Να με, λοιπόν, με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, μέσα σε μια γυναίκα. Με μπράτσα υπομονετικά σταυρωμένα, περιμένω, περιμένω κι αναρωτιέμαι μέσα σε ποια γυναίκα είμαι και για ποιόν σκοπό.
Θα ρωτήσω την γυναίκα αμέσως μόλις βγω από μέσα της. Έχω πολλές ερωτήσεις να της θέσω. Τόσες, που φοβάμαι ότι θα τις ξεχάσω όλες όταν έρθει η ώρα, καθώς μου λείπει ένα σύστημα αρχειοθέτησης γιατί δεν διαθέτω παρά ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι, όπως λέει και η ίδια. Δεν αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς σημαίνει η έκφραση αλλά αφού βγω θα την χρησιμοποιήσω με την πρώτη ευκαιρία. Το ζήτημα είναι ότι για να καταλάβω τον δικό μου προορισμό πρέπει να πιστοποιήσω την ταυτότητα και τους σκοπούς αυτών εκεί έξω και πρωτίστως της γυναίκας που με φέρει μέσα της.
Κάποιο συμφέρον θα είχε για να μπει στην διαδικασία να με βάλει μέσα της. Ύποπτη εξ αρχής. Θα μπορούσα βέβαια με το καλημέρα ή το καλησπέρα (συνθηματικά άνευ ουσίας, έχω καταλήξει ότι είναι) να αρχίσω με τα, πώς λέγεσαι και πού κατοικείς, με τι ασχολείσαι και τί ζώδιο είσαι. Όμως δεν θέλω και να ακουστώ σαν μπάτσος που φλερτάρει. Δεν θα είναι μόνο άκομψο, πράγμα που σίγουρα δεν μου ταιριάζει, θα είναι και ασύμφορο. Αφού έτσι, η γυναίκα θα καταλάβει ότι παρά την απειρία μου, ήδη γνωρίζω πράγματα.
Αυτή μου η γενική ας την πω, γνώση, προέρχεται βέβαια από σκόρπιες και ασαφείς πληροφορίες, τις οποίες συλλέγω κυρίως με την ακοή και την γεύση μου. Πάντως, tabula rasa όπως λένε, δεν είμαι. Με συμφέρει όμως να νομίζουν ότι είμαι αδαής. Όπως με συμφέρει να νομίζουν ότι είμαι αδύναμος και ανυπεράσπιστος και άρα εξαρτημένος από την φροντίδα τους.
Μεγάλη υπόθεση αυτό το τελευταίο. Κατάλαβα την έννοια του «ωφελιμισμού» μια φορά που η γυναίκα που με περιβάλει αποκοιμήθηκε ακούγοντας μία διάλεξη. Όταν εκείνη κοιμάται ησυχάζω κι εγώ από τους ενοχλητικούς ήχους, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Οι υψηλές συχνότητες και οι ήχοι των εντέρων είναι οι χειρότεροι. Επίσης, όταν κοιμάται, απαλλάσσομαι για λίγο από τις τρομακτικά αταίριαστες γεύσεις που σκαρφίζεται και συνδυάζει για να τραφεί. Να τραφούμε δηλαδή. Κυρίως όμως, όπως τότε με την διάλεξη, αρπάζω κάθε ευκαιρία για να καλλιεργηθώ. Αν εκείνη αγνοεί σε τι εγώ μαθητεύω, ακόμα καλύτερα. Νιώθω πως μου είναι απαραίτητο εφόδιο η σπουδή, προκειμένου να αντιμετωπίσω αυτό που συμβαίνει εκεί έξω. Αυτό που με περιμένει. Ήδη είναι σχεδόν αβάσταχτο.
Οι ανόητοι όλοι, η γυναίκα και ο περίγυρός της, αναφερόμενοι στην ύπαρξή μου με αποκαλούν με λέξεις που όλες τελειώνουν σε άκι, ούλι και ούλα. Ορκίζομαι στον ομφάλιο λώρο ότι, όταν ακούω αυτές τις λέξεις νιώθω την ίδια αηδία που με κατακλύζει όπως όταν η γυναίκα ρίχνει μέσα της βραστό κουνουπίδι μαζί με φρέσκο χυμό πορτοκάλι! Εκτός της σωματικής βαρβαρότητας στην οποία υποβάλλομαι είναι εύλογο νομίζω και να μπερδεύομαι… Αν με μισεί τόσο, γιατί με αποκαλεί «αγαπούλα της»;
Έχω πολλές απορίες σε πολλούς τομείς αν και θεωρώ το διατροφικό, μέγα ζήτημα. Το ίδιο σημαντικό πρέπει να είναι και για τους έξω καθώς ακούω πως πεινούν, μαγειρεύουν, τρώνε και μιλάνε συνεχώς για το φαγητό, ιδιαίτερα δε για ένα συγκεκριμένο είδος τροφής. Ένα είδος που περιέργως εγώ δεν έχω δοκιμάσει ποτέ μέσω της γυναίκας, παρά τις κατηγορίες που εκτοξεύει συχνά εναντίον της μία οικεία αντρική φωνή.
Η φωνή λοιπόν λέει, πως η γυναίκα τρώει κάθε μέρα πάρα πολλά λεφτά. Κι ότι εκείνος για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της, έπρεπε να φάει τα λεφτά του πατέρα, του αδελφού του και του συνεταίρου του και ότι ούτε το αυτοκίνητο δεν κινείται αν δεν το ταΐσεις κι αυτό λεφτά και πλέον είναι κλειδωμένο στο γκαράζ. Τι λογής αυτοκινούμενο αναρωτιέμαι είναι αυτό, αν η ύπαρξή του εξαρτάται από τους άλλους όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωσή μου;
Αισθάνομαι ήδη μια αλληλεγγύη προς το άγνωστο πλάσμα που δεν κινείται αυτόνομα, παρά τοόνομάτου.Εγώφυλακισμένοςμέσαστηνγυναίκακιεκείνοκλειδωμένοστογκαράζ.Καταστρώνω ήδη σχέδιο. Αν ο έξω κόσμος δεν είναι και πολύ της προκοπής, όπως υποψιάζομαι από αυτά που ακούω, αφού βγω και μόλις ενδυναμωθώ, θα απελευθερώσω το αυτοκίνητο και θα φύγουμε μαζί. Ως τότε, κάνω υπομονή και συλλέγω στοιχεία.
Σύμφωνα με αυτά, η γυναίκα ο άντρας και μερικές φορές και άλλες φωνές που εναλλάσσονται συχνά, συζητούν για το μέλλον μου. Το εκπληκτικό είναι ότι άλλες φορές μου απευθύνονται προσωπικά, με τα απεχθή άκι και ούλι και άλλες φορές πάλι, μιλούν για μένα ξεχνώντας παντελώς ότι τους ακούω.
Και τότε, λένε τρομερά πράγματα. Όσο μιλάνε, τόσο πείθομαι ότι πρόκειται για όντα διαταραγμένα. Η γυναίκα επιμένει ότι δεν θέλει να με θηλάσει για να μην χαλάσει το στήθος της και ότι πρέπει να γραφτώ γρήγορα σε ένα ακριβό σχολείο από το οποίο βγαίνουν μόνο πρωθυπουργοί. Λέει ακόμα ότι θα αγοράσει CD με τους ήχους που βγάζουν οι φάλαινες όταν ταξιδεύουν για να ακούω και να νανουρίζομαι όταν πλέον δεν θα είμαι μέσα της.
Ο άντρας της απαντά ότι λέει βλακείες και ότιαν θαυμάζει τις φάλαινες θα έπρεπε να με θηλάσει όπως κάνουν αυτές και ότι σκασίλα του γιατους πρωθυπουργούς. Κάποτε τον άκουσα να ουρλιάζει λέγοντας : «Ο μικρός (εγώ δηλαδή;) θ’ ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειας και θα κάνει το ίδιο επάγγελμα μ’ εμένα».
Δεν διευκρίνισε όμως τι επάγγελμα είναι αυτό και έτσι εκτός από τον τρόμο που μου προκάλεσε η χροιά της φωνή του, απέκτησα κι άλλες απορίες. Αν όντως ας πούμε, το επάγγελμά του είναι καλύτερο από αυτό του πρωθυπουργού. Και εν πάση περιπτώσει τι είναι «πρωθυπουργός»; Κλώτσησα εκείνη την στιγμή τα τοιχώματα στην κοιλιά της γυναίκας ζητώντας απεγνωσμένα εξηγήσεις αλλά εκείνη απάντησε στο λάκτισμα γαστρονομικά και άλειψε με μαρμελάδα κάτι σαρδέλες.
Αν έτσι τρέφεται και ο πρωθυπουργός που έχει η ίδια σε υπόληψη να μου λείπει, σκέφτηκα. ‘Όταν πρόσφατα μια τρίτη φωνή αποφάσισε να συμμετάσχει στην διαμόρφωση του μέλλοντός μου κατάλαβα επιτέλους και την έννοια του θρίλερ. ‘
Άλλωστε ποτέ δεν πίστεψα ότι «Το μωρό της Ρόσμαρυ» που έβλεπε τις προάλλες η γυναίκα, ήταν κάτι τρομακτικό όπως συζητιέται. Απόδειξη θεωρώ ότι η γυναίκα κατάπινε επί δύο ώρες μόνο γλυκά πράγματα, τα εσωτερικά της όργανα λειτουργούσαν αθόρυβα και εγώ πέρασα πάρα πολύ ωραία. Σε κανονικό θρίλερ, εξελίχθηκε η επίσκεψη ενός άντρα με βαθιά φωνή.
Ο βαρύτονος, που σίγουρα μασούλαγε ενώ μιλούσε και ρούφαγε ένα υγρό συχνά, αποκάλεσε την γυναίκα και τον άντρα «γονείς» μου. Είπε ακόμα ότι από αυτόν δεν θα δουν φράγκο τσακιστό μετά από τις ατασθαλίες που έπραξαν σε βάρος του, αλλά αν συμμορφωθούν θα γράψει την περιουσία στο όνομά μου και θα λογοδοτούν σε εμένα όταν θα έρθει η ώρα.
Ακούστηκαν κάτι πιρούνια να πέφτουν και μετά σιωπή. Εγώ αυτόν τον τύπο δεν τον γνωρίζω και δεν ξέρω τους σκοπούς του. Κατάλαβα όμως πως οι αποκαλούμενοι γονείς μου, που μετά την δήλωσή του δεν έβγαλαν κιχ, τον τρέμουν. Ώστε έτσι λειτουργεί το πράγμα, σκέφτηκα. Η ωφελιμιστική μου φύση συντονίστηκε γοργά με το μήνυμα που μόλις είχα πάρει. Μα τι τύχη, να γνωρίζεις ποιόν έχεις σύμμαχο πριν καν ξεμυτίσεις στον κόσμο.
Τέντωσα τα κουλουριασμένα μέλη μου με ευχαρίστηση παραμορφώνοντας στιγμιαία την κοιλιά της γυναίκας. Είναι ελαστική αυτή δεν παθαίνει τίποτα. Μέχρι που σκέφτηκα να κάνω μια αστραπιαία τούμπα και να βρεθώ με το κεφάλι στην σωστή θέση, έτοιμος για την έξοδο. Γιατί να το καθυστερούμε; Η ζωή με περιμένει.
Κι έπειτα, θέλω να γνωρίσω αυτόν τον τύπο με την βαθιά φωνή και το αναμφίβολα καλό γούστο.
«Και κάτι τελευταίο» είπε ο βαρύτονος τώρα. «Το παιδί θα πάρει το όνομά μου». Η σιωπή, βασίλευε εκεί έξω. Και μετά, «θα τον πούμε Κωστάκη». Ακόμα σιωπή. Καμία αντίδραση. Ούτε μία αντίρρηση.
Κιχ. Δεν είναι δυνατό. Η μικρή μου καρδιά χοροπηδούσε με θόρυβο και δυο μπουρμπουλίθρες ανάδεψαν το αμνιακό υγρό . Μα πείτε κάτι. Μιλήστε επιτέλους. Εσύ, η γυναίκα που είμαι μέσα σου κι εσύ ο άντρας, που δεν μου το βγάζεις απ’ το νου κάπου έβαλες το χέρι σου για να βρεθώ εδώ, μιλήστε, μην αφήσετε να συμβεί αυτό άλλαξα γνώμη δεν μου αρέσει αυτός ο τύπος τελικά, όχι αυτό, δεν θέλω να είμαι κάτι που τελειώνει σε …άκι, όχι δεν θέλω είπα.
Σιωπή. Ένιωσα μόνο το χέρι της γυναίκας που χάιδευε τώρα το εξωτερικό της φυλακής μου με κινήσεις κυκλικές. Να δεις που πεινάει πάλι. Κάθε που πεινάει χαϊδεύεται. Ο κόσμος χάνεται κι αυτή το νου της στο φαγητό. Συγκεντρώνοντας όλη μου τη δύναμη στον μυτερό μου αγκώνα την χτύπησα από μέσα ακριβώς στο κέντρο της κοιλιάς. Αυτό θα την ταρακουνούσε. Το μήνυμά μου ήταν σαφές. Εκείνη ανακάθισε μόνο, βγάζοντας μια στριγκιά κραυγούλα. Αμέσως μετά, ξέσπασε σε γέλια κι έτσι γελώντας ακόμα είπε «μα πόσο βιάζεται να βγει το γλυκούλι μου».
Καμία συνεννόηση. Δεν θεωρούσα πλέον πως η έξοδος είναι καλή ιδέα. Κι ακόμα αμφιβάλω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Σοφία Λινοσπόρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής