονικά σάιτ. Κάποιο έγραφε: «Πλέον κινούμαστε ανυπότακτα στο αχανές σύμπαν, οι πιθανότητες για σύγκρουση με άλλο ουράνιο σώμα έχουν αυξηθεί δραματικά και η θερμοκρασία έπεται να πέσει κατακόρυφα τις επόμενες μέρες».
Αυτό το κατακόρυφα με στοίχειωσε. Ήταν το πραγματικό κατακόρυφα κι όχι τα φούμαρα που μας πουλάγανε οι μετεωρολόγοι. Υπήρχε πιθανότητα επιβίωσης ή απλά θα περιμέναμε το βασανιστικό πάγωμα των ψυχών μας; Έπρεπε να τηλεφωνήσω τον Ηλία να μου πει πάνω κάτω τι να περιμένω. Άμα ήτανε να παγώσω μέχρι θανάτου ας έπεφτα καλύτερα από τον έβδομο μια κι έξω.
Ο Ηλίας δε σήκωνε το τηλέφωνο. Ο άνθρωπος προφανώς είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει από το να απαντάει στα χίλια τηλέφωνα που θα του σκάγανε τώρα. Δεν μπορούσα να περιμένω.
«Έλα ρε μάνα, είδες τι γίνεται;»
Ευτυχώς μου απάντησε κατευθείαν γιατί στο παρατσάκ ήμουνα για τη κρίση πανικού.
«Ναι, αγόρι μου, τι κακό ήτανε αυτό που μας βρήκε, θα τρελαθώ πλέον εγώ μ’ αυτή τη χρονιά.»
Το 22 ήτανε μακράν η χειρότερη μας χρονιά όσον αφορά τα οικογενειακά, το 21 συνέχεια της πανδημίας του 20, τα χειρότερα χρόνια που πέρασε ο δυτικός πολιτισμός μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θα έλεγα με επιφύλαξη. Πάρε τώρα και το κερασάκι στη τούρτα και φάτηνε κρύα γιατί απ’ότι φαίνεται θα είναι το τελευταίο σου γεύμα αυτό.
Μιλήσαμε λίγο και της ζήτησα να μου βάλει τον αδερφό μου στο τηλέφωνο. Ως φυσικός κι αυτός θα μπορούσε να μου εξηγήσει στο περίπου τι θα γίνει.
«Κοίταξε ρε συ, δεν έχω πει τίποτα στη μαμά και πρόσεξε να μη της το αναφέρεις κι εσύ, αλλά σε μια δυο εβδομάδες ο πλανήτης θα είναι εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον για οποιαδήποτε μορφή ζωής. Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας τρόπος επιβίωσης με τέτοιες θερμοκρασίες. Θα καταναλώσουμε όλους τους πόρους που μας απομένουν, ε και μετά, κλάφτα Χαράλαμπε.»
Αυτό ήταν. Το τέλος της ανθρωπότητας. Έφτασε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα λέγανε οι θρησκόληπτοι και θα συμφωνούσαν, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, οι απογοητευμένοι από το ανθρώπινο είδος -ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Και το κύριο ερώτημα. Να παλέψω για επιβίωση στις τελευταίες μέρες που μου απόμεναν ή να παραιτηθώ και ν’ αφήσω τα γεγονότα να κυλήσουν μόνα τους; Σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις η κοινωνία βυθίζεται στο χάος και στη βία, έτσι δεν είναι;
ΤΟΥΚ, ΤΟΥΚ, ΤΟΥΚ, στην πόρτα. Ποιος είναι πάλι; Από τώρα να με σφάξουν ήρθανε; Δε πρόλαβα ούτε να κατουρήσω, ρε μάγκες. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Έτσι κι αλλιώς σωτηρία δεν έχουμε.
«Γεια σας, είμαι ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Θα κάνουμε συνέλευση για να οργανωθούμε και να δούμε ποια είναι τα επόμενα απαραίτητα βήματα, θα μας βοηθήσετε με τη συμμετοχή σας;»
Άκουσα κάτι που δε περίμενα εκείνη τη στιγμή να φτάσει στα αυτιά μου. Να οργανωθούμε λέει για να δούμε τα επόμενα βήματα. Τον άνθρωπο εντωμεταξύ πρώτη φορά τον έβλεπα στη ζωή μου. Ή ποιος ξέρει μπορεί να τον είχα πετύχει και τυχαία κάπου, στο ασανσέρ, στην είσοδο, αλλά ούτε φατσικά δε θα τον αναγνώριζα.
Έπρεπε να γίνει αυτό δηλαδή για να οργανωθούμε, ε; Γιατί πριν ο κόσμος κύλαγε όμορφα κι αρμονικά. Τρίτος παγκόσμιος εν αναμονή και μια κλιματική κρίση που μας ταλανίζει εδώ και χρόνια. Οι επιστήμονες να φωνάζουν πως πάει κατά διαόλου η κατάσταση αλλά εμείς εκεί, πάντα χαλαροί. Άμα δε φτάσει ο κόμπος στο χτένι δε μας καίγεται καρφάκι. Ας ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Και τι με νοιάζει εμένα;
«Ναι, ναι, βεβαίως κύριε… Πείτε μου πού πρέπει να βρίσκομαι και τι ώρα και θα σας συναντήσω εκεί» του είπα ξαφνιασμένος από την εξέλιξη της υπόθεσης.
Σε δέκα λεπτά στο διαμέρισμα 2 του τρίτου ορόφου. Ντύθηκα βιαστικά πήρα τα απολύτως απαραίτητα, που σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είσαι σίγουρος αν είναι τα λεφτά ή τα μαχαίρια, και ξεχύθηκα προς τα σκαλιά. Ήτανε να συναντήσω για πρώτη φορά τους ανθρώπους που ζούσαμε κυριολεκτικά μαζί.
Φτάνοντας στον τρίτο είδα πλήθος κόσμου μαζεμένο στην εξώπορτα. Ετοιμαζόντουσαν να μπούνε μέσα.
«Καλησπέρα», είπα σε δυο τρεις, προσπαθώντας να κρατήσω κρυφή την αναστάτωση μου. Κάποιοι συγκάτοικοι αναφωνούσαν, βρίζανε, μερικοί κλαίγανε κιόλας ήδη. Ό,τι χειρότερο για την ομαλή έναρξη της συνέλευσης. Ήθελα να δω πώς θα τους κουμαντάρει όλους αυτούς ο διαχειριστής ή όποιος ήταν να μιλήσει τέλος πάντων.
Με το που μπήκαν όλοι μέσα, ένας καραφλός μεσήλικας με γυαλάκια άρχισε να μιλάει: «Σας παρακαλώ ησυχία για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε», είπε αλλά ένα κομμάτι των ενοίκων δε πρέπει να τον είχε ακούσει καν. «ΗΣΥΧΙΑ», φώναξε μια δεύτερη και νομίζω πως αυτή τη φορά τον άκουσαν μέχρι και από την απέναντι πολυκατοικία.
«Γνωρίζετε τι συνέβη. Οι ειδήσεις για την εξαφάνιση του ηλίου έχουν κατακλύσει τα media. Βασικά δε χρειάζεται να μπείτε εκεί για καταλάβετε πως κάτι δεν πάει καλά», είπε κι έδειξε έξω από το παράθυρο. «Η κατάσταση θα χειροτερέψει τις επόμενες μέρες, οπότε θεώρησα πως απ’ το να σφαχτούμε θα ήταν ίσως σοφότερο να δράσουμε μαζί. Μπας και καταφέρουμε να κερδίσουμε κάτι, όντας για πρώτη φορά στα χρονικά πραγματικά συσπειρωμένο.ι»
Κάποιοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά, άλλοι συμφώνησαν μονολεκτικά.
«Όπως πάρα πολύ καλά γνωρίζετε, οι πόροι που θα χρειαστούμε για τις επόμενες μέρες, βρίσκονται στα χέρια των λίγων και η λογική λέει πως θα σταματήσει η διανομή τους στον υπόλοιπο πληθυσμό για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι ίδιοι για όσο περισσότερο χρονικό διάστημα γίνεται.»
Τον ακούγαμε όλοι κρεμάμενοι απ’ τα χείλη του. Σχεδόν όλοι.
«Δε θα έπρεπε να έχουμε τα απαραίτητα στοιχεία πριν οδηγηθούμε σε τέτοια βιαστικά συμπεράσματα;» αναφώνησε ένας από τους ενοίκους.
«Εσύ αν θες μπορείς να περιμένεις να σου κόψουν ρεύμα και νερό, να σου τελειώσουν τα τρόφιμα και μετά να βγάλεις συμπεράσματα. Άμα προλάβεις δηλαδή. Εγώ θα πάρω τα μέτρα που πιστεύω πως είναι απαραίτητα για την επιβίωση μου -κι όποιος θέλει μπορεί να με ακολουθήσει».
Ήταν αλήθεια, μιλούσε σαν κομμουνιστής. Είχε όμως άδικο; Ήταν η στιγμή να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας επιτέλους.
Κάποιοι χαρακτήρισαν την κίνηση “επανάσταση” κι έφυγαν άρον άρον από το διαμέρισμα. Εμείς που μείναμε ξέραμε πως ήταν θέμα επιβίωσης. Βάλαμε τις πολιτικές μας διαφορές στην άκρη και καταστρώσαμε το επόμενο βήμα προς την επερχόμενη επανάσταση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Κεβόρκ Λαζάριαν, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής