Περί ψυχής κι εκδίκησης

0
540

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1-4.jpg

Nemo me impune laccesit “
Κανείς δεν με προκαλεί ατιμώρητα

Είχα ανεχτεί τα μύρια όσα από τον Φουρτουνάτο όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά όταν τόλμησε να με προσβάλει, ορκίστηκα να πάρω εκδίκηση. Κι όταν τη δίκαιη εκδίκηση μου πήρα, μάλλον ένα κομμάτι από την ψυχή μου εκεί βαθιά στην κρύπτη φυλάκισα. Μα δεν φταίω εγώ γιατί…

Οι φίλοι μου, μόνο φίλοι δεν είναι, τελικά. Φαίνεται ότι απολαμβάνουν με μία σαδιστική, θα έλεγα, ηδονή να με προσβάλουν, να με μειώνουν, να στρίβουν το μαχαίρι στην ψυχή μου και να ρίχνουν αλάτι στις χαίνουσες πληγές μου. Κι εσείς έχετε πια καταλάβει, καλύτερα από τον οποιονδήποτε άλλον, πόσο πολύ τιμάω το μότο του οικοσήμου της σπουδαίας οικογένειας μου. Και ο φίλος μου ο Φορτουνάτο θα μπορούσε να σας το επιβεβαιώσει και να ορκιστεί στη ζωή του, για το πόσο σοβαρά παίρνω τα χαραγμένα αυτά λόγια. Αν μπορούσε φυσικά!

Και επειδή το άδικο, είπαμε, αγδίκιωτο δεν πρέπει να μένει, άλλη επιλογή δεν είχα παρά να επαναφέρω την ισορροπία, και την αδικία και την προσβολή του Φελίτσε να του ξεπληρώσω. Τόλμησε ο αγαπητός μου φίλος επάνω σε μια συζήτηση ελαφριά, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, την υπόληψη μου να θίξει. Τα παχιά του χείλη για την ευτυχισμένη οικογένεια του αλαζονικά φλυαρούσανε και συμβουλές σε μένα έδιναν περιπαιχτικά για το ότι έπρεπε επιτέλους μαγκούφης να σταματήσω να είμαι και το ξακουστό της γενιάς μου όνομα να διαιωνίσω.

Καθόλου όμως δεν του έδωσα να καταλάβει πόσο βαθιά η μαχαίρια αυτή με λάβωσε. Απαλά και με χαμόγελο ξεκάρφωσα το στιλέτο και με περίσσεια φροντίδα δίπλα στην καρδιά μου το φύλαξα.

Και όταν πέρασε αρκετός καιρός κι ακόμα και η παραμικρή υπόνοια ότι μπορεί να του κρατούσα κακία ξέφτισε σαν παραπεταμένο τσόλι, με πρόφαση το βαρέλι με Chianti Classico που μου έστειλε ο καλός μου φίλος Αμπάτε από την Τοσκάνη , σε δείπνο στο παλάτσο μου τον προσκάλεσα. Αν δεν άνοιγα το βαρέλι για τον Φελίτσε, που ήταν τόσο ξεχωριστός για μένα, δεν έβρισκα λόγο να το ανοίξω καθόλου!

Κι ήμουν σίγουρος πως πολύ δύσκολα θα αντιστεκόταν σε καλό φαί και ακόμη καλύτερο κρασί· γιατί η αλήθεια είναι ότι το Chianti από το Castel Berardegna ήταν το καλύτερο κόκκινο κρασί που είχαμε κι οι δυο μας απολαύσει. Η μεστή και πλούσια γεύση του γαργαλούσε ευχάριστα τους ουρανίσκους μας, όση ώρα συζητούσαμε για την τέρψη της τέχνης και την τέχνη της γαστρονομίας και της οινοποσίας. Μα αυτό που περισσότερο με διασκέδασε ήταν να τον ακούω να προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξαφάνιση του Φορτουνάτο και να μαντέψει τους λόγους που μπορεί να τον είχαν οδηγήσει σε μία φυγή ή τις αιτίες ενός αδόκιμου χαμού.Με μεγάλο κόπο κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια· και όταν πήγε να μου ξεφύγει ένα χαχανητό, το γύρισα σε βήχα και βρήκα ευκαιρία να αλλάξω την κουβέντα.

-Ξέρεις, αγαπητέ μου Φελίτσε, έφτασε στα χέρια μου ένα, απ’ ότι διατείνονται οι πωλητές του, σπάνιο βιβλίο.

-Σπάνιο γιατί; Τι το ξεχωριστό μπορεί να έχει ένα βιβλίο, πέρα απ’ το να ανήκει σε σένα, φίλτατε;

Παρέβλεψα την κομψή ειρωνεία του και συνέχισα.

-Ο λόγος που υποτίθεται ότι δίνει ανεκτίμητη αξία σ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι είναι έργο των διάσημων αντιγραφέων του ορθόδοξου μοναστηριού του Αγίου Νικολάου του Κοριλιάνο ωτ’ Οτράντο της Απουλίας, στο νότο. Πρόκειται για έναν τόμο περγαμηνών που περιέχει τα τρία βιβλία «περί Ψυχής» του Αριστοτέλη.

-Ωωω, ακούγεται εξαιρετική αγορά, φίλε μου! Σε ζηλεύω γι’ αυτό σου το απόκτημα.

-Εγώ πάλι οφείλω να σου ομολογήσω ότι είμαι πολύ ανήσυχος. Τρομάζω στην ιδέα ότι βιάστηκα να αποφασίσω να επενδύσω σ’ αυτή την αγορά, πριν το εκτιμήσει κάποιος άξιος να αναγνωρίσει την αυθεντικότητα ή την πλαστότητα ενός τέτοιου αντικειμένου. Και μέχρι να έρθει αύριο ο Μπενεντέτο, που φημίζεται για τις γνώσεις και την ικανότητα του να δίνει τίμια τιμή σε παλιά αντικείμενα, φοβάμαι ότι καθόλου δεν θα ηρεμήσω. Και πρέπει να σου αποκαλύψω, πως ο λόγος που αποζήτησα τόσο επιτακτικά την συντροφιά σου απόψε, ήταν γιατί την παρέα σου την σκέφτηκα σαν βάλσαμο για την ταραγμένη μου καρδιά. Οι κουβέντες και η καλή σου διάθεση ήλπιζα ότι θα με βοηθούσαν να ξημερωθώ. Αλλά μου φαίνεται ότι η ανησυχία μου είναι πιο μεγάλη και από την μεγάλη σου καρδιά.

-Μοντρεσόρ, νομίζω ότι θα θυμώσω πολύ μαζί σου! Μοιραζόμαστε τόσα χρόνια μια τόσο πολύτιμη φιλία και δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό σου να προστρέξεις σε μένα; Γνωρίζεις πολύ καλά, καλύτερα από όλους ίσως, την δεξιότητα, τις γνώσεις και το χάρισμα που έχω να αναγνωρίζω τα γνήσια έργα τέχνης!

-Δεν θα έκανα ποτέ κάτι που να διακινδύνευε την φιλία μας αλλά δεν πέρασε, αλήθεια, στιγμή απ’το μυαλό μου να εκμεταλλευτώ τη δική σου αξία για να επιβεβαιώσω την αξία του αποκτήματός μου.

-Για ποια εκμετάλλευση μιλάς; Τιμή μεγάλη θα ήταν για μένα να πιάσω στα χέρια μου κάτι τόσο πολύτιμο για σένα!

-Μα, με τον Μπενεντέτο συμφώνησα να τον πληρώσω για τις υπηρεσίες του, ενώ εσύ, ως τόσο κοντινός μου άνθρωπος, δεν θα δεχόσουν ποτέ χρήματα από μένα να πάρεις.

-Πολύ καλά τα λες, αδερφέ μου! Φυσικά και δεν θα σου έπαιρνα χρήματα. Και ούτε πρόκειται να σου πάρω. Οδήγησε με αμέσως στο αντικείμενο αυτό.

-Καλέ μου Φελίτσε, σε παρακαλώ, δεν θα τολμούσα ποτέ να εκμεταλλευτώ την αυθεντία σου για να πιστοποιήσω την αυθεντία ενός ποταπού αντικειμένου!

-Μοντρεσόρ, δεν ακούω κουβέντα! Πήγαινε με αμέσως να το δω κι άσε τον απατεώνα τον Μπενεντέτο να περιμένει και την χαρά και την αμοιβή.

-Μα, δεν γίνεται να μην αμειφθείς, αν τελικά συμφωνήσουμε να προχωρήσουμε σ’ αυτή την συναλλαγή. Δέξου τουλάχιστον τα χρήματα που θα έδινα στον Μπενεντέτο.

-Θα αστειεύεσαι, βέβαια. Θεώρησε το δείπνο και την συντροφιά σου απόψε αλλά και την τιμή να αγγίξω αυτό το αντικείμενο, αντίτιμο για την υπηρεσία μου.

-Με φέρνεις σε πολύ δύσκολη θέση. Με αναγκάζεις να αρνηθώ.

-Μα, σε παρακαλώ. Τι πεισματάρης που είσαι; Εγώ θα σου χρωστώ αν τελικά αξιωθώ και αντικρίσω ένα αυθεντικό τεχνούργημα των μοναχών του Αγίου Νικολάου. Θα σου χρωστώ τη ζωή μου.

-Αν είναι έτσι, πώς να σου αρνηθώ; Έλα, καλέ μου φίλε. Ακολούθησε με.

Η χαρά που είδα να αστράφτει στα μεθυσμένα μάτια του Φελίτσε, φώτισε την δική μου ψυχή· γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το φίλος σε φίλο να χαρίζει στιγμές ευτυχίας. Στάθηκα από πάνω του και του πρόσφερα το μπράτσο μου. Το Chianti είχε αρχίσει να μουσκεύει το μυαλό του και να μαλακώνει και να λυγίζει τα γόνατα του. Προχωρήσαμε στο μακρύ διάδρομο που οδηγούσε από την τραπεζαρία στην αίθουσα χορού και το δικό μου ευαίσθητο και νηφάλιο αυτί άκουσε τον μοναδικό υπηρέτη που είχα κρατήσει στο Παλάτσο για τις ανάγκες αυτού του δείπνου, να εγκαταλείπει το οίκημα. Ο βαρύς ήχος της καγκελόπορτας που έκλεισε πίσω του, σαν απαλό κύμα χάιδεψε τα μαύρα νερά της ψυχής μου και ένιωσα μια ανατριχίλα να μυρμηγκιάζει το κορμί μου. Τίναξα το κεφάλι μου κι αποτίναξα την αίσθηση.

Ο καλός μου ο Φελίτσε, με βαριά και ασταθή βήματα, στηριζόμενος πάνω μου, φλυαρούσε από την έξαψη της πιθανότητας να αγγίξει ένα τόσο σημαντικό έργο της ανθρώπινης διανόησης και χειροτεχνίας. Όταν φτάσαμε μπροστά στην διπλή περίτεχνη πόρτα, την άνοιξα θεατρικά για να φανεί ότι κι εγώ μοιραζόμουν την ίδια με αυτόν καλή διάθεση.Αυτή η προσποιητή επισημότητα έφερε ένα γάργαρο γέλιο στο λάρυγγα του φιλοξενούμενού μου.

-Αγαπητέ μου Μοντρεσόρ, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που διάβηκα το κατώφλι αυτού του υπέροχου χώρου; Θαρρώ πως πρέπει να ήταν τότε που οι γονείς σου είχαν παραθέσει την δεξίωση των αρραβώνων σου με την δεσποσύνη Ματίλντε. Τι άδοξο το τέλος αυτής της μοναδικής σου σχέσης…

Το τσίμπημα της ανάμνησης της λατρεμένης μου Ματίλντε τσίγκλησε την αποφασιστικότητα μου. Όμως λίγο έλειψε να προδοθώ· μια παρόρμηση να τον στείλω κλωτσηδόν μέσα στην αίθουσα διαπέρασε το κορμί μου και μόλις που πρόλαβα τα άκρα μου από την αυτονόμηση.

Καθώς εισήλθαμε στον χώρο, τα θολά μάτια του Φελίτσε χάιδεψαν τα πορτρέτα και τους πίνακες που κοσμούσαν τους τοίχους. Πλησίασε τη βιτρίνα με τα κειμήλια του οίκου των Μοντρεσόρ, στα οποία προστέθηκαν και τα δικά μου αποκτήματα, που με αιματηρές στερήσεις κατάφερα να συλλέξω. Φαινόταν να ψάχνει να εντοπίσει τον τόμο, για τον οποίο η φαντασία του είχε ήδη πλέξει το εγκώμιο. Ευφραινόταν η ψυχή μου παρατηρώντας την αδημονία του στο υγρό του βλέμμα και κάτι σκίρτησε μέσα μου μόλις σταμάτησε η ματιά του στην στρογγυλή μεταλλική μπανιέρα και τα δύο μικρότερα μεταλλικά δοχεία, που βρισκόνταν μπροστά στο σβηστό τζάκι. Ακολουθώντας το βλέμμα του, προχώρησα προς τα εκεί.

-Κάνει ψύχρα και θα το ανάψω, ώστε με άνεση να μπορέσεις να επιδοθείς στην μελέτη και την απόλαυση, ελπίζω.

-Ναι, μα, τι δουλειά έχει εδώ στην μπανιέρα και αυτά τα δοχεία;

-Α, είναι πολύς καιρός που απολαμβάνω το μπάνιο μου εδώ. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από το χώρο αυτό για να καθαρίζω το σώμα μου και ταυτόχρονα να λούζω την ψυχή μου στην ομορφιά της τέχνης και της παράδοσης!

Φαίνεται ότι η εξήγηση αυτή τον ικανοποίησε. Αυτή άλλωστε έδωσα και στους υπηρέτες μου, για να δικαιολογήσω την μεταφορά των σκευών στο χώρο πριν από περισσότερες από είκοσι μέρες. Την ώρα που πάλευα να δώσω ζωή στην εστία, κάλεσα τον Φελίτσε να αναπαυτεί σ’ έναν από τους κόκκινους βελούδινους καναπέδες που ήταν παραταγμένοι κατά μήκος των τοίχων της αίθουσας. Κάθισε σ’ αυτόν που ήταν πιο κοντά στο τζάκι και άπλωσε πόδια του πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι που υπήρχε μπροστά, αποκαμωμένος από το πολύ φαΐ και το άφθονο αλκοόλ που είχε καταναλώσει. Μόλις ολοκλήρωσα το άναμμα της φωτιάς, προχώρησα προς τη βιτρίνα και από το συρτάρι που βρισκόταν στη βάση της, με μεγάλη προσοχή πήρα στα χέρια μου το πολύτιμο αντικείμενο. Χωρίς να μιλήσω το άφησα απαλά πάνω στο τραπέζι.

Ο Φελίτσε κατέβασε τα πόδια του κι ανέβασε το βλέμμα του και συνάντησε το δικό μου. Με τρυφερότητα άγγιξε το βιβλίο πριν καλά-καλά τα μάτια του πέσουν πάνω του. Βλέποντας τα χέρια του να χαϊδεύουν το σκληρό δερματόδετο εξώφυλλο του τόμου, ένας αναβρασμός τάραξε την ύπαρξή μου. Έβλεπα τα δάχτυλα του να ακολουθούν τα ανάγλυφα σχέδια που είχαν φιλοτεχνηθεί πριν από αιώνες και ανυπομονούσα να ανοίξει το βιβλίο και να φυλλομετρήσει το αριστούργημα, ελπίζοντας ότι η λεπτή και δροσερή μυρωδιά της λεβάντας θα κάλυπτε την επιθετική, χωμάτινη οσμή του ακονίτη, του τοξικού αυτού βοτάνου, με τα υγρά του οποίου είχα αλείψει τις περγαμηνές. Κι αναθάρρησα, μόλις, μετά την πρώτη σελίδα, σάλιωσε τα δάχτυλα του για να γυρίσει την περγαμηνή, προκειμένου να μην τσακίσει το ευαίσθητο από την παλαιότητα υλικό. Γύρισε και την δεύτερη σελίδα χωρίς να περάσει τα δάχτυλα του από το στόμα του· αυτό δεν με ανησυχούσε, μιας κι ο ακονίτης θα την έκανε τη δουλειά του και μόνο με την επαφή με τα γυμνά δάχτυλα του ερευνητή. Στην τρίτη σελίδα σήκωσε το βλέμμα του και μ’ ένα ζεστό χαμόγελο, μου είπε:

-Αγαπημένε μου Μοντρεσόρ, το ότι μοιράζομαι την τύχη σου, είναι μεγάλη ευτυχία για μένα! Το απόκτημα σου είναι πέρα για πέρα αυθεντικό! Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω που μου επέτρεψες να είμαι ο πρώτος φίλος σου που το πιάνω τα χέρια μου και το προσφέρω στα μάτια μου!

-Πόσο ευτυχισμένο με κάνεις, καλέ μου φίλε! Και για την ανακούφιση της παράτολμης αυτής αγοράς και για την χαρά που σου προσφέρω . Σε παρακαλώ, μιας και φαίνεται εσύ να το απολαμβάνεις πιο πολύ κι από μένα, συνέχισε την περιπλάνηση σου σ’ αυτόν τον θησαυρό.

Ο Φελίτσε γύρισε την τρίτη σελίδα. Εκεί στην τέταρτη παρέμεινε δακρυσμένος καθώς αντίκρισε μια εξαιρετική εικονογράφηση, που την στόλιζε. Τελευταία στιγμή, πριν ένα δάκρυ στάξει πάνω στον πάπυρο, πρόλαβε και σκούπισε με το δηλητηριασμένο χέρι του το βλέφαρο. Σαν να τον έτσουξε μάλλον, το πέρασε και με την ράχη της παλάμης του και, αφού ανακουφίστηκε, προχώρησε στην πέμπτη σελίδα.

-Είναι εξαιρετικό, φίλε μου! Εξαιρετικό! Είχα ακούσει γι’ αυτό το βιβλίο αλλά δεν πίστευα ότι θα είχα ποτέ την ευλογία να το δω.

-Καλέ μου Φελίτσε, με συγκινεί η συγκίνησή σου! Τόσο πολύ, που σκέφτομαι σοβαρά να σου το χαρίσω.

Στο άκουσμα αυτών των λόγων μου πήγε να τιναχτεί από τον καναπέ με έκπληξη αλλά μια έντονη αδυναμία τον κράτησε καρφωμένο στη θέση του.

-Φαίνεται ότι το κρασί και η συγκίνηση έχουνε μουδιάσει το σώμα μου. Δεν γίνεται να το εννοείς…

-Ξέρεις καλά ότι δεν θα έλεγα ποτέ σε σένα κάτι που δεν εννοώ. Τώρα μάλιστα θα στείλω τον υπηρέτη μου να καλέσει την γυναίκα σου και ενώπιον της να σου το παραδώσω.

-Μην την ανησυχήσεις…

-Δε νομίζω ότι η δική σου η χαρά θα την ανησυχήσει. Στάσου εδώ και απόλαυσε το νέο σου απόκτημα. Έρχομαι αμέσως.

Βγήκα από την αίθουσα και στάθηκα έξω από την πόρτα. Ηδονιζόμουν να τον ακούω να παραμιλά και να φιλά τον νεοαποκτηθέντα θησαυρό του. Μετά από λίγο μπήκα μέσα και τον βρήκα να ξεφυλλίζει τον τόμο με λατρεία. Την προσήλωση του διέκοψε ένας γδούπος που ακούστηκε από την μεριά του τζακιού. Αφουγκράστηκε για λίγο και συνέχισε να αγγίζει το αντικείμενο του πόθου του σαν να ήταν η ερωμένη που για χρόνια αναζητούσε. Σταμάτησε μόλις τα χτυπήματα πάνω σε μέταλλο και ο υπόκωφος θόρυβος που συνοδευόταν από κλαψουρίσματα δεν γινόταν να αγνοηθεί.

-Αγαπητέ μου Μοντρεσόρ, τι ακούγεται έτσι; Ελπίζω ότι πρόκειται για παραισθήσεις που η μέθη του ποτού και της ευτυχίας μού έχουν προκαλέσει.

-Μάλλον ήρθε η λατρεμένη σύζυγος σου με τα δυο σας παιδιά!

Με απορημένο βλέμμα κοίταζε μια εμένα και μια τα σκεύη που βρισκόταν μπροστά στο τζάκι.

-Νομίζω, κρίνοντας από τα θαμπά σου μάτια και τα μουδιασμένα σου άκρα, ότι ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω την έκπληξη μου. Φοβάμαι, μάλιστα, ότι μπορεί να έχω αργήσει κιόλας.

-Τι άλλη έκπληξη μπορεί να μου επιφυλάσσεις; ρώτησε με γνήσια έκπληξη, βουτηγμένη στην κινούμενη άμμο του ναρκωμένου του μυαλού.

-Η έκπληξη είναι ότι είναι ήδη παρόντες στην τόσο σημαντική για σένα στιγμή της απόκτησης ενός τόσο πολύτιμου αντικειμένου, η γυναίκα σου και τα δυο σου παιδιά.

-Μα τι λες; Που είναι; Η γυναίκα μου; Τα παιδιά μου;

-Μα, ναι! είπα και πλησίασα στο τζάκι. Με την μπότα μου χτύπησα την μεγάλη μπανιέρα και ο υπόκωφος μεταλλικός ήχος απαντήθηκε από βουβά χτυπήματα και μουγκρητά που προέρχονταν από το εσωτερικό της.

-Η γυναίκα σου…

Στη συνέχεια κλώτσησα και το διπλανό δοχείο κι ένα κλάμα ακούστηκε σαν να ερχόταν από σπηλιά, χαμηλό και παραπονιάρικο ενώ από το άλλο δοχείο που χτύπησα με το χέρι μου απότομα, με χτυπήματα και οξιές στριγκλιές αποκρίθηκε το μέταλλο.

-Και τα παιδιά σου…

Τι ηδονή! Η φρίκη στο βλέμμα του, το στόμα του που έχασκε από την έκπληξη και τον πανικό και η απέλπιδα και μάταιη προσπάθεια να σταθεί όρθιος, ήταν μέλι που έσταζε στην ψυχή μου.

-Νομίζω ότι ο αέρας στα σφραγισμένα με κερί δοχεία θα τελειώσει την ίδια ώρα που το σώμα σου θα παραδοθεί, θα νικηθεί οριστικά από το θανατηφόρο δηλητήριο.

Ο Φελίτσε προσπάθησε να μιλήσει αλλά φαίνεται πως η γλώσσα του είχε ήδη πρηστεί και οι ήχοι που έβγαζε έμοιαζαν περισσότερο με μουγκανητά ταύρου σε οίστρο παρά με ανθρώπινη λαλιά. Τα δοχεία πάλλονταν και η μουσική των μουγκρητών, των χτυπημάτων και των κλαμάτων χάιδευε αυτιά μου. Ο καημένος ο Φελίτσε προσπάθησε να πάει δίπλα στους αγαπημένους του αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σωριαστεί στο πάτωμα, να συρθεί μέχρι το τζάκι για να βρεθεί δίπλα τους.

-Αγαπητέ μου Φελίτσε, η αλαζονεία και η απληστία σου σας καταδίκασε όλους σας σε θάνατο. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να αποδώσω δικαιοσύνη και να επαναφέρω την ισορροπία. Ότι ερώτημα έχεις, αυτή η γραφή θα σου το απαντήσει.

Ο Φελίτσε, με μεγάλο κόπο, ακολούθησε το χέρι μου, που έδειχνε το μεταλλικό οικόσημο που ήταν κρεμασμένο πάνω από το τζάκι. «Κανείς δε με βλάπτει ατιμώρητος». Τα τσιμπλιασμένα μάτια του προσπάθησαν να εστιάσουν. Με αυτό να καθρεφτίζεται στα μάτια του, μια φουσκάλα πράσινου αφρού βγήκε από το στόμα του μαζί με την τελευταία του ανάσα. Στο μεταξύ και η φασαρία από την μπανιέρα και τα δοχεία είχε σταματήσει. Λογικό ήταν. Από το προηγούμενο βράδυ τα είχα σφραγίσει με κερί. Ένα κύμα τύψεων πάφλασε στο στήθος μου. Λυπήθηκα για αυτές τις ψυχές, που χρειάστηκε να θυσιαστούν, ώστε το μαρτύριο του φίλου μου να είναι όχι μόνο για την αγωνία του δικού του χαμού αλλά και για το ξεκλήρισμα ολόκληρης της οικογένειας του, των λατρεμένων του παιδιών και της πανέμορφης συμβίας του.

Γύρισα και κοίταξα προς το τραπέζι. Το βιβλίο στεκόταν να χάσκει κοιτώντας τον ουρανό και εγώ προσπαθούσα να καταλήξω σε μια απόφαση που με βασάνιζε από τη στιγμή που δηλητηρίασα τον «περί ψυχής» τόμο. Σκεφτόμουν σοβαρά να τον πετάξω στη φωτιά για να ξεφορτωθώ το πειστήριο του εγκλήματος. Μα τόσο η αξία του όσο και η χρησιμότητα του με έκαναν να αμφιταλαντεύομαι. Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα μου έφυγε από το βιβλίο και γλίστρησε στη φωτιά. Όμως το οικόσημο που δεσπόζει πάνω από το τζάκι σαν μαγνήτης με ανάγκασε να το στρέψω πάνω του. Η απόφαση ελήφθη ερήμην μου· το βιβλίο παραήταν πολύτιμο και χρήσιμο για να παραδοθεί στην πυρά. Όφειλα να το φυλάξω, ώστε χωρίς κόπο να μπορώ να τιμώ την παράδοση της οικογένειας και να υπακούω στην προσταγή του οικοσήμου μας. Ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να το ξαναχρησιμοποιήσω αλλά με τους φίλους που έχω, ποτέ κανείς δεν ξέρει. Το έκλεισα προσεκτικά, φροντίζοντας να μην αγγίξω καθόλου τις φαρμακερές περγαμηνές και το έβαλα, σαν μωρό στο λίκνο του, μέσα στο συρτάρι. Το κλειδί το πήρα και το κρέμασα στην αλυσίδα του λαιμού, δίπλα στο σταυρό μου.

Τώρα είχα άλλη δουλειά να κάνω. Έπρεπε να κατεβάσω, με το ανεβατόρι που συνέδεε την αίθουσα χορού με το κελάρι, το άψυχο σώμα του Φελίτσε και να τον χτίσω κι αυτόν σε μια κρύπτη, δίπλα σε κάποιον από τους τιμημένους μου προγόνους. Μαζί του θα έβαζα, για παρέα στον άλλο κόσμο, το άτυχο αδέσποτο σκυλί, που φιμωμένο μέσα στην μπανιέρα, έπαιξε τόσο πειστικά το ρόλο της γυναίκας του· αλλά και τα δύο γατιά, που άφησαν την τελευταία τους πνοή φυλακισμένα μέσα στα μικρότερα δοχεία, εγκλωβισμένα μέσα σε σακιά χοντρά, για να μην προδώσουν οι νυχιές τους πάνω στο μέταλλο τη φύση τους, και που τα νιαουρίσματα τους, που προσιδιάζουν σε κλάματα μωρών, έπαιξαν το ρόλο των παιδιών του.

-Εγώ είμαι δίκαιος Φελίτσε. Η οικογένεια σου δεν μου προκάλεσε κανένα κακό για να σ’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι. Αρκετό πόνο άλλωστε θα τους προκαλέσει ο ξαφνικός χαμός σου. Το ρόλο τους τον έπαιξαν: το μαρτύριο το δικό σου πιο βασανιστικό έκαναν.

Και απευθύνοντας τα λόγια αυτά στον φίλο μου, ξεκίνησα. Θα ήταν ένα κουραστικό για το σώμα μου βράδυ. Αλλά ένιωθα τόσο ανάλαφρη την μισερή ψυχή μου.

Τέλος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βίκυ Κόνιαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής