Το εξοδόχαρτο

0
301

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι magnumfootball1x-1024x685-1.jpg

Η δίωρη άδεια εξόδου του τελείωνε σε λίγα λεπτά. Θα αργούσε να γυρίσει, αλλά δεν βιαζόταν. Καθώς ανηφόριζε προς το στρατόπεδο προσπαθούσε ν απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε αυτά τα τελευταία λεπτά ποικίλων αισθήσεων.

Ήταν ένα στενό δίπλα από αυτόν που κατέβηκε, μα τελείως διαφορετικός. Σπίτια με αυλές και κήπους, χωράφια γεμάτα γρασίδι, λουλούδια και ζώα. Μια τέτοια μέρα μέσα Δεκέμβρη και μια έξοδος μόνος του στη φύση ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνο το πρωί μετά τις ασταμάτητες βροχές του Νοέμβρη.

Παρόλα αυτά μια πρωτόγνωρη αίσθηση ντροπής δεν άφηνε την ντοπαμίνη να πλημμυρίσει το σύνολο του εγκεφάλου του. Ένιωθε καλύτερα από κάθε άλλη συνηθισμένη έξοδο και παράξενα ταυτόχρονα. Σκεφτόταν ότι λίγοι που θα τον καταλάβαιναν πίσω στο στρατόπεδο.

“Είναι ντροπή αυτό;” σκέφτηκε. “Υποχρέωση; Τι θα μπορούσα να κάνω για τα παιδιά στην παραλία;”

Δεν καταλάβαινε ούτε ο ίδιος τον εαυτό του. Πρωτόγνωρο συναίσθημα. Τέτοιου είδους ντροπή απέναντι σε τρεις ανθρώπους που μόλις είχε γνωρίσει. Υποχρέωση και ντροπή χωρίς να ντρέπεται για τον εαυτό του. Τι πολύπλοκο συναίσθημα ήταν αυτό; Διασχίζοντας τον μεγάλο περιφερειακό άρχισε να καταλαβαίνει.

Ντρεπόταν για όλους και για όλα. Γι’ αυτόν, για την χώρα του, για όλες τις χώρες, για όλο τον κόσμο. Για την ύπαρξη αυτών των δομών και συστημάτων, για την ανοχή και τη συνενοχή, για τις προσβολές χωρίς κανένα λόγο. Γι’ αυτόν και για τους άλλους, για κάθε στρατόπεδο που τελικά μόνο ντροπιάζει τους ανθρώπους μέσα κι έξω από αυτό.

Για όλα αυτά που κρατούσαν τις λέξεις μέσα του, δεν τον άφηναν να ρωτήσει περισσότερα, γιατί ήξερε λίγο πολύ το πώς και το γιατί -και ντρεπόταν γιατί κατά κάποιο τρόπο ένιωθε υπεύθυνος.

“Τι μπορούσα να κάνω;  Δεν φταίω μόνο εγώ, δεν φταίμε μόνο εμείς. Δεν ανήκω εγώ εδώ ούτε αυτοί εκεί.”

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στο «αντίπαλο» στρατόπεδο, ενώ μόνο αντιπάλους δεν είχε δει, κι αυτό τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Όλου του είδους τα στρατόπεδα και οι φυλακές του φαίνονταν τώρα ξεκάθαρα λάθος. Κοίταξε στο κινητό του την ώρα, είχε αργήσει αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου.

Τη Κυριακή ήταν φυλακισμένος, αλλά πήρε εξοδόχαρτο.
Τη Δευτέρα πήγε στο διοικητή και ζήτησε αναβολή. Δεν του άρεσε να δίνει εντολές. Δεν ξαναφόρεσε χακί.

Διάλεξε να θυμάται μόνο ότι του είχαν πει οι συφάνταροι του μια μέρα, ότι έμοιαζε με αντάρτης. Διάλεξε να προσπαθεί να διεκδικεί ελευθερία για εκείνον και να μην κάνει δούλους άλλους.

~~{}~~

Από της 6.30 που βγήκε έξω από το θάλαμο ο Γιώργος, κατάλαβε ότι θα είναι μια πολύ ωραία μέρα, ξημέρωνε Σάββατο 21 Δεκεμβρίου. Μέχρι να φτάσει δέκα η ώρα είχε ήδη δεκαεφτά βαθμούς και η θερμοκρασία θα ανέβαινε ακόμα και πάνω από τους είκοσι σύμφωνα με τη πρόγνωση.

Ένιωθε τη λαχτάρα να βουτήξει στη θάλασσα και βλέποντας τον ήλιο ανυπομονούσε να φύγει από το στρατόπεδο και να κατηφορίσει προς τη κοντινότερη παραλία. Τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Σα νησιώτης της είχε αδυναμία και υπηρετώντας σε νησί των Δωδεκανήσων από την αρχή της θητείας του, την έβλεπε κάθε μέρα αλλά τελευταία φορά την είχε απολαύσει μέσα Σεπτέμβρη λίγο πριν καταταγεί.

“Ίσως δεν ξανά έχω τέτοια ευκαιρία, σήμερα είναι η μέρα.”

Είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ κάνοντας σκοπιά πάνω-κάτω, χωρίς να λουφάζει, ξάγρυπνος σχεδόν όλη νύχτα με όλες τις αισθήσεις στο μέγιστο όπως απαιτεί η κίνηση στο σκοτάδι, «προστατεύοντας το στρατόπεδο από πιθανούς εισβολείς ειδικά από την πλευρά του διπλανού χωριού που βρίσκεται το στρατοπέδου μεταναστών»,
όπως τους είχαν επιστήσει την προσοχή.

Έτσι ονειρευόταν το πρωί, ότι έπλεε ξαπλωμένος με ανοιχτά χέρια και κλειστά μάτια μέσα στο νερό και ξεχνούσε όλα τα παράδοξα, τις πολεμοχαρείς απόψεις, κάθε παράλογη, απάνθρωπη θεωρία συνωμοσίας και δικαιολογίες μίσους, που είχε ακούσει.

Μόλις έμαθε ότι είχε ξανά υπηρεσία κι όχι άδεια όπως υπολόγιζε θύμωσε μέσα του απότομα και το ίδιο ξαφνικά ηρέμησε.

“Θα ζητήσω έστω λίγες ώρες άλλωστε έχω χρόνο μέχρι το μεσημέρι”, σκέφτηκε.

Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Ο ήλιος έλαμπε κι αυτή η χειμωνιάτικη μέρα στο μυαλό του ήταν ότι πρέπει για μια μπάνιο. Πήρε το χαρτί εξόδου που του εξασφάλιζε 2 ώρες.  Έβαλε τα ρούχα του, τα γυαλιά του, πήρε μια πετσέτα και ένα εσώρουχο του στρατού στη τσάντα του σε περίπτωση που η παραλία δεν ενδείκνυται για γυμνισμό και έφυγε σχεδόν τρέχοντας με το χαρτί στο χέρι. Χαιρέτησε τους φίλους του στην πύλη και κατευθύνθηκε μόνος του προς το παραθαλάσσιο χωριό.

Πέρασε το κεντρικό επαρχιακό δρόμο του νησιού νευρικά, και πλέον βρισκόταν στην τελική ευθεία για την παραλία. Τα είχε υπολογίσει όλα, χρειαζόταν είκοσι με είκοσι πέντε λεπτά περπάτημα για να φτάσει οπότε είχε περίπου μια ώρα και ένα τέταρτο να ξοδέψει δίπλα στη θάλασσα.

Κατηφορίζοντας στο δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στη παραλία παρατηρούσε τη φύση και τα σπίτια των ντόπιων. Καθώς πλησίαζε τη θάλασσα τα σπίτια και οι άνθρωποι λιγόστευαν και το τοπίο του θύμιζε παρατημένο σκηνικό από γυρίσματα ταινίας. Μεγάλα και μικρά κτήρια, ξενοδοχεία, κλειστά με ταμπέλες στα αγγλικά, ένα “Souper market Fani” με άδειο το πάρκινγκ, μαγαζάκια, ATM, “traditional café”, “Aytokinisis Rent a car, rent a moto” όλα κάτασπρα, και άλλες ρεκλάμες όλες στα αγγλικά που μπορούσε να φανταστεί να φωτίζουν μια καλοκαιρινή νύχτα και το δρόμο γεμάτο τουρίστες.
Σήμερα, όλα κλειστά και δεν υπήρχε ψυχή. Του έκανε εντύπωση όλο αυτό το παρατημένο τοπίο.
“Χωριό φάντασμα”, σκέφτηκε.

Στο τέλος του δρόμου φαινόταν καθαρά η θάλασσα και η παραλία, είχε φτάσει. Μια μεγάλη αμμουδιά απλωνόταν μπροστά του, και η θάλασσα με ένα πολύ ελαφρύ κύμα σα να του μιλούσε να πάει κοντά της.

Δεν είχε ιδέα ότι θα συναντήσει τόσο όμορφο σκηνικό. Πήγε προς τα δεξιά όπου απλωνόταν η παραλία και είδε μια παρατημένη ξαπλώστρα από το ξενοδοχείο -που βρισκόταν αρκετά μέτρα πιο πίσω, αλλά έφτανε σχεδόν ως την άμμο. Καθώς περπατούσε φαντάστηκε ότι έπαιζε μπάλα με τους φίλους του, έβγαλε τα παπούτσια του και περπάτησε χαλαρά τρίβοντας τα πόδια του στο έδαφος.

Σταμάτησε μπροστά σε μια πλαστική άσπρη ξαπλώστρα λίγα μέτρα από το νερό και άφησε τα πράγματα του. Σήκωσε το κεφάλι του. Γύρω του απέραντη αμμουδιά, κάποια μικρά αλμυρίκια πιο πέρα τόσο μικρά που δεν έκαναν καθόλου ίσκιο τα είχε προσπεράσει νωρίτερα τρέχοντας, και πιο πέρα ίσα που φαινόταν ένας άνθρωπος με ένα σκύλο.

Έβγαλε όλα τα ρούχα του, έκανε εφτά βήματα κι έφτασε στη θάλασσα μπαίνοντας μες ‘το νερό μέχρι το γόνατο. Δεν ήταν κρύα. Χαμογέλασε και απόλαυσε την αίσθηση, κοίταξε τον ορίζοντα, στο βάθος η περίφημη Ψέριμος και δίπλα Τουρκία. Τέντωσε τα χέρια του ψηλά και πήρε μια βαθιά ανάσα μυρίζοντας τον καθαρό αέρα και το ιώδιο της θάλασσας, άλλη μια και μακροβούτι. Βουτούσε μέσα της ξανά και ξανά κολυμπούσε μια αργά μια γρήγορα, έπαιζε, ερωτοτροπούσε μαζί της, πόσο του είχε λείψει αυτή η αίσθηση.

Βγήκε έξω πήρε την πετσέτα του και βούλιαξε τις πατούσες του στην άμμο καθώς τυλίχτηκε για να στεγνώσει. Αφού είχε σχεδόν στεγνώσει, έβαλε το εσώρουχό του, έστρωσε τη πετσέτα του και ξάπλωσε.

~~{}~~

Είχε ακόμα μισή ώρα, μετά θα έπρεπε να φύγει για το στρατόπεδο.
Καθώς λιαζόταν άκουσε κάποιον να ‘ρχεται απ’ το δρόμο. Γύρισε και είδε τρία έγχρωμα αγόρια πάνω κάτω στην ηλικία του, που πλησίαζαν κλωτσώντας μια μπάλα. Αμέσως χαμογέλασε. Τους κοίταξε που πήγαν παρακάτω. Ο πιο ψηλός σχεδίαζε στην άμμο γραμμές και τους έδινε οδηγίες.

“Ξέρει πολύ καλά τι κάνει”, σκέφτηκε. Κάποιες ασκήσεις δεν τις είχε ξαναδεί και φυσικά πάνω σ’ αυτό το τερέν η προπόνηση ήταν πολύ πιο απαιτητική. Το σκεφτόταν από τη στιγμή που είδε την παραλία ως ιδανικό μέρος για να παίξει ποδόσφαιρο.

Δεν δίστασε, πήγε και τους ρώτησε αν μπορούσε να παίξει. Ήταν ο τέταρτος που χρειάζονταν. Τον κοίταξαν παράξενα για μια στιγμή, μα δέχτηκαν αμέσως.
Τους ευχαρίστησε, συστήθηκε και τους ρώτησε τα ονόματά τους. Ήταν ο Φιλσάν που έδινε τις οδηγίες και τον ξεχώρισε στην αρχή, ο Γιασίρ από τη Σομαλία και ο Αντίλ από το Πακιστάν.
Ο Γιώργος ανάφερε το όνομα του και απλά και αόριστα ότι είναι από εδώ και χαμογέλασε.

Συναγωνίζονταν μια το ένα ζευγάρι μια το άλλο μεταξύ τους, ο Φιλσάν με τον Γιασίρ και ο Γιώργος με τον Αντίλ. Παιχνίδια ταχύτητας αντοχής και τεχνικής, τρέχοντας με τη μπάλα ή χωρίς όπως του υποδείκνυε κάθε φορά ο Φιλσάν.

Άλλοτε σε κύκλο άλλοτε σε τρίγωνο σέρνοντας τις φτέρνες στην άμμο ή με γόνατα ψηλά. Ο Αντίλ αν και δεν είχε τόσο καλή τεχνική όπως οι άλλοι τρεις ήταν ο πιο γρήγορος και κέρδιζε πιο εύκολα τα παιχνίδια ταχύτητας. Στην τεχνική με την μπάλα στα πόδια όμως κέρδιζαν συνήθως ο Γιώργος και ο Φιλσάν τον Γιασίρ. Φαινόταν ότι έκαναν συχνά ασκήσεις στην άμμο.

Ο Γιώργος κουράστηκε γρήγορα στην αρχή, είχε ιδρώσει, ένιωθε τους τετρακέφαλους να καίνε, μα συνέχισε να τρέχει ακολουθώντας τις γραμμές στην άμμο χαμογελώντας ως τα αυτιά και αυτό του έδινε δύναμη να παίζει σχεδόν ακάθεκτος. Κάπου-κάπου αν αντάλλασσαν και κάποιες κλοτσιές κανείς δεν θύμωνε. Το απολάμβαναν όλοι, συγκεντρωμένοι συναγωνίζονταν και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν.

Όταν τελείωσε και το τελευταίο παιχνίδι ο Γιώργος τους ευχαρίστησε και έφυγε βιαστικά. Πήγε πιο πέρα στα πράγματά του κοίταξε την ώρα και τρέχοντας βούτηξε στη θάλασσα. Έπρεπε να φύγει αλλά δεν τον ένοιαζε. Κολύμπησε απολαμβάνοντας τη δύναμη της άνωσης και τη χαλάρωση που του προκαλούσε, σε συνδυασμό με μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και ελευθερίας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Ίκαρος Ξενάκης, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Φωτογραφία: Copacabana Beach, Rio de Janeiro, Brazil, 1962 Fotógrafo: Thomas Hoepker/Magnum Photos/PHAIDON.