Ανθούλα, η δύουσα.

0
480

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ea62f365f6cc8ea471a78a9a23197e4e-cloche-hats-jazz-age.jpg

Η Γιαγιά μου ήταν ένα αφράτο ψωμάκι πολυτελείας. Και μύριζε παζάρι της Ανατολής.

Ένα μικρό δωμάτιο της αυλής φιλοξενούσε τον ύπνο και τα όνειρά της. Σ’ αυτή τη σπηλιά της, τα παλιά, ακριβά, γαλλικά της αρώματα διαπότιζαν την κερασένια ντουλάπα και το βαρύ καρυδένιο κρεβάτι, τους τοίχους και τα σκεπάσματα. Άρωμα εποχής 1920, το S της Sciappareli. Το σπάνιο για την εποχή μου μυρωδικό ανακατευόταν με μια ελαφριά μυρωδιά ούρων, που άστραφτε στο δωμάτιο, όποτε παρέλειπε να οδηγήσει το εμαγιέ, πλουμιστά ζωγραφισμένο, δοχείο νυκτός στην αποχέτευση.

Βρισκόμουνα στα ουράνια κάθε φορά που μ’ έπαιρνε στη σπηλιά να κοιμηθώ μαζί της, συνήθως τα μεσημέρια του χειμώνα. Μες στη θαλπωρή τού κρεβατιού, η μυρωδιά του παλατιού της παντρευότανε με τη δική της ευωδιά, του ζεστού, λευκού ψωμιού. Κι αν άνοιγες τη σπηλιά της σπηλιάς, που την ονόμαζε ντουλάπα, κόσμος μυθόπλοκος για μένα, δεχόσουνα επίθεση από πετιμέζι. Λάτρευε να καταχωνιάζει γλυκά σε απρόσιτες γωνίες της σπηλιάς. Για ώρα ανάγκης. Που μόνο εκείνη ήξερε και μόνο εκείνη εύρισκε και μόνο εκείνη έτρωγε. Μόνη εξαίρεση στο φάγωμα, εγώ. Πάντα είχε κάτι για μένα.

Το φως ήτανε λιγοστό, έως ελάχιστο. Όλος ο παράδεισος είχε φως πορτοκαλί απ’ το αιωρούμενο τριανταφυλλί αμπαζούρ του ταβανιού. Ένα πορτατίφ με κίτρινο γυαλί στόλιζε με φως μόνο το μαξιλάρι, γιατί απαραιτήτως η ανάγνωση δεν παραλειπόταν ποτέ πριν από τον ύπνο. Στη σπηλιά της σπηλιάς δεν έφτανε κανένα φως. Φυσικά όχι στα δικά μου μάτια. Αυτά είχανε λαμπάκια που φωτίζανε τα πάντα. Στο άνοιγμα επικρατούσε σύγχυση χρωμάτων από το πιο βαθύ ως το νεραϊδένιο. Και σύγχυση υφασμάτων. Από γούνες έως τσίτια.

Και καπέλα! Ένα ράφι γεμάτο. ‘Όταν τη γνώρισα δεν τα φορούσε πια παρά μόνο σε γάμους. Καπέλα γούνινα, καπέλα βελούδινα, καπέλα με βέλο, καπέλα τοκ και καπέλα κλος, καπέλα φεντόρα και καπέλα σλάουτς, καπέλα μπόουλινγκ και καπέλα τρίλμπι. Βρίσκονταν εκεί ως η κρυμμένη γοητεία της κομψότητας και της καλαισθησίας της, που είχε σωθεί από την αρπάγη των δωσιλόγων της κατοχής. Δεν ενδιαφέρονταν αυτοί για καπέλα. Τότε η Γιαγιά είχε πουλήσει όλους τους θησαυρούς της, ακόμα και τις γαμήλιες βέρες, για να θρέψει την οικογένεια. Δυο βέρες χοντρές, χρυσές, για ένα λίτρο λάδι.

Στην αγκαλιά της, μέσα στα σκεπάσματα, τα μεσημέρια, αφυπνιζόταν η αφή μου στο έπακρο. Πέρα από τη λευκότητά του, το δέρμα της είχε αφή μωρού. Κι έτσι που ήτανε κι αφρατούλα και με τη μυρωδιά του ψωμιού και της Sciaparelli… η τέλεια αγκαλιά.

Μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά με τη μπάσα φωνή της με ταξίδευε στους άλλους θησαυρούς της. Τα ποιήματα. Αργότερα έμαθα ότι τα λένε δημοτικά τραγούδια. Για μένα τότε ήταν ιστορίες για ποτάμια, κοπέλες που πέθαιναν σε γέφυρες, ελαφίνες που χάναν τα παιδιά τους. «Πες μου ποτάμι, που συχνά στους κάμπους πέρα τρέχεις…» Η Γιαγιά μου μιλάει στο ποτάμι; Λατρεμένο μου! Σιγά σιγά, με την παιδική μου επιμονή, «Κι άλλο, κι άλλο!», έφτανε να μου τα μαθαίνει. Κι έτσι μας έπαιρνε ο ύπνος.

Λάτρευε την όπερα. Την είχαν απολαύσει αρκούντως στα νιάτα τους με τον παππού. Όταν τη γνώρισα εγώ, μετά τον πόλεμο, το μαγαζί του παππού είχε χαθεί και αναλογικά το αντίτιμο της όπερας ήταν πολύ υψηλό. Όταν η μαμά μας κατάφερε ν’ αγοράσει πικάπ και δίσκους, η Γιαγιά δεν εξέφρασε την επιθυμία για όπερα. Προτιμούσε μάλλον το θέαμα, την παράσταση, τη συνεύρεση με τους φίλους εκεί, τα όμορφα ρούχα και τ’ αρώματα, τα φώτα και τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους τραγουδιστές. Και φυσικά όλα τα πάθη των ηρώων. Τα βάσανα, τις κακουχίες, τους έρωτες, παράνομοι συνήθως και με θανατερό τέλος, τις ίντριγκες, τις συνομωσίες, τους θριάμβους, τους θανάτους,  τις δολοφονίες. Το θρίαμβο του μελοδράματος.

Πέθαινε για το μελόδραμα. Της γενιάς της ήταν άλλωστε. Θα μπορούσε να είχε διαπρέψει. Στα είκοσι όμως έφαγε μια απόρριψη κεραυνό από τη μάνα της, όταν τόλμησε ν’ αρθρώσει πως ήθελε να γίνει ηθοποιός. «Οι πουτάνες γίνονται ηθοποιοί, όχι τα κορίτσια των καλών οικογενειών!» Κι εκεί έκλεισε το ζήτημα. Όμως η Γιαγιά απήγγελλε ποιήματα στο φιλολογικό σύλλογο «Ο Παρνασσός», που ήταν για καθώς πρέπει κορίτσια. Έτσι… για να της φύγει το μεράκι. Εξ ου και το τεράστιο ρεπερτόριο που είχε για την ώρα της σιέστας μας.

Από τη θητεία της στο μελόδραμα ή συγχρόνως μ’ αυτή, της έμεινε η λατρεία για το θέατρο. Πού την έβρισκες πού την έχανες, όλο και στρίμωχνε τον καθημερινό προϋπολογισμό για να εξοικονομήσει εισιτήρια για το θέατρο, πιο φτηνά αυτά απ’ την όπερα. Η λατρεία αυτή μεταφερότανε μέσα στο σπίτι μέσω του ραδιοφώνου. Ιερή στιγμή η ώρα που το ραδιόφωνο είχε θέατρο. Και είχε πολύ τότε. Τρεις φορές την εβδομάδα. Με σπουδαία έργα και μεγάλους ηθοποιούς. Όλη η οικογένεια γύρω από το ράδιο και «Να μην ακούσω κιχ!» Μεγάλο σχολείο.

Το πρωί ξυπνούσε πάντα νωρίς. Της ήταν αδύνατον να δεχτεί ότι κάποιος ξυπνάει μετά τις εννιά. Ο εφιάλτης της εφηβείας μας στις διακοπές. Απ’ τις εννιά άρχιζε να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιό μας κάνοντας την αδιάφορη, κοιμόμαστε με την αδερφή μου. Άνοιγε τα παντζούρια κι η φωνή στα ύψη. Και καλά μουρμούρα. « Μόνο στα παλιόσπιτα κοιμούνται τέτοιες ώρες! » Δεν απευθυνότανε ποτέ σε μας, όπως δεν μας ξυπνούσε και ποτέ. Τη γνώμη της έλεγε απλώς σε Σι μπεμόλ μ’ ένα αέναο σύρε κι έλα.

Ύστερα, με την πόρτα διάπλατη, άρχιζε τα τηλέφωνα. Γιατί, φυσικά, η Γιαγιά μέχρι τις εννιά, δέκα, όσο εμείς πλέαμε στον εφηβικό μας ύπνο, είχε ξεμπερδέψει με τα ψώνια της, είχε απολαύσει τον καφέ της με τη φίλη της τη Μαρία κι είχε στήσει το φαΐ τής μέρας. Κι έπεφτε έμπλεη χαράς στα τηλέφωνα. Οι φίλες της διάφορες και διαφόρου χαρακτήρα. Οι πιο παλιές η Μαρία κι η Ευθυμία, που όμως έμενε λίγο πιο μακριά για να την τιμά με καθημερινές επισκέψεις. Έτσι, την πρωτοκαθεδρία των πρωινών τηλεφώνων διέθετε αξιοκρατικά η Ευθυμία.

«Καλημέρα, Ευθυμία μου.»

Κι αφού περνούσαν από τα απαραίτητα, «Τι μαγειρεύεις, τι κάνει ο Χρήστος, τα παιδιά», άρχιζαν οι βαθιές συζητήσεις. Το Reuters από τη Μαρία. Τι κάνουν όλοι αυτοί, τι μαγειρεύουν και τα λοιπά. Κι ύστερα το ψιλό γαζί.

«Ξέρεις, η Αριστείδου δε θα έρθει Σάββατο στο καρέ του πινάκλ. Έχει γάμο. Κι έχει παιδευτεί να βρει φουστάνι της προκοπής. Πάρε κανένα χρωματάκι, της είπα, πολύ σκούρα φοράς. Την καημένη! Και πού να βρει φουστάνι, η δόλια, έτσι που έχει μείνει σαν το λείψανο του Λαζάρου;»

Εδώ, μετά από τέτοια λαίλαπα παρόμοιων σχολίων, ακολουθούσαν πάντα γέλια τρανταχτά, γιατί στο μισοξύπνιο μας καταλαβαίναμε ότι η Ευθυμία έσκαζε στα γέλια κι η Γιαγιά ακολουθούσε καμαρώνοντας για το αστείο της.

«Γιατί; Άδικο έχω; Ό,τι και να φάει αυτή η γυναίκα δεν την πιάνει. Εγώ γιατί ό,τι και να κατεβάσω, μεταμορφώνεται σε παχάκι;»

Νέος κατακλυσμός εξωφρενικών γέλιων γιατί κι η Ευθυμία ήταν αφρατούλα. Γυναίκα μη αφρατούλα στην εποχή ίσον στερημένη, φτωχή, κακοπαθημένη, άρρωστη, μίζερη, ανόρεκτη… Στριμμένη και κακίστρω σε τελευταία ανάλυση, αν όλα τα προηγούμενα δεν ίσχυαν.

«Βρε Ευθυμία μου, την έχεις δει πώς έχει σουφρώσει τελευταία; Δεν είμαστε δα και τόσο μεγάλες πια για να έχουμε τόσες ρυτίδες! Εγώ γιατί δεν έχω; Προσέχω!  Τα καλοκαίρια πάντα ντομάτα και αγγούρι, ξέρεις, τις μάσκες μου!»

Καινούργια γέλια.

«Μπα, αυτή η δύστυχη απ’ τη μιζέρια της έγινε έτσι… Και να πεις ότι της λείπει κάτι; Η καημένη! Πόσο τη λυπάμαι, πόσο τη λυπάμαι, μα πόσο!»

Κι ήταν στο τσακ  ν’ αρχίσει γοερά κλάματα για την άδικη τύχη της φιλενάδας της, αλλά να, που κάτι τη ρώτησε η Ευθυμία.

«Ναι, η Δέσποινα πήγε γραφείο σήμερα… αλλά τι να σου πω; Χάλια… χτες προχτές έμεινε ξάπλα όλη μέρα, με θεόκλειστα παντζούρια, σφάδαζε απ’ τον πονοκέφαλο. Και παίρνει… τι να σου πω; Τσουβάλια τα παυσίπονα. Ναι, ναι, τρελή απ’ τα ναρκωτικά έχει γίνει. Δεν την πιάνει τίποτα πια.»

Αναστέναξε κι ήταν πάλι έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα αλλά τζίφος σήμερα, δε βγαίνει, η άλλη εκσφενδονίζει καινούργια ερώτηση.

«Όχι, οι μικρές κοιμούνται ακόμα. Τς, τς, τς…. Θεέ και Κύριε! Δεν το χωράει ο νους μου! Ποια εφηβεία, παιδί μου, πάντα έτσι ήταν! Από μικρές! Πώς θα χτίσουνε σπιτικά έτσι;»

Ο ίδιος τόνος με εξάρσεις και ψιθύρους, με χαχανητά κι απελπισίες, με κουτσομπολιά και πραγματικά βάσανα, διανθισμένα με όλα τα καλολογικά της γλώσσας, όπως λέγανε στο σχολείο, μέχρι που μας νοιώθει να μπαίνουμε σερνάμενες στο μπάνιο. Πού ύπνος πια με την πόρτα ανοιχτή και τις φωνές.

Κι εδώ παίζεται η τελευταία πράξη του πρωινού μας ξυπνήματος. Κλείνει το τηλέφωνο, εισβάλει στο μπάνιο κι αρχίζει τα χάδια και τις μαλαγανιές.

«Κοριτσάκια μου, τι θέλετε για πρωινό; Είναι περασμένη η ώρα βέβαια…»

Αυτό δεν παραλείπει να το πει!

«Να σας φτιάξω γάλα με κακάο, ψωμάκι με βούτυρο και μέλι; Ή τι άλλο, τι τραβάει η όρεξή σας;»

Και λέει και λέει και προτείνει το ένα μετά το άλλο πρωινά πεντάστερου ξενοδοχείου, ενώ εμείς δεν πετυχαίνουμε ούτε λέξη ν’ αρθρώσουμε ακόμα. Μόνο κάτι «μμμ» ακούγονται σε τόνους άρνησης ή κατάφασης, που η Γιαγιά εν ριπεί οφθαλμού και πλήρης αυτοπεποίθησης ερμηνεύει αλάνθαστα κατά το δοκούν κι ορμάει σαν στρόβιλος στην κουζίνα για τα περαιτέρω. Ουφ, να πάρουμε μια ανάσα!

Μια λέξη τη χαρακτήριζε απόλυτα. Πληθωρικότητα. Ταξίδευε συνεχώς σ’ εκείνον τον μαγευτικό χώρο πολυπληθών, θυελλωδών συναισθημάτων και ποταμών γενναιοδωρίας, με ταχύτητα εναλλαγών σε χιλιοστά του δευτερολέπτου. Ελάχιστοι συμπορεύονταν μ’ αυτήν.

Ο παππούς πάντως όχι, μολονότι εύρισκε το χάρισμά της συναρπαστικό, σαγηνευτικό, μαγευτικό και καθηλωτικό. Κυρίως το τελευταίο. Γι’ αυτό κι ήταν αιχμάλωτός της κι ερωτευμένος πάντα. Χωρίς ποτέ να το δείχνει φανερά. Ήταν κι άνθρωπος χαμηλών τόνων. Ευτυχώς! Δεν τολμώ να φανταστώ άντρα υψηλών τόνων ως σύζυγο της Γιαγιάς. Η πλήρης αποτυχία, δυστυχία και καυγάδες.

Εγώ πάλι, εξ ίσου καθηλωμένη απ’ το ταπεραμέντο της, την παρακολουθούσα και την ακολουθούσα, τη μιμούμουν και διασκέδαζα σε όλα μαζί της. Γιατί εκτός από τα ποιήματα και το θέατρο ήταν δεινή μαγείρισσα, ζαχαροπλάστης και μοδίστρα. Με τις ώρες κολλημένη δίπλα της να μαθαίνω.

Κι αυτή μου η προσκόλληση έφερε την τρομερή ρήση τού παππού, «Δύο γυναίκες με παιδεύουν στη ζωή, η Ανθούλα η δύουσα και η Ανθούλα η ανατέλλουσα.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής