Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό της τρίτης Κυριακής του Απρίλη. Τρεις οι μήνες της Άνοιξης, πολλές οι Κυριακές της, γιατί και ποιοι διάλεξαν την τρίτη από δαύτες κανείς δεν ξέρει πια. Είναι μια ιστορία που κάπως χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων. Βέβαια, καθώς το έθιμο αυτό κρατάει από πολύ παλιά, απ’ όταν οι άνθρωποι δεν σκεπάζονταν με σεντόνια για να κοιμηθούν τα ανοιξιάτικα ζεστά μεσημέρια.
Στο σπίτι της Σόρα Αλμαλιμπράρ τα πρωινά είχαν ένταση, τσιριχτές φωνές, μπόλικες μυρουδιές, τρέξιμο -και λίγο γκρίνια καμιά φορά. Εκείνη τη μέρα το κλίμα ήταν περίεργο. Όπως δεκαεφτά χρόνια πριν, όταν ήταν η σειρά της ‘γιαγιάς’ Μαργαρίτας.
-Κορίτσια;; Θα με βοηθήσει καμιά σας να διαλέξω φόρεμα; Πλησιάζει η ώρα, πρέπει να φύγω.
-Ναι, μαμά, μια χορωδία ξεφώνισε.
-Τελειώσατε το πρωινό σας; Τον ήπιατε όλο το χυμό; Πρέπει να πάρετε βιταμίνες.
-Ναι, πλύναμε και τα πιάτα και τα ποτήρια.
-Ωραία. Άντε, ελάτε εδώ. Τι λέτε;
-Να βάλεις το γαλάζιο με τους κοκκινολιλά πανσέδες που είναι κεντημένοι πολύ όμορφα, μαμά, είπε η Βιολέτα, δεύτερη στη σειρά.
– Είναι πολύ όμορφο, αλλά.. Είναι βελούδινο κι είναι πρωί, κάνει ζέστη.
-Τότε να βάλεις το βιολετί, μαμά, που έχει εκείνες τις ροζ και φούξια ρίγες χαμηλά και μοιάζεις με νεράιδα των κήπων, είπε η Χαθίντα, η δίδυμη της Βιολέτας.
– Πού το θυμήθηκες αυτό; Έχω χρόνια να το βάλω, απ’τα γενέθλια της μικρής μας Μαργαρίτας. Θυμάστε; Είχαμε ρίξει κάτι χορούς!
-Ναι, μαμά. Ήταν πολύ όμορφο πάρτι, είπε ξανά η χορωδία της Βίλας των Ανθών.
-Έτσι να χορεύετε πάντα και να είστε αγαπημένες.
Μια μικρή αμήχανη σιωπή και μερικά εσωτερικά δάκρυα έκαναν τους λαιμούς όλων να κομπάσουν, εκτός απ’τη μικρή Μαργαρίτα που στον δικό της κόσμο έπαιζε με την κούκλα της και δεν καταλάβαινε τι επρόκειτο να συμβεί.
-Το κόκκινο φουστάνι να βάλεις μητέρα, είπε η μεγαλύτερη και σοβαρότερη Κλαβέλ. Σε κάνει να μοιάζεις πολύ ορμητική και πανέμορφη συνάμα, ταιριάζει με τη μέρα.
Η μητέρα πλησίασε την πρωτότοκη κόρη της, την αγκάλιασε απαλά και τόσο θερμά, όσο η πυρκαγιά που καίει απ’τα ξημερώματα στην πλατεία του χωριού, να κάψει λένε τα κακά του χειμώνα και να διώξει τη σκοτεινιά, καλωσορίζοντας τη νέα εαρινή χρονιά. Τη φίλησε γλυκά στο μάγουλο ψιθυρίζοντας στ’ αυτί της: “Να προσέχεις τις αδερφούλες σου, αγάπη μου. Να μείνεις δυνατή και πεισματάρα, αλλά να μην ξεχνάς τι σημαίνουν τα ονόματά σας και τη γλύκα κουβαλάνε!”
Ντύθηκε λοιπόν η Σόρα το φουστάνι της το κόκκινο, έβαλε και τα σανδάλια της τα καλά, από δέρμα ανδαλουσιανού άγριου αλόγου, αυτά που δένουν τρεις φορές γύρω απ’τον αστράγαλο, φίλησε τις κόρες της μία μία κι έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, ξέροντας πως θα τρέξουν να την κοιτάξουν να φεύγει.
~~{}~~
Στο μεταξύ η ταράτσα είχε σχεδόν γεμίσει κι όλοι περίμεναν την επίτιμη της γιορτής προσκεκλημένη. Μερικοί περίεργοι ήθελαν να ανέβουν, αλλά χωρίς πρόσκληση αδύνατον. Μια παρέα νεαρών μπήκε με χαχανητά στο ασανσέρ. Πάτησαν το κουμπί για τον δέκατο τρίτο όροφο, όμως τίποτα. Ένα μακρόσυρτο σκούξιμο της αλυσίδας, μια ανεπαίσθητη ανύψωση και γκουπ, πάλι κάτω.
– Ε, ας πάμε απ’τις σκάλες.
Βγήκαν, έκαναν να ανέβουν.
– Μα τι γίνεται εδώ;
– Έλα ντε. Χάθηκε η σκάλα, το ασανσέρ δε λειτουργεί. Τι διάολο;
Μια θεότρελη υποψία τους βασάνισε όλους.
~~{}~~
Η Σόρα προχωρούσε προς την είσοδο του κτιρίου κι όλα τα τριαντάφυλλα που ήσαν φυτεμένα στον προαύλιο χώρο γύρισαν, την κοίταξαν κι άφησαν τα πέταλά τους στο ζεστό αέρα που πάλι φυσούσε απαλά, σπρώχνοντας την προς τις σκάλες. Έπρεπε να ανέβει ένα ένα και τα διακόσια εβδομήντα τρία σκαλοπάτια, τραγουδώντας από μέσα της το τραγούδι που της είχαν δώσει στη γιορτή της τελευταίας πανσελήνου, εκεί στο λόφο με τις καρυδιές. Ένα ένα. Ώσπου έφτασε, τελείωσε το τραγούδι της και έσπρωξε τη μοναδική πόρτα του ορόφου.
Εκεί βρισκόταν ένα μικρό δώμα με τα απολύτως απαραίτητα. Μυρωδιές από καμένο φασκόμηλο, δεντρολίβανο και αγιόξυλο, αλλά κι από κανέλα, μπαχάρι και γαρύφαλλο, κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι έλουζαν ελαφρά την ατμόσφαιρα. Ένα μεγάλο πήλινο δοχείο γεμάτο με σανγκρία φτιαγμένη απ’ όλες τις οικοδέσποινες, δρόσιζε γλυκά όλους όσοι βρίσκονταν εκεί.
– Δε θέλουμε θλιμμένους σήμερα. Αυτή η γιορτή μπορεί να έχει το αίσθημα του πόνου, αλλά όλοι γνωρίζουμε πως είναι καθήκον μας να συνεχίσουμε αυτό το έθιμο στο ευλογημένο απ’τους θεούς χωριό μας. Έτσι κι η αγαπημένη μας Σόρα γνωρίζει, δέχεται με ταπεινή κατανόηση και σεβασμό την εκλογή της και έχει αφήσει τον πόνο πίσω της με το που διάβηκε την είσοδο αυτή. Έτσι γλυκιά μου;
Γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο.
Κι εκείνη έγνεψε χαμηλόφωνα “ναι”.
-Ας γιορτάσουμε λοιπόν, φίλες και φίλοι, αδερφές και αδερφοί, άνθρωποι του Μπενδίτο και του κόσμου.
~~{}~~
Όλοι χόρεψαν στους ήχους του δίαυλου και του καχόν που έπαιζαν ρυθμούς φερμένους από χρόνια μακρινά, χέρι με χέρι, στόμα με στόμα. Το πήλινο δοχείο στέρεψε απ’το αρωματικό ποτό.
Η Σόρα στάθηκε στη μέση της πλακόστρωτης με ζωγραφιστά κεραμικά ταράτσας, κοίταξε τους μουσικούς κι έπειτα την κούπα της. Εκείνοι ξεκίνησαν να παίζουν το σκοπό της αργά στην αρχή, όσο αυτοί γυρνούσε γύρω απ’τον εαυτό της κοιτώντας όλους και όλες στα μάτια, έναν έναν, μία μία.
Ύστερα η μουσική επιτάχυνε κι εκείνη σήκωσε την κούπα της ψηλά, φίλησε τον πάτο της και ήπιε μονορούφι. Χόρεψε με στροφές πολλές, ώσπου ζαλίστηκε. Σταμάτησε. Άφησε την κούπα να πέσει απ’το δεξί της χέρι κι εκείνη έσπασε αφήνοντας τις τελευταίες σταγόνες να χαθούν στους αρμούς.
Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό που είχε γίνει πορτοκαλί στο χάσιμο του ήλιου κι ήταν θολός απ’το νοτιά που όλη μέρα έφερνε σκόνη απ’την κοντινή έρημο. Προχώρησε ευθεία κοιτώντας ψηλά. Καβάλησε την κουπαστή κι αφέθηκε στη δύναμη της Γης.
Τα χρωματιστά σεντόνια περίμεναν να αγκαλιάσουν το κορμί της. Όλοι στη γειτονιά γνώριζαν την ώρα και τη στιγμή κι είχαν προετοιμαστεί. Είναι μέρος του εθίμου, το σώμα να ντύνεται στην πορεία του, για να πέσει στα μαλακά και με αυτά τα σεντόνια να τυλιχτεί για τη μεταφορά του στην ιερή φλόγα.
~~
Είχε πια βραδιάσει. Η φωτιά σιγόκαιγε ακόμα κι όλοι ήταν μεθυσμένοι. Στο κατώγι του κτιρίου, η γιορτή θα συνεχιζόταν ως την αυγή. Μυρωδιές από φλεγόμενα μαραμένα άνθη και ταμπάκο είχαν ποτίσει το χώρο. Οι κιθάρες έπαιζαν όλο πάθος και τα χέρια κρατούσαν το ρυθμό.
Η κοπέλα ντυμένη στο άσπρο σεντόνι, που συμβόλιζε την νέα αρχή, χόρευε εκστασιασμένη σε αργό ρυθμό με κινήσεις που σου σήκωναν την τρίχα. “Aaaaiii.. Una mariposa blancaaaa…”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του John Singer Sargent