Γιωταλία (15. Βαμμένα κόκκινα μαλλιά)

0
736

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι giotalia-copy-1024x576.jpg

52

Η Τενερίφη έκανε πέντε μέρες να συνέλθει. Έμειναν σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο Σαιντ Ετιέν. Δεν ήταν πανδοχείο. Ο Καρόγλου το ήξερε, γιατί είχε μείνει εκεί και παλιότερα. Πλήρωνε καλά για απόλυτη διακριτικότητα. Τους παραχώρησαν τρία δωμάτια.

Εξέτασε την Τενερίφη ο κτηνίατρος, που ήταν δικός τους άνθρωπος. Ο γιατρός ήταν στην κοντινή κωμόπολη και δεν ήθελαν να τον καλέσουν, για να μη διαδοθεί πως βρίσκονταν εκεί.

Τους είπε ότι δεν φαινόταν να ‘χει κάποιο πρόβλημα. Η καρδιά, τα πνευμόνια, το αίμα, το χρώμα της, όταν ήταν κανονικά. Μάλλον κάτι είχε πάθει στον εγκέφαλο. Μπορεί μόνιμο, μπορεί και να σηκωνόταν την επομένη. Αν ήθελαν να μάθουν περισσότερα θα έπρεπε να πάνε σε νοσοκομείο. Ο κτηνίατρος τσέπωσε αρκετά φράγκα κι έφυγε χαρούμενος.

Ο Καρόγλου το σκέφτηκε να φύγει, να πάει να μείνει σε κάποιο ξενοδοχείο στην πόλη, αλλά έτσι θα έθετε σε κίνδυνο και τους υπόλοιπους. Οπότε έμεινε μαζί τους.

Η αλήθεια είναι ότι κανείς απ’ τους τρεις τους δεν φρόντιζε την άρρωστη μάγισσα. Πλήρωνε τη μητέρα του αγρότη, που ήξερε λίγα από περίθαλψη, για να είναι στο προσκεφάλι της. Η Γιωταλία κι ο Θάνος σπάνια πήγαιναν να τη δουν. Και δεν ήταν παράξενο, αφού δεν είχαν δέσιμο μ’ αυτή τη γυναίκα.

Ο μόνος πιστός ακόλουθος της Τενερίφης ήταν η Νέδα. Εκείνη δεν έφυγε απ’ το πλάι της ούτε μια στιγμή. Έβγαινε έξω για την ανάγκη της κι επέστρεφε. Ούτε φαγητό δεν έτρωγε. Ακόμα κι όταν τη φώναξε η Γιωταλία δεν πήγε. Την κοίταξε με τα μελαγχολικά, για πρώτη φορά, μάτια της κι έμεινε δίπλα στην άρρωστη.

~~

Ο Θάνος ήρθε λίγο πιο κοντά στη Γιωταλία εκείνες τις μέρες. Μιλούσανε στο τραπέζι, αλλά κι έξω στο αγρόκτημα, όπου έκαναν παρέα με τα παιδιά του κτήματος. Πήγαν και μερικές βόλτες στο δάσος που βρισκόταν παραδίπλα.

Μιλούσε περισσότερο εκείνος. Είπε τα πάντα για την οικογένεια του, για το χωριό του, για τη ζωή του. Εκείνη ξεκλειδώθηκε πιο δύσκολα.

Της έλεγε μια μέρα ποια ήταν η πρώτη του ανάμνηση, το πρώτο πράγμα που θυμόταν. Είχε πάει με τη μητέρα του να ταΐσουν τις κότες. Με το ζόρι περπατούσε. Ήταν τριών χρονών, μπορεί και παραπάνω, αλλά είχε αργήσει σε όλα, και στο περπάτημα και στην ομιλία.

Ο μικρός απομακρύνθηκε απ’ τη μητέρα του και πήγε στο πίσω μέρος της κατασκευής που είχαν για κοτέτσι. Εκεί ήταν ο κόκορας, ένας μεγάλος κόκκινος, που προσπαθούσε να βατέψει μια κότα. Ήταν πεντάκιλος, στα ίδια κιλά με τον Θάνο σχεδόν, καμαρωτός κι άγριος. Σαν είδε τον διεκδικητή να πλησιάζει κακάρισε κι όρμησε. Θα μπορούσε να ‘χε τυφλώσει το παιδί, ακόμα και να το σκοτώσει, αν το νύχι του χτυπούσε καρωτίδα.

Ο Θάνος βγήκε έξω ουρλιάζοντας, κυνηγημένος απ’ τον κόκορα. Είδε τη μάνα του να πλησιάζει και κρύφτηκε πίσω της. Εκείνη έπιασε τον κόκορα και του έστριψε το λαιμό.

«Θα τον φάμε την Κυριακή», είπε η Αρβανίτισσα.

~

«Θα τον φάμε την Κυριακή», είπε ο Θάνος στη Γιωταλία καθώς περπατούσαν στο δάσος. «Ούτε να με παρηγορήσει ούτε να με μαλώσει ούτε να λυπηθεί για τον κόκορα. Ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται έλεγε.»

Προσπαθούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της, όμως εκείνη ήταν αφηρημένη.

«Έπρεπε να τον αφήσουν να σιτέψει λιγάκι, ξέρεις.»

Κανένα σχόλιο.

«Μια άλλη φορά μου επιτέθηκε ένας ρινόκερος.»
«Παράξενο», έκανε η Γιωταλία.
«Ο ρινόκερος; Αστείο το είπα.»
«Ποιος ρινόκερος; Όχι, άλλο είναι παράξενο. Η πρώτη μου ανάμνηση, αυτό που είπες. Δεν την είχα σκεφτεί ως τώρα.»

Σταμάτησε να περπατάει, γύρισε και του έπιασε το χέρι. Ο Θάνος ένιωσε να ερεθίζεται. Ήταν η πρώτη φορά που τον άγγιζε. Για λίγα δευτερόλεπτα ανατριχίλες κι ηλεκτρισμός διέτρεξαν τη ραχοκοκαλιά του. Καθώς ένιωσε το πέος του να γεμίζει αίμα της γύρισε την πλάτη κι έδειξε τη δύση.

«Αχ, τα κοτσύφια που κελαηδούν και τα πεύκα και…»

Απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο διακριτικά μπορούσε, ενώ σκεφτόταν ότι ήταν ο πιο γελοίος άντρας στη Γαλλία. Μπορεί και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Εκείνη δεν πήγε κοντά του. Έκατσε σ’ ένα κούτσουρο για να σκεφτεί. Κι έμεινε εκεί μέχρι που ο Θάνος, χαλαρός πλέον, πήγε κι έκατσε στην άλλη πλευρά.

«Τι θυμάσαι;» της είπε, ενώ έλεγε στον εαυτό του ότι ήταν μάγισσα, ότι είχε σκοτώσει τόσους ανθρώπους, σαν να προσπαθούσε να γίνει περισσότερο χωροφύλακας παρά άντρας Σκεφτόταν και τον Σέρλοκ Χολμς. Εκείνος δεν επηρεαζόταν απ’ τα συναισθήματα του. Αν είχε συναισθήματα.

«Θυμάμαι τη μητέρα μου να τραγουδάει ένα νανούρισμα.»
«Πώς είναι;»
«Αυτό είναι δύσκολο.»
«Τι λέει το νανούρισμα;»
«Δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι ελληνικά.»
«Γαλλικά;»
«Όχι, είναι πολύ παράξενη γλώσσα.»
«Πού είσαι;»
«Ούτε κι αυτό το βλέπω.»
«Πώς μυρίζει;» τη ρώτησε ο Θάνος.

Η Γιωταλία πετάχτηκε πάνω. Η ανάμνηση της μυρωδιάς ήταν πιο έντονη απ’ τον ήχο και την εικόνα.

«Μυρίζει θάλασσα!» του είπε. «Φύκια ξεραμένα. Έτσι μύριζε και στο Περιπλανώμενο Νησί. Όχι στο Κατάκολο, ούτε στη Μασσαλία.»
«Δεν ήταν λιμάνι.»
«Ναι.»
«Ένα μέρος στη θάλασσα, ένα χωριό στη θάλασσα», της είπε.

Τότε η Γιωταλία έκανε το χειρότερο που μπορούσε να του κάνει: Τον αγκάλιασε. Εκείνου του κόπηκε η αναπνοή, σταμάτησε η καρδιά του, πάγωσε το μυαλό του, νέκρωσε κάθε κύτταρο. Αλλά ανταπέδωσε το αγκάλιασμα και παραλίγο να σκύψει για να τη φιλήσει. Δεν πρόλαβε.

~~~

Γύρισαν στο αγρόκτημα. Η Τενερίφη ήταν ακόμα αναίσθητη με τη Νέδα στο πλάι της. Είπαν στον Καρόγλου ότι έπρεπε να πάνε προς τη θάλασσα. Του εξήγησαν γιατί.

«Αυτό είναι καλό στοιχείο. Δεν χρειάζεται να πιάσουμε όλη την Ευρώπη. Πάμε παραλιακά και βόρεια. Νομίζω ότι θα ταίριαζε να ξεκινήσουμε απ’ το Φινιστέρ.»
«Πού είναι αυτό;»

Άνοιξε το χάρτη να τους δείξει. Φινιστέρ σημαίνει «το τέλος της γης», κι είναι η άκρη της Βρετάνης. Καθώς τους εξηγούσε μπήκε μέσα η Ζυστίν, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας. Ήταν μια έφηβη κοκκινομάλλα, που καλοκοιτούσε τον Θάνο. Τους είπε ότι ήταν έτοιμο το φαγητό.

«Πάμε να φάμε λοιπόν», έκανε ο Καρόγλου.
«Μήπως πρώτα να κανονίσουμε πού θα πάμε;»
«Καλή μου κοπέλα, πρέπει να καταλάβεις κάτι, αν θες να είσαι ευτυχισμένη. Όλα τελειώνουν, τίποτα δεν διαρκεί, παρά μόνο το κρασί. Πιες, φάε, κάνε έρωτα, ζήσε όμορφα. Όλα τ’ άλλα είναι παραγεμίσματα της ζωής. Ζούμε για ν’ απολαμβάνουμε.»
«Εσύ μιλούσες για εκδίκηση», του είπε ο Θάνος.
«Κι αυτό θα το απολαύσω. Στην ώρα του. Υπάρχει καιρός για εκδίκηση, υπάρχει καιρός και για κρασί, υπάρχει καιρός για πόλεμο, υπάρχει καιρός και για φαγί. Υπάρχει καιρός για θάνατο, υπάρχει καιρός και γι’ αγάπη. Ελάτε. Δεν μπορείτε να το καταλάβετε ακόμα αυτό που σας λέω. Είστε νέοι και νομίζετε ότι είστε αθάνατοι. Δεν είστε. Θα πεθάνετε πριν προλάβετε να καταλάβετε ότι θα πεθάνετε. Αδράξτε τη μέρα. Ελάτε. Πάμε ν’ αδράξουμε την ηδονή μιας γεμιστής χήνας.»

Τους άφησε να χαζογελάνε κι έφυγε πρώτος, τραγουδώντας ένα αυτοσχέδιο σκοπό:
«Το άλογο μου λένε Φάλσταφ,
το γαϊδούρι Σάντσο Πάντσα,
τη μια γάτα Τριμπουλέ
και το σκύλο φρικασέ.»

Κι οι δύο σκέφτηκαν το ίδιο. Ότι είχαν πολύ καιρό να νιώσουν τόσο ανάλαφρα. Καθώς έβγαιναν η Ζυστίν άγγιξε λιγάκι το χέρι του Θάνου. Εκείνος χαμογέλασε. Η Γιωταλία τους είδε, αλλά έκανε την αδιάφορη.

~~~~

Κι είχαν πιει από ένα ποτήρι γαλλικό μπρούσκο οι νέοι, ο Καρόγλου είχε κατεβάσει μια καράφα με την κονφίτ ντε κανάρ, όταν εμφανίστηκε η μητέρα του αγρότη στην τραπεζαρία, εμφανώς ταραγμένη. Είπε μόνο μια γαλλική λέξη, αλλά και οι τρεις κατάλαβαν τι είχε πει: «Ξύπνησε!»

Άφησαν χήνες και κρασί κι έτρεξαν στην κάμαρα. Η Τενερίφη είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι κι έπινε νερό. Είχε ζαρώσει σαν δαμάσκηνο τόσο καιρό ξάπλα. Σαν τους είδε να μπαίνουν παρατήρησε ότι ο Καρόγλου είχε πάει με το ποτήρι του κρασιού.

«Δωσ’ το μου αυτό», τον πρόσταξε. Πήρε και ήπιε το κρασί. «Φαΐ και κρασί. Αυτό θέλω… Και τσιγάρο. Έχεις τσιγάρα;»

Της έδωσε ένα Gittanes και της το άναψε.

«Τι έγινε; Τι έπαθες;» τη ρώτησε η Γιωταλία.
«Είναι πολλά, είναι πολλά. Ας μου φέρει κάποιος να φάω κάτι!»

Την περίμεναν μέχρι να ξεκοκαλίσει μισή χήνα και να πιει μια καράφα. Πετούσε τα κόκκαλα στη Νέδα που τα κατάπινε αμάσητα. Κι εκείνη είχε να φάει πέντε μέρες. Αφού χόρτασε ζήτησε ένα ακόμα τσιγάρο και καφέ. Σηκώθηκε με δυσκολία. Την κράτησε ο Θάνος κι ο Καρόγλου.

Πήγε ως το παράθυρο. Έξω το φως έπεφτε πλάγια στα βουνά κι είχαν γίνει πορτοκαλί τα δέντρα. Η Τενερίφη θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με ερωμένη. Και μια άλλη, πιο πίσω, μ’ ένα ωραίο αγόρι, φρέσκο κι αμάθητο. Της είχε λείψει η απόλαυση του έρωτα.

«Τι έγινε;» της ξανάπε η Γιωταλία που δεν μπορούσε να περιμένει.
«Τι έγινε; Πώς να στο πω; Ας πούμε ότι έχουμε πέσει μες στα σκατά κι από πάνω μας πατάνε.»

Τους εξήγησε γιατί είχε χαθεί τόσο καιρό, που για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πέντε μέρες, αλλά εκείνης της φάνηκε σαν τρεις χιλιάδες χρόνια.

Όταν στέκονταν έξω απ’ το Έσσεξ η Τενερίφη σκέφτηκε να κάνει μια πιο βαθιά αναζήτηση στο πλοίο –και γενικά σ’ αυτό που γινόταν. Συνήθως κάτι τέτοιο τέλειωνε σ’ ένα λεπτό. Όμως σαν γύρισε τα μάτια της προς τα μέσα έπεσε στην άβυσσο.

Ήταν μια πτώση χωρίς τέλος. Μόνο έπεφτε στο σκοτάδι. Το Έσσεξ ήταν μπλεγμένο σε μαγείες που δεν έχουν όνομα, γιατί προηγούνται των ανθρώπων και των θεών τους.

Το Αυγό της Ευρυνόμης κινδύνευε απ’ τον Αλλότριο Θεό, εκείνον που ήταν παλιότερος απ’ το χρόνο. Αυτός που αντιμετώπιζαν δεν ήταν άμαγος σίγουρα, αλλά δεν ήταν ούτε μάγος. Ήταν ιερέας του παλιού Θεού κι είχε ορκιστεί να θυσιάσει τον κόσμο για να πάρει δύναμη.

«Είναι ο κάπτεν Μπαντ; Αυτός μου μίλησε για τον Ξένο Θεό.»
«Αυτός δεν είναι τίποτα. Δεν έχει δυνάμεις.»
«Βούλιαξε ένα καράβι!»
«Δεν το έκανε αυτός. Και δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Δεν έχεις καταλάβει ακόμα τι αντιμετωπίζουμε.»

Ξαναγέμισε το ποτήρι της και το ήπιε, πιο αργά αυτή τη φορά.

«Ούτε κι εγώ είχα καταλάβει, να πω την αλήθεια. Τώρα ξέρω. Δεν ψάχνουμε για τη μάνα σου στο βορρά, όποια κι αν είναι αυτή. Ψάχνουμε για τη σωτηρία του κόσμου. Όλοι εξαρτώνται από μας.»

Έγινε ησυχία για λίγο, καθώς χώνευαν τα λόγια, το κρασί και το φαΐ. Έπειτα ο Θάνος γέλασε.

«Ωραία τα λέμε, αλήθεια. Εντάξει, πάμε να πιούμε τα κρασιά μας τώρα και ν’ απολαύσουμε τη ζωή μας πριν καταστραφεί ο κόσμος; Και τι άλλο;»
«Να κάνουμε έρωτα», είπε ο Καρόγλου.

Ο Θάνος δεν το σχολίασε.

«Έστω ότι είναι αλήθεια αυτό που λες», είπε στην Τενερίφη. «Τι λέτε; Εμείς είμαστε οι άνθρωποι που θα σώσουν τον κόσμο; Εγώ είμαι χωροφύλακας. Ήμουν. Τώρα δεν είμαι τίποτα. Ο Δημήτρης είναι έμπορος σταφίδας. Η Τενερίφη… Αυτή δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Κι η Γιωταλία απ’ όπου περνάει αφήνει νεκρούς. Δεν μου φαίνεται η καλύτερη ομάδα.»
«Δεν φταίω εγώ», του είπε η Γιωταλία.
«Δεν φταις, αλλά το έκανες. Συγνώμη, έτσι είναι.»

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια για λίγο. Εκείνος αναρωτιόταν γιατί έλεγε όλα αυτά που έλεγε. Ετοιμάστηκε για υπαναχώρηση, αλλά η Τενερίφη δεν το άφηνε έτσι.

«Το πρόβλημα στην ομάδα είσαι εσύ. Δεν ανήκεις σ’ αυτήν», του είπε.
«Το πρόβλημα είναι ότι σκέφτομαι. Δεν είμαι χαμένος στις πεποιθήσεις μου, σαν κι εσένα. Αυτή τη στιγμή ο κόσμος μας ετοιμάζεται για πόλεμο. Μου το είπαν, όλοι το ξέρουν, δεν το είδα σ’ ένα… όραμα. Με τα όπλα που έχουμε πλέον θα χαθούν εκατομμύρια άνθρωποι. Κι εσύ μου λες για το αυγό της χήνας Μερόπης.»
«Όλα συνδέονται», είπε ο Καρόγλου.
«Ναι, αλλά…» ξεκίνησε να λέει ο Θάνος, που είχε πάρει φόρα. Του την έκοψε η Τενερίφη που έπεσε πάνω του σαν τρένο.

«Φύγε! Εκεί είναι η πόρτα. Κανείς δε σε ψάχνει. Φύγε!»
«Δεν…»
«Περπάτα μακριά. Δεν σε θέλουμε, σε διώχνουμε. Δεν έχεις καθόλου αξιοπρέπεια;»

Ο Θάνος πήγε ν’ απαντήσει. Κοίταξε τη Γιωταλία. Του είχε γυρισμένη την πλάτη.

«Εντάξει», είπε τελικά. «Έχεις δίκιο. Πάω στο χωριό μου να περιμένω το τέλος του αυγού της Καλλιόπης.»

Και πήγε για να μαζέψει τα πράγματα του.

~~~~~

Στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Καρόγλου βρόντηξε για λίγο πόρτες και συρτάρια, μέχρι να ηρεμήσει και να καταλάβει ότι δεν είχε τίποτα απολύτως να μαζέψει. Δεν είχε ούτε μια αλλαξιά ρούχα. Ο Καρόγλου του είχε δώσει ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι να φοράει, αλλά ήταν τόσο μεγάλα που τον έκαναν να μοιάζει με παλιάτσο. Δεν είχε ρούχα, δεν είχε χαρτιά, δεν είχε χρήματα, δεν είχε φίλους, δεν είχε τίποτα. Ήταν ένας άνθρωπος σκέτος.

Έκατσε στο κρεβάτι, ενώ προσπαθούσε να μην θυμάται πόσο χάλια τα ‘χε πάει. Δεν τα ‘χε καταφέρει και πολύ καλά. Χειρότερα δεν γινόταν. Είχε παρατήσει τη δουλειά του, είχε προδώσει τον Καρπόφ και είχε κατηγορήσει τη γοργόνα του για φόνισσα.

«Πώς το ‘κανα αυτό;» αναρωτήθηκε δυνατά.
«Ποτέ δεν είναι τόσο χάλια όσο νομίζεις», του είπε ο Καρόγλου που μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο ποτήρια με κρασί. «Γίνεται και χειρότερα». Και γέλασε.
«Πού το βρίσκεις το κέφι όλη την ώρα;»
«Έχω απαρνηθεί τη σοβαρή πλευρά του εαυτού μου. Ακόμα κι αν σκοτώσω τον Καρπόφ θα το κάνω γελώντας. Αυτό θα τον πονέσει περισσότερο.»
«Δεν νομίζω ότι θα ‘ναι τόσο εύκολο.»
«Θα δούμε.»

Του έδωσε το ένα ποτήρι. Το κατέβασε και πήρε και το άλλο.

«Δεν χρειάζεται να φύγεις. Θα ξεθυμάνει. Πήγαινε μια βόλτα. Αύριο θα ‘ναι καλύτερα.»
«Δεν μπορώ. Δεν είμαι σκύλος να με κλωτσάνε και να γυρνάω.»
«Κι η κοπέλα. Θα την αφήσεις;»
«Η κοπέλα δεν είναι για μένα. Ας βρει έναν μάγο, έναν ισχυρό κάτι, ένα στρατηγό, έναν εκτελεστή.»
«Ξέρω τι έχεις πάθει. Είναι σαν να σ’ έχουν δέσει σε δυο άλογα. Το ένα τραβάει από ‘δω, το άλλο από κει. Να σε κόψουν στη μέση. Έρωτας και καθήκον.»
«Δεν είναι καθόλου καθήκον. Δεν είμαι πια χωροφύλακας. Είναι ρεαλισμός. Έχει σκοτώσει τόσους που…»
«Και τι θα έπρεπε να κάνει όταν της επιτίθενται; Να παραδοθεί;»

Ο Θάνος σήκωσε πάλι το κρασί, μήπως είχε μείνει κρασί μέσα.

«Δεν έχει σημασία. Φεύγω.»
«Πού θα πας;»
«Στη μάνα μου.»

Ο Καρόγλου ξεκαρδίστηκε.

«Και μου λες πού το βρίσκω το κέφι. Όλα είναι γελοία. Τον διώχνει η γυναίκα και πάει στη μάνα του!» Συνέχισε να γελάει μέχρι που μετάδωσε και στον Θάνο ένα χαμόγελο. «Πώς θα φτάσεις ως εκεί;»
«Σιγά σιγά.»
«Σιγά σιγά θα ‘χει αρχίσει ο πόλεμος μέχρι να πας. Αν πας. Περίμενε.»

Άνοιξε την ντουλάπα του κι άρχισε να ψαχουλεύει. Ο Θάνος κοιτούσε έξω. Το νήπιο της οικογένειας κυνηγούσε τη γουρούνα. Πίσω του η μικρότερη αδελφή, που είχε αναλάβει να το φροντίζει. Είδε και τη Ζυστίν να σουλατσάρει, τάχα αμέριμνη, ενώ ήξερε ότι ο Θάνος την έβλεπε.

«Πάρε», του είπε ο Καρόγλου και του έδωσε μια μικρή δερμάτινη τσάντα. «Έχει τρία πράγματα που χρειάζεσαι.»

Άνοιξε την μπροστά θήκη.
«Έναν χάρτη, γιατί δεν μπορείς να πας απ’ τους κεντρικούς δρόμους. Ειδικά στα σύνορα θα πρέπει να βρίσκεις εναλλακτικές διαδρομές..»
Άνοιξε τη μεσαία θήκη.
«Χρήματα. Μπορείς να πάρεις ένα άλογο. Ή το τρένο, αλλά αυτό είναι επικίνδυνο.»
«Ευχαριστώ, αλλά δεν…»
«Δεν θα μου λείψουν, να είσαι σίγουρος. Και τρίτο…»

Άνοιξε την τελευταία θήκη κι έβγαλε ένα περίστροφο.

«Είναι Κολτ μοντέλο δέκα, διπλής δράσης. Εξάσφαιρο. Σου έχω μέσα στη τσάντα δώδεκα σφαίρες. Αν αντιμετωπίσεις τόσους που χρειαστείς περισσότερες καλύτερα να παραδοθείς απ’ την αρχή.»

Ο Θάνος το πήρε στα χέρια του σαν πρωτάρης.

«Έχεις πυροβολήσει ξανά, έτσι;»
«Σε στόχους.»
«Οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι. Κουνιούνται και πυροβολούν πίσω.»
«Το ξέρω.»
«Οπότε δεν έχεις σκοτώσει κανέναν.»
«Δεν χρειάστηκε.»
«Ας ελπίσουμε να μη χρειαστεί ποτέ. Για μένα χρειάστηκε. Σκότωσα δυο τσέτες, τουρκαλάδες, που ‘χανε μπει στο σπίτι μας για πλιάτσικο. Δεν μετανιώνω, πάλι το ίδιο θα έκανα, αλλά δεν νομίζω να το ξεχάσω ποτέ. Τόση πολύ δύναμη νιώθεις να έχεις! Δεν το λέω για καλό, αν κι έχει και κάποια ηδονή. Γι’ αυτό σου λέω ότι την αδικείς την πιτσιρίκα. Δεν μου φαίνεται να είναι από εκείνους που τους αρέσει να σκοτώνουν.»

Ο Θάνος σημάδεψε το παράθυρο. Ήταν ωραίο όπλο, βαρύ και ζυγισμένο. Αυτό που τους είχαν δώσει στη χωροφυλακή ήταν μόνο για να ρίχνουνε στο γάμο του Καραγκιόζη, έτσι έλεγαν μεταξύ τους οι δόκιμοι.

Του έδειξε στο χάρτη προς τα πού έπρεπε να πάει. Μετά το δάσος, ανατολικά, υπήρχε μια κωμόπολη. Το καλύτερο ήταν ν’ αγοράσει ένα άλογο. Του είχε σημειώσει και τη διαδρομή μακριά απ’ τις πόλεις. Θα πήγαινε από Γαλλία και Ιταλία, μετά Σερβία και προς τα κάτω.

«Είναι πολλές μέρες ταξίδι.» Του έδωσε το χέρι. «Είναι κρίμα που φεύγεις.»
«Δεν φεύγω, με διώχνουν.»
«Όποιος δεν θέλει να φύγει, δεν μπορούν να τον διώξουν», του είπε ο Καρόγλου και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

Ο Θάνος πήρε το τσαντάκι και προχώρησε αργά λες και πήγαινε για το εκτελεστικό απόσπασμα. Μόνο η Νέδα πήγε να τον ξεπροβοδίσει. Τη χάιδεψε και της είπε να προσέχει. Οι δύο μάγισσες δεν τον χαιρέτησαν, δεν βγήκαν από το δωμάτιο τους.

Ο Θάνος έφυγε προς το φεγγάρι που μόλις είχε ανατείλει.

~~~~~~

Ο Καρόγλου έδειχνε τον χάρτη και το σχέδιο του στην Τενερίφη.

«Εκεί θα έχουμε δίλημμα», της είπε και της έδειξε το Φινιστέρ. Οι ακτές της Γαλλίας πήγαιναν βορειοδυτικά. Βόρεια απ’ τη Βρετάνη ήταν η Αγγλία και η Ιρλανδία. Φώναξαν την Γιωταλία να τους πει κι εκείνη τι σκεφτόταν.

«Κάντε ό,τι θέλετε», είπε εκείνη. «Τελικά θα φτάσουμε εκεί που πρέπει.»

Έπειτα βγήκε προς τα έξω. Κάθισε κι έβλεπε τ’ αστέρια.

«Το παίζει σκληρή, αλλά της άρεσε ο μικρός», είπε ο Καρόγλου.
«Δεν είναι μικρός. Προδότης είναι. Μας εγκατάλειψε.»
«Εσύ τον έδιωξες!»
«Και λοιπόν; Έπρεπε να φύγει;»
«Μα το θεό», έκανε ο Καρόγλου, «ευχαριστώ που έμεινα ανύπαντρος. Δεν θα καταλάβω ποτέ πώς σκέφτεται μια γυναίκα.»
«Γιατί είσαι ηλίθιος. Έλα, δείξε το χάρτη.»

Η Γιωταλία έξω ήταν έτοιμη να κλάψει. Δεν θα το έκανε, για κανέναν και για τίποτα, αλλά της έλειπε ο Θάνος. Είχε κουραστεί με όλη αυτή τη μαγική δύναμη και την ευθύνη. Είναι τρομαχτικά δύσκολο να είσαι υπεύθυνος για όλα όσα σου συμβαίνουν –κι ακόμα παραπάνω, υπεύθυνος να σώσεις τον κόσμο. Της άρεσε οι ώρες που περνούσαν μαζί, απλά και ήσυχα, του άρεσε η ταραχή του όταν έλεγε το όνομα της, όταν την κοιτούσε, όταν τον άγγιξε. Χαμογέλασε. Θυμήθηκε που του έπιασε τα χέρια κι εκείνος κόντεψε να λιποθυμήσει.

«Θα ‘θελες να ‘σαι κι εσύ ένα απλό κορίτσι», της είπε η Τενερίφη που είχε σταθεί κοντά της και την παρατηρούσε.
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις τι εννοώ. Το έχουμε ζήσει όλες μας. Για να είσαι μάγισσα πρέπει να είσαι μόνη. Δεν γίνεται να μοιράζεσαι τη ζωή σου. Ίσως λίγη συντροφιά, αλλά μέχρι εκεί.»
«Και; Δεν με πειράζει να ‘μαι μόνη.»
«Πειράζει. Το αγνοείς στην αρχή, ειδικά όταν είσαι νέα, αλλά μετά θα θες κάποιον δίπλα σου. Δεν σου λέω για άντρα ή για ερωμένη. Έστω μια μαθήτρια.»

Έμειναν έξω αρκετή ώρα. Της εξήγησε τι ισχύει για τις μάγισσες. Δεν ήταν νόμοι ούτε καν κανόνες, αλλά ο τρόπος που λειτουργούσαν. Γι’ αυτό δεν έκαναν παιδιά, για να μη χάσουν την ελευθερία τους.

«Δηλαδή για να ‘μαστε ελεύθερες πρέπει να είμαστε μόνες;»
«Όλοι ζουν μονάχοι, κι όλοι πεθαίνουμε μόνοι. Οι μάγισσες δεν μοιράζονται τη μοναξιά τους.»
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Η Ειμαρμένη, που είναι πιο ισχυρή απ’ τους Θεούς. Αν πας εναντίον της διαπράττεις τη μέγιστη ύβρη –και καταστρέφεσαι.»

Η Γιωταλία σκέφτηκε τον κάπτεν Μπαντ. Αυτό ακριβώς είχε κάνει. Πήγε ενάντια στο πεπρωμένο του, έδωσε την ψυχή του για να γίνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που προοριζόταν να γίνει.

«Κι αν δεν θέλω να είμαι μάγισσα; Ο Θάνος είχε δίκιο. Έχω σκοτώσει τόσους…»
«Ναι! Είχε δίκιο. Γι’ αυτό του είπα να φύγει. Αν έλεγε βλακείες δεν θα μ’ ένοιαζε.»
«Οπότε… Λες πώς ήταν λάθος;»
«Πώς το νιώθεις;»
«Λάθος.»
«Ε, γι’ αυτό του είπα να φύγει.»
«Τι σχέση έχει ο Θάνος;»
«Πριν σου μιλήσει είχες σκεφτεί ότι έκανες κάτι λάθος;»
«Όχι, μάλλον όχι.»
«Αυτή είναι η σχέση.»
«Κι αν έκανα, αλλά δεν το ήξερα;»

Η Τενερίφη σηκώθηκε βλαστημώντας τους Δώδεκα Θεούς έναν έναν. Δεν είπε τίποτα άλλο, γύρισε στο δωμάτιο της. Δεν θα κοιμόταν όλο το βράδυ. Έπειτα από τόσες χιλιετίες να πέφτει στην άβυσσο, δεν άντεχε να κλείσει τα μάτια της.

53

Ανάμεσα στο αγρόκτημα και την κωμόπολη υπήρχε το μικρό δάσος. Κάθε τόσο σκεφτόταν να γυρίσει πίσω. Έπειτα θυμόταν τη φράση της μάγισσας: «Δεν έχεις αξιοπρέπεια;» Θυμόταν τη γυρισμένη πλάτη της γοργόνας.

«Να πάτε στο διάολο», έλεγε και συνέχιζε, προσπαθώντας να μην κλάψει.

Έπεσε και κοιμήθηκε σ’ ένα καλύβι που βρήκε και το πρωί συνέχισε το δρόμο του, βαστώντας τα κλάματα, βρίζοντας κι όλο σταματούσε για να γυρίσει πίσω. Αλλά δεν γύρισε.

Στην άλλη μεριά του δάσους βρήκε τον αγροτικό δρόμο που του είχε δείξει ο Καρόγλου στο χάρτη. Τον ακολούθησε ανατολικά.

Κι ήταν απόγευμα όταν έφτασε στην κωμόπολη. Μπήκε σε μια ταβέρνα. Τους έδειξε με νοήματα να καταλάβουν ότι ήθελε φαΐ και πιοτό. Ο ταβερνιάρης τον ρώτησε αν έχει χρήματα. Ο Θάνος δεν καταλάβαινε, μέχρι που του το είπε με μια χειρονομία, τρίβοντας τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού. Τότε κατάλαβε τι σήμαινε «ντε λ’ αρζάν».

Άνοιξε το τσαντάκι του κι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα. Ο ταβερνιάρης άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Έπειτα χαμογέλασε και ξεκίνησε να λέει τι φαγητά είχε.

Ο Θάνος έκανε μια απεγνωσμένη χειρονομία, που ήταν σαν να έλεγε, φέρε απ’ όλα, φέρε και ποτό. Χωρίς να μιλήσουν είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν. Σύντομα το τραπέζι είχε γεμίσει κρέατα, πουλερικά και συνοδευτικά. Μαζί με μια καράφα απ’ το καλύτερο κρασί που είχε δοκιμάσει.

Μόλις χόρτασε το σώμα του με το φαΐ και γέμισε και την ψυχή του με το κρασί, έπιασε να δει τι ρέστα του είχε φέρει ο ταβερνιάρης. Είδε ότι αυτά που είχε φάει κι είχε πιει είχαν κοστίσει τριάντα φράγκα. Κι είχε φάει για τέσσερις ανθρώπους. Άνοιξε το τσαντάκι διακριτικά να δει πόσα του είχε δώσει ο Καρόγλου. Είχε πάνω από πενήντα κατοστάρικα.

«Ευτυχώς μου ‘δωσε και το Κολτ», είπε μόνος του. Είχε μια μικρή περιουσία εκεί μέσα. Ο σταφιδέμπορας δεν τα τσιγγουνευόταν.

Ρώτησε τον ταβερνιάρη πού θα έβρισκε ν’ αγοράσει άλογο. Το έκανε χλιμιντρίζοντας.

«Ah, un cheval!» είπε εκείνος και μιμήθηκε με το στόμα τον καλπασμό.
«Ουί, ουί, σαβάλ, αρζάν;» ρώτησε τρίβοντας τα δάχτυλα.

Ο ταβερνιάρης του είπε, αλλά ήταν δύσκολο να καταλάβει. Έβγαλε το μολύβι που είχε κουμπωμένο στο αυτί, έκοψε ένα χαρτί κι έγραψε: 1000

Ο Θάνος σκέφτηκε ότι τόσο μπορεί να έκανε οποιοδήποτε άλογο. Εκείνος ήθελε να φύγει το γρηγορότερο. Με καινούρια νοήματα και παντομίμα του έδειξε ότι ήθελε ένα γρήγορο, όχι κάνα ψοφίμι.

Ο ταβερνιάρης κατάλαβε. Μίλησε για λίγο, μετά γύρισε πίσω και φώναξε προς την κουζίνα. Εμφανίστηκε ένα πιτσιρίκι. Του έδειξε τον ξένο και του είπε κάποια πράγματα. Ύστερα εξήγησε στο Θάνο ότι ο μικρός θα τον πήγαινε σε κάποιο στάβλο εκεί κοντά όπου είχαν τα πιο γρήγορα άλογα της περιοχής. Μάλλον κάποιο είχε πάρει και βραβείο –ή του είχαν κρεμάσει ένα μενταγιόν στο στήθος. Έδωσαν χέρια κι έφυγε πίσω απ’ το μικρό που βιαζόταν.

Στη διαδρομή υπολόγισε πόσα θα ξόδευε μέχρι να φτάσει στο Αγρίδι. Αν δούλευε στη διαδρομή, όπως του είχε πει ο Σμυρνιός, κι έκανε οικονομία, ίσως να γυρνούσε πίσω στη μάνα του μ’ ένα ποσό. Τότε ήταν που για πρώτη φορά θυμήθηκε τον γραμματικό του Καρπόφ στο λιμάνι της Πάτρας. Εκείνα τα καθάρματα είχανε τη μάνα του στο χέρι. Βλαστήμησε και προχώρησε πιο γρήγορα.

Έφτασαν στο στάβλο κι έδωσε ένα φράγκο στον πιτσιρικά, που έφυγε πετώντας για το ζαχαροπλαστείο.

Μέσα άρχισε πάλι τη νοηματική, έδειξε τα λεφτά, ζήτησε ένα γρήγορο άλογο.  Ο ιδιοκτήτης του έδειξε κάποια, πραγματικά δυνατά και υγιή. Δεν χρειαζόταν να είσαι γνώστης για να το καταλάβεις. Το τρίχωμα τους έλαμπε, οι μυς διαγράφονταν κάτω απ’ το δέρμα, κι η ουρά τους στεκόταν όρθια. Αλλά ο Θάνος, χωρίς να ξέρει γιατί, κόλλησε μ’ ένα άλλο, που ήταν κρυμμένο στο πίσω μέρος. Το έδειξε. Ο ιδιοκτήτης του είπε ότι έφερνε κακοτυχία, έκανε με τα δάκτυλα τα κέρατα του διαβόλου, που είναι κοινή χειρονομία σ’ όλη τη Μεσόγειο.

Πλησίασε πιο κοντά το άλογο και κατάλαβε γιατί το θεωρούσαν καταραμένο. Ήταν ολόλευκο. Όχι σαν κάποια που είναι γκρι και μοιάζουν λευκά. Αυτό δεν είχε ούτε μισή γκρίζα τρίχα και το δέρμα του κάτω απ’ τη γούνα ήταν ροζ, όπως και τα χείλη του, τ’ αυτιά του. Τα μάτια του ήταν μπλε, ένα πολύ ανοιχτόχρωμο γαλάζιο. Ο ιδιοκτήτης θα το μοσχοπολούσε σε κάποιο τσίρκο ή σε κάποιον πλούσιο.

Ρώτησε τιμή. Ο ιδιοκτήτης του είπε τη διπλάσια απ’ το προηγούμενο που του είχε δείξει, που σίγουρα ήταν πιο δυνατό και πιο μεγάλο. Δεν το έκανε για να τον κλέψει. Τέτοια άλογα γεννιούνται μια φορά στις χίλιες γέννες. Ο Θάνος πλήρωσε όσα του ζήτησε χωρίς σκέψη, πλήρωσε και για τον εξοπλισμό, σέλα, καπίστρι, αναβολείς.

Προτού φύγει ρώτησε πώς έλεγαν το άλογο. Εξήγησε και πάλι τι ήθελε να μάθει με την νοηματική.

«Ah, elle s’appelle Sirène.»
«Τι;»
«Sirène…» είπε ο ιδιοκτήτης και χάιδεψε τη φοράδα.

Του έκανε νόημα να περιμένει. Πήγε στο μαυροπίνακα που είχαν και τον έσβησε με το μανίκι του. Μετά ξεκίνησε να κάνει ένα σκίτσο με την κιμωλία. Είχε ταλέντο στη ζωγραφική. Ο Θάνος παρακολουθούσε τις γραμμές, έβλεπε το σχήμα να ολοκληρώνεται.

«Sirène…» του είπε ξανά και του έδειξε αυτό που είχε φτιάξει: Μια γοργόνα.

Τον ευχαρίστησε, με μισή αναπνοή. Πήγε και χάιδεψε τη μουσούδα της Σειρήνας. Την άφησε να τον μυρίσει, να καταλάβει ότι ήταν φίλος. Χάιδεψε την πάλλευκη μεταξένια χαίτη της κι ένιωσε πώς θα ήταν αν θα χάιδευε τα μαλλιά της Γιωταλίας.

Το πεπρωμένο του είχε στείλει μήνυμα. Ανέβηκε στο άλογο και γύρισε. Θα πήγαινε στο αγρόκτημα.

Καθώς έφευγε ο σταβλάρχης θυμήθηκε κάτι κι έτρεξε πίσω του. Φώναξε: «Pas beaucoup de soleil!». Προσοχή στον ήλιο.

Εκείνος δεν τον άκουσε, κάλπαζε ήδη για τη γοργόνα.

~~

Η Γιωταλία εκείνο το πρωινό είχε ξυπνήσει με πολύ περίεργη διάθεση. Δεν ήταν κάτι απροσδιόριστο, ήξερε ότι δεν ήθελε να φύγει. Απ’ τη μέρα που σκότωσε το γιο του Καρπόφ είχε περάσει τόση ένταση, που ένιωθε σαν να ‘ταν μια δεκαετία. Κι όμως ήταν ακόμα το ίδιο καλοκαίρι, ο ίδιος μήνας.

Όσο βρισκόταν σε εγρήγορση, σε κίνδυνο, όσο έπρεπε να μάχεται και να παλεύει για την επιβίωση, δεν προλάβαινε να το σκεφτεί. Γι’ αυτό και δεν την ένοιαζε τι ζούσε. Είχε προσηλωθεί σ’ έναν στόχο, να πάει βόρεια, να βρει ποιος είναι ο εαυτός της, που είχε σταματήσει να ασχολείται με τον εαυτό της.

Στο αγρόκτημα είχαν μείνει έξι νύχτες κι ένιωσε να ξαναγίνεται εκείνο το κορίτσι της Θάλαττας, που μαγείρευε με τη Λάιλα Λου κι έπαιζε με τη Νέδα όλη μέρα. Δεν ήταν κάποια σπουδαία και μεγάλη, ισχυρή, μάγισσα. Μόνο ένα κορίτσι. Και το είχε χάσει αυτό. Ο Θάνος την είχε βοηθήσει να το ξαναβρεί, στις βόλτες τους στο δάσος, με την ντροπή του.

Ναι, προτιμούσε να είναι με τον Θάνο, παρά με την Τενερίφη. Εκείνη της έλεγε τι έπρεπε να κάνει. Πρέπει, πρέπει, πρέπει. Ο Θάνος της έδειχνε τι ήθελε να κάνουν. Σχεδόν.

Είχε ξυπνήσει με δάκρυα γιατί είχε κουραστεί να είναι μάγισσα. Θα προτιμούσε να ζούσε μια ζωή όπως τα κορίτσια στο αγρόκτημα.

Με τον αγρότη και τη γυναίκα του δεν είχε πολλές σχέσεις, αλλά της άρεσε να συναναστρέφεται τα παιδιά τους. Είχαν τρεις κόρες κι ένα νήπιο αγόρι.

Το νήπιο ήταν αξιολάτρευτο. Έτρεχε πέρα δώθε, μόλις που είχε μάθει να περπατάει και σκουντουφλούσε σ’ έπιπλα, χωνόταν με τη μούρη στις λάσπες, πήγαινε και φιλούσε τη Νέδα –που του έγλειφε όλο το πρόσωπο. Αυτός ήταν ο Ζαν Νοέλ, ο Χριστογιάννης, όπως θα τον έλεγαν σε κάποιο ελληνικό χωριό.

Το δεύτερο παιδί ήταν η Μπριζίτ, ένα παχουλό κοριτσάκι έξι χρονών, που είχε αναλάβει χρέη νταντάς. Η Μπριζίτ τραγουδούσε σαν άγγελος. Τα βράδια μαζεύονταν έξω όλοι και την άκουγαν να υμνεί το δάσος.

Το τρίτο παιδί ήταν η Μανό, η πολεμίστρια της οικογένειας. Δεν μπορούσε με τίποτα τα γυναικεία καθήκοντα. Δώδεκα χρονών κι έστηνε παγίδες για κουνάβια, κυνηγούσε πουλιά με τη σφεντόνα, καβαλούσε σαν Αμαζόνα και –όπως μετέφερε ο Καρόγλου τα παράπονα του πατέρα- είχε δει όλα τα κορίτσια, μα και τ’ αγόρια του σχολείου.

«Μια μικρή Ζαν Ντ’ Αρκ», είχε πει.

Μα το αγαπημένο παιδί της οικογένειας Μολιέ, ήταν αυτό που ζήλευε περισσότερο η Γιωταλία: Η έφηβη Ζυστίν.

Η Ζυστίν ήταν δεκαπεντάχρονη και το μόνο που την ένοιαζε ήταν η εμφάνιση της –και τ’ αγόρια. Είχε πυρόξανθα μακριά μαλλιά, το ίδιο μακριά με της Γιωταλίας, αλλά πολύ πιο περιποιημένα. Είχε ταλέντο και στη μόδα. Έβλεπε στα περιοδικά τα ρούχα που φορούσαν στο Παρίσι κι έφτιαχνε παρόμοια, με υφάσματα που της έφερνε ο πατέρας της απ’ την πόλη.

Πέρα απ’ την ομορφιά και τα ρούχα η Ζυστίν είχε μεγάλο πάθος για τα μυθιστορήματα. Με τον Καρόγλου να μεταφράζει διηγήθηκε στη Γιωταλία την ιστορία του αγαπημένου της μυθιστορήματος, Μαντάμ Μποβαρί, του Φλομπέρ.

Ο ίδιος ο Καρόγλου, που μετέφραζε κάποιες πικάντικες λεπτομέρειες θα μπορούσε να σκανδαλιστεί, ειδικά ανάμεσα σε δύο τόσο νέα κι όμορφα κορίτσια. Όμως εκείνος δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Είχε κάνει και με γυναίκες σεξ, αλλά περισσότερο προτιμούσε την αντρική συντροφιά. Οπότε δεν ένιωθε καθόλου παράξενα να λέει για τη μοιχαλίδα και τους έρωτες της.

Όταν τα κορίτσια τον εμπιστεύτηκαν αρκετά, τον χρησιμοποίησαν ως μεταφραστή και για τις προσωπικές τους ερωτήσεις.

«Σ’ έχει φιλήσει κανένας;» της είπε η Ζυστίν.
«Όχι, ευτυχώς.»
«Γιατί ευτυχώς; Εμένα πρώτα με φίλησε…» Έκανε παύση. Όρκισε τον Καρόγλου ότι δεν θα έλεγε τίποτα στους γονείς της. «Πρώτα με φίλησε ο παπάς.»
Ο Καρόγλου πήγε να πνιγεί με την αποκάλυψη, αλλά το μετάφρασε.

«Ο γέρος;» έκανε η Γιωταλία.
«Όχι, είναι νέος, δόκιμος. Δεν είναι παπάς ακόμα. Όταν με φίλησε είπε ότι δεν θα γίνει καθόλου.»
«Γι’ αυτό είμαι σίγουρο και μπράβο», είπε μόνος του ο Καρόγλου κι ήπιε κρασί να το γιορτάσει. Δεν τα πήγαινε καλά με τους ιερωμένους.

Η Ζυστίν συνέχισε να εξομολογείται τις αμαρτωλές της πράξεις. Δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο ακόμα. Η χειρότερη αμαρτία –και καλύτερη, έτσι το είπε, ήταν ότι έδειξε τα πόδια της μέχρι πάνω, σ’ έναν παντρεμένο.

«Πόσο πάνω;» ρώτησε η Γιωταλία.
Η Ζυστίν σηκώθηκε και είπε: «Τόσο πάνω!»
Κι ανέβασε το φουστάνι της ως το λαιμό, δείχνοντας το εφηβαίο της. Έπειτα έσκασε στα γέλια.

Η Γιωταλία κοκκίνισε, αλλά την ίδια στιγμή σκεφτόταν ότι η χειρότερη δική της αμαρτία ήταν… Πενήντα νεκροί; Από φιλιά, αγόρια, έρωτα, δεν ήξερε τίποτα. Μόνο ο Θάνος κάτι την έκανε να νιώσει. Και τον είχε διώξει η Τενερίφη.

Η Ζυστίν ζήτησε απ’ τον Καρόγλου να φύγει. Πήγε κι έκλεισε την πόρτα. Έπειτα επέστρεψε χαμογελώντας πονηρά. Έκατσε δίπλα στη Γιωταλία κι άρχισε να της μιλάει μαυλιστικά στο αυτί. Δεν καταλάβαινε τι της έλεγε, αλλά ήταν ο ήχος, ήταν η ζέστη απ’ την αναπνοή της, ένιωσε ταραχή στην ψυχή της.

Η Γαλλίδα της είπε κάτι ακόμα, μετά της έπιασε το πρόσωπο και της το σήκωσε για να την κοιτάξει. Η σπουδαία μάγισσα είχε γίνει πλαστελίνη. Η Ζυστίν σάλιωσε τα δάκτυλα της κι ύστερα έβαλε το χέρι μέσα απ’ τη φούστα. Ξεκίνησε να χαϊδεύεται και να βογγάει. Η Γιωταλία δεν ανέπνεε. Καταλάβαινε τι έκανε, αν και η Λάιλα Λου δεν της είχε μιλήσει ξεκάθαρα γι’ αυτό. Της είχε πει μόνο τι θέλουν όλοι οι άντρες, είχε δει και τον τράγο να πηδάει τις γίδες. Η σεξουαλική πράξη δεν της είχε φανεί καθόλου ελκυστική. Αλλά έτσι όπως έβλεπε τη Ζυστίν ν’ αυνανίζεται και να βαριανασταίνει, σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν πιο ευχάριστο απ’ όσο νόμιζε.

Ώσπου η Ζυστίν άνοιξε τα μάτια της και της χαμογέλασε. Έπιασε το χέρι της Γιωταλίας κι ενώ συνέχιζε να της μιλάει, το οδήγησε μέσα στη φούστα, ανάμεσα στα πόδια της. Η Γιωταλία μόλις που ένιωσε την υγρή σάρκα ανάμεσα στις τρίχες και πανικοβλήθηκε. Πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε στην πόρτα. Την τράνταζε και προσπαθούσε απεγνωσμένα να την ανοίξει. Η Ζυστίν πήγε δίπλα της, τη φίλησε στο μάγουλο και ξεκλείδωσε. Η μάγισσα έφυγε τρέχοντας.

Βγήκε έξω κι όταν κατάφερε να ξαναπάρει ανάσα σκεφτόταν πόσα θα έπρεπε να χάσει, για να είναι μάγισσα.

~~~

Πήγε μαγεμένη μέχρι το σαλόνι, όπου κάθονταν ο Καρόγλου με την Τενερίφη. Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε, όχι πονηρά, αλλά γνωρίζοντας τι έπαιζαν τα κορίτσια. Η Τενερίφη δεν το πιασε το αστείο.

«Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε», της είπε.
«Ας μη φύγουμε ακόμη. Μερικές μέρες.»
«Έχουμε δουλειά να κάνουμε.»
«Ξέρεις κάτι; Δεν με νοιάζει.»

Η Τενερίφη χτύπησε το χέρι της.
«Έφηβοι!»

«Λοιπόν, ακούστε», προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα ο Καρόγλου. «Συμφωνώ με την Τενερίφη. Έχουμε σημαντική δουλειά. Αλλά και η Γιωταλία έχει δίκιο. Ας χαλαρώσουμε λιγάκι.»
«Δεν μπορείς να συμφωνείς και με τους δυο μας.»
«Αυτό είναι σωστό. Συμφωνώ», είπε ο Καρόγλου κι έβαλε τα γέλια.

«Έχω βαρεθεί», είπε τότε η Γιωταλία «Έχω βαρεθεί να πρέπει να κάνω όλα αυτά τα σπουδαία. Δεν γίνεται να σώσουμε τον κόσμο λίγο αργότερα;»

Η Τενερίφη μασουλούσε φουντούκια κι έκανε υπομονή. Μίλησε ο Καρόγλου, σαν να ήταν ο πατέρας.

«Γιωταλία, σε καταλαβαίνω. Η ζωή είναι για να τη ζεις. Το ξέρω κι εγώ έτσι θέλω να περνάω, δεν μπορώ τα σπουδαία και σημαντικά. Αλλά πρέπει να φύγουμε.»
«Γιατί;»
«Γιατί εδώ θα μας βρουν κάποια στιγμή.»
«Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν θες ν’ αναγκαστείς να σκοτώσεις μερικούς; Γιατί δεν θα σου δώσουν επιλογή. Αυτή είναι η ιδέα σου για να τη ζωή; Κι άλλο πόλεμος;»

Δεν του απάντησε τίποτα. Ξαναβγήκε έξω. Κοιτούσε το τοπίο. Τα ζώα του αγροκτήματος βόσκανε. Η μικρή κυνηγός είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο κι έπαιζε, φώναζε ότι είναι πειρατής. Το νήπιο έτρεχε πίσω απ’ τη γουρούνα. Ήθελε να βυζάξει, όπως έκαναν τα γουρουνάκια.

Η Νέδα πήγε κουτσαίνοντας κι έκατσε δίπλα της.
«Ωραία δεν είναι εδώ;»
Το σκυλί δεν απάντησε, μόνο πήγε και χώθηκε κάτω απ’ το χέρι της για να τη χαϊδέψει. Κατάλαβε τι της έλεγε: «Ωραία είναι όπου βρίσκεσαι κι εσύ.»

Η Ζυστίν βγήκε κι εκείνη έξω. Δεν της μίλησε, μόνο της έστειλε ένα φιλί. Η Γιωταλία θαύμασε τα μαλλιά της, που στον ήλιο έμοιαζαν να φλέγονται. Τότε της ήρθε ιδέα.

Έτρεξε στην κουζίνα και ρώτησε αν είχαν καρύδια και παντζάρια. Πήρε τα τσόφλια απ’ τα καρύδια και τα έβρασε σε λίγο νερό. Αυτό έκανε η Λάιλα Λου για να βάφει τα γκρίζα μαλλιά της. Μέσα στη βαφή των καρυδιών έριξε και παντζάρια. Μέσα εκεί βούτηξε το κεφάλι της και περίμενε.

~~

Έξω ακούστηκε ο αγρότης με το κάρο του να πλησιάζει γρήγορα φωνάζοντας τον Καρόγλου.

«Έχουμε πρόβλημα», είπε σαν πήδηξε κάτω. «Ο κτηνίατρος μέθυσε.»

Ο αγρότης είχε πάει στο διπλανό χωριό να πάρει προμήθειες και να πουλήσει γάλα. Στο μπιστρό όπου μπήκε να πιει τον κυκλώσανε οι χωριανοί κι άρχισαν να τον ρωτάνε για το αμάξι και για τους Έλληνες. Βλέπεις ο ερχομός ξένων ήταν σπάνιος στην περιοχή. Ρωτώντας έμαθε ότι ο κτηνίατρος, την ίδια μέρα που φρόντισε την Τενερίφη, πήγε στο μπιστρό και ξόδεψε όλα τα λεφτά που του ‘χαν δώσει. Κέρασε τους πάντες κι εκείνος έγινε τόσο τύφλα που τον κουβαλήσανε σπίτι.

«Σκατά», έκανε ο Καρόγλου.
«Εντάξει, πότε έγινε αυτό; Πριν πέντε έξι μέρες; Έχουμε χρόνο», είπε η Τενερίφη.
«Στον κόσμο σας θα είχαμε χρόνο. Στο δικό μας κόσμο είναι ήδη πολύ αργά. Πρέπει να φύγουμε αμέσως.» Γύρισε στον Μολιέ. «Φύγετε κι εσείς. Προσωρινά.»
«Δεν μπορώ ν’ αφήσω τα ζώα.»
«Θα σου πληρώσω τη ζημιά.»
«Δεν έχει να κάνει με λεφτά», του είπε. «Είμαστε εδώ από πάντα. Δεν φεύγουμε. Κανείς δεν μας έχει πειράξει. Κι αν προσπαθήσουν…» Έδειξε την καραμπίνα στον τοίχο. «Πετυχαίνω λαγό στα τριακόσια μέτρα.»
«Δεν θα έρθουν λαγοί.»

Η Τενερίφη δεν ήξερε τι έλεγαν, αλλά είχε καταλάβει.
«Δεν θέλει να φύγει;»
«Μένουν εδώ πέντε γενιές, μπορεί και δέκα. Τι λες; Θα το αφήσει;»
«Πρέπει, για τα παιδιά του.»

Τότε ήταν που μπήκε η Γιωταλία στο δωμάτιο. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, σαν της Ζυστίν. Κι έμοιαζε άλλος άνθρωπος.

«Τι συμβαίνει;»

Τη θαύμασαν για λίγο πριν της εξηγήσουν.

«Φεύγουμε», είπε ο Καρόγλου.
«Κι οι Μολιέ;»
«Εδώ είναι το σπίτι τους.»
«Εντάξει, τότε θα μείνω κι εγώ.»

Η Τενερίφη δεν άντεξε άλλο κι άρχισε να της φωνάζει. Η Γιωταλία της απαντούσε ουρλιάζοντας. Ο Μολιέ ρώτησε τι γινόταν.

«Οι νέοι», είπε ο Καρόγλου. «Ξέρεις γιατί οι νέοι αλλάζουν τον κόσμο; Γιατί είναι αδαείς. Δεν ξέρουν πώς λειτουργεί ο κόσμος, δεν ξέρουν ότι δεν αλλάζει. Έτσι επιχειρούν το απίθανο. Και αποτυγχάνουν συνήθως. Όχι πάντα. Μία στο εκατομμύριο γίνεται κάτι μικρό. Έτσι αλλάζει ο κόσμος, πολύ πιο αργά απ’ όσο θα ήθελαν.»

Κι όσο μιλούσαν παρακολουθούσαν τις δυο μάγισσες να ουρλιάζουν σαν να ‘ταν μάνα με κόρη.

«Μπορώ να τους προστατέψω αν μείνω.»
«Κοιτάς το δέντρο, χάνεις το δάσος. Έχουμε να προστατέψουμε κάτι μεγαλύτερο», είπε η Τενερίφη

Η Γιωταλία έδειξε το νήπιο.
«Μεγαλύτερο απ’ αυτό;»
«Ναι, γιατί είναι μυριάδες σαν αυτό.»
«Δεν τα ξέρω τα μυριάδες που λες. Εγώ ξέρω μόνο τον Ζαν Νοέλ.»

Οι δύο άντρες τις άφησαν και βγήκαν έξω. Ο Μολιέ αγνάντευε το αγρόκτημα του. Τον ζήλεψε ο Καρόγλου. Εκείνος είχε αφήσει τη γη και την πατρίδα του, το σπίτι του, είχε γίνει νομάδας. Περνούσε όμορφα, αλλά θα ήθελε να ξαναδεί το Αιγαίο απ’ το μπαλκόνι του.

«Εμείς θα μείνουμε», του είπε ο Μολιέ. «Αποφασίστε κι εσείς τι θα κάνετε. Αν και δεν νομίζω να μπορείς ν’ αλλάξεις γνώμη στην… έφηβη κοκκινομάλλα. Ξέρω, έχω κι εγώ μία.»

~~~~

Καθώς πλησίαζε στο αγρόκτημα ο Θάνος ξεκαβαλίκεψε. Δεν ήταν εξοικειωμένος με την ιππασία, έπρεπε να είναι προσηλωμένος για να πηγαίνει σωστά. Κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια τραβώντας το άλογο απ’ το χαλινάρι. Το έκανε γιατί ήθελε να σκεφτεί λιγάκι παραπάνω. Πάντα τον βοηθούσε το περπάτημα όταν είχε δύσκολο θέμα προς επίλυση.

Το πρόβλημα ήταν πώς θα τον αντιμετώπιζαν στο αγρόκτημα. Ο σταφιδέμπορας σίγουρα θα τον καλοδεχόταν, δεν είχε αμφιβολίες για εκείνον. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε η ίδια η Γιωταλία. Της είχε πει άσχημα λόγια, αλλά ίσως να τον δεχόταν πίσω χωρίς αντιρρήσεις. Είχε και την ελπίδα ότι ένιωθε κάτι γι’ εκείνον. Έστω κάτι μικρό. Καλύτερα απ’ το να ήταν ερωτευμένη για την ώρα, γιατί ο έρωτας είναι εκρηκτικός, και κανείς δεν θέλει να τσαντίσει μια μάγισσα. Λιγάκι να τον συμπαθούσε για την ώρα και μέχρι να δεχτεί να τον παντρευτεί είχαν καιρό μπροστά τους.

Το μεγάλο ζήτημα ήταν η άλλη, η γριά μάγισσα. Εκείνη τον αντιπαθούσε. Μπορεί να πίστευε ότι είναι προδότης, σαν τον άλλο τον…

«Πώς τον είχε πει;» ρώτησε ο Θάνος τη Σιρέν. «Άμαγος. Ο άμαγος. Είναι απίστευτο, αλλά πρέπει να δικαιολογηθούμε που δεν έχουμε μαγικές δυνάμεις. Ε, Σιρέν;»

Δεν ήταν ηλίθιος, ήξερε γιατί ένιωθε έτσι η μάγισσα. Εξαιτίας του άμαγου είχε σκοτωθεί ο φίλος της. Πώς θα την έπειθε ότι δεν ήταν προδότης, ότι δεν ήταν ίδιος με τον άλλον;

Το περπάτημα βοήθησε, του ήρθε η απάντηση ουρανοκατέβατη: Το πρόβλημα δεν ήταν η μάγισσα, το πρόβλημα ήταν ο ίδιος. Η Τενερίφη δεν μπορούσε να τον διώξει από μόνη της. Μπορούσε να τον προσβάλλει για να τον εξαναγκάσει να φύγει. Αν εκείνος δεν σήκωνε το γάντι της προσβολής τα λόγια της θα πήγαιναν στο βρόντο.

Δεν μπορούσε να ελέγξει τη συμπεριφορά των άλλων, αλλά μπορούσε να τιθασεύσει τα συναισθήματα του.

«Στο διάολο! Δεν μ’ εμπόδισε εκείνος ο πουτάνας γιος, ο καπετάνιος, και θα μ’ εμποδίσει μια κωλομάγισσα;»

Ξεφύσησε και πήρε μερικές ανάσες. Δεν έπρεπε να λειτουργήσει έτσι, επιθετικά. Έπρεπε να ζητήσει συγνώμη απ’ όλους και να υποσχεθεί να κάνει ό,τι θέλει η ομάδα χωρίς σχόλια. Η μάγισσα θα του έλεγε διάφορα για να τον προγκήξει. Μπορεί κι η Γιωταλία να το έκανε. Συγκατάβαση, αποδοχή. Όχι σύγκρουση. Μπορούσε να το κάνει. Θα υπερπηδούσε κάθε εμπόδιο. Η γοργόνα ήταν το πεπρωμένο του.

Και σαν το πήρε απόφαση ξεκίνησε να περπατάει πιο ανάλαφρα και να σφυρίζει το ρεμπέτικο που είχε ακούσει στην κορβέτα.

~~~~~

Ήταν ακόμα μέσα στο δάσος, αλλά είδε μπροστά του το ξέφωτο όπου βρισκόταν η αγροικία και το πεπρωμένο του. Τράβηξε το άλογο για να πάει πιο γρήγορα. Εκείνο δεν προχώρησε.

«Έλα, Σιρέν, πάμε να γνωρίσεις τη μέλλουσα γυναίκα μου.»

Το άλογο είχε στηλώσει τα πόδια κάτω. Οσφρίστηκε τον αέρα, χλιμίντρισε και οπισθοχώρησε, παρασύροντας και τον Θάνο.

«Τι έπαθες, κωλάλογο;»

Η Σιρέν τράβηξε τη μουσούδα του απότομα κι ελευθερώθηκε από τα χέρια του. Γύρισε κι απομακρύνθηκε εκατό μέτρα παραπέρα. Εκεί στάθηκε. Θυμήθηκε κάτι που έλεγαν στο χωριό του: Να πίνεις νερό από κει που πίνει τ’ άλογο σου.

Τα άλογα είναι ιδιαίτερα έξυπνα ζώα κι έχουν τις αισθήσεις τους, εκτός απ’ την όραση, πολύ πιο ανεπτυγμένες απ’ του ανθρώπου. Η πιο ισχυρή αίσθηση του αλόγου είναι η όσφρηση.

Ο Θάνος μύρισε τον αέρα. Εκεί, μέσα στο δάσος, μύριζε δάσος. Πήγε μερικά βήματα πιο κοντά στο ξέφωτο. Οσφρίστηκε μια αμελητέα μυρωδιά από φρεσκοκομμένο σανό. Αλλά δεν είχαν σανό εκεί. Πριν κάνει ένα ακόμα βήμα άκουσε τη Σιρέν να χλιμιντρίζει, σαν να τον προειδοποιούσε. Έκανε πίσω την ίδια στιγμή που ένιωσε να ζαλίζεται. Έπεσε κι έφυγε πίσω μπουσουλώντας. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να συνέλθει.

Κατάλαβε ότι κάτι άσχημο συνέβαινε στην αγροικία. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η μαγεία, σαν εκείνο το δαίμονα που τους είχε επιτεθεί στη Μασσαλία.

Περπατώντας χαμηλά, και χωρίς να πλησιάζει, έκανε μια περιμετρική κίνηση για να δει καλύτερα. Αντιλήφθηκε ότι δεν κινιόταν τίποτα. Ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Και δεν ακουγόταν τίποτα. Τα παιδιά του αγρότη έκαναν περισσότερη φασαρία απ’ τα ζώα του. Εκείνη τη στιγμή δεν ακούγονταν ούτε οι κότες.

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει», μνημόνευσε τον Σολωμό. Δεν του άρεσε ο οιωνός του στίχου.

Συνέχισε να προχωράει περιμετρικά. Το κάρο του αγρότη ήταν εκεί. Το αμάξι πρέπει να ήταν μέσα στον αχυρώνα, όπου το κρύβανε. Κάνοντας λίγα ακόμα μέτρα είδε αυτό που δεν ήθελε να δει.

Στο περιφραγμένο χοιροστάσιο ήταν πεσμένη ανάσκελα η γουρούνα. Τα μικρά της φαίνονταν το ίδιο νεκρά πάνω στις θηλές της.

Του ήρθε η παρόρμηση να τρέξει. Η Γιωταλία είχε σκοτώσει όλους τους κοριούς και τις κατσαρίδες στο δωμάτιο της, για να αμυνθεί. Μπορεί να είχε συμβεί το ίδιο. Έβγαλε το όπλο απ’ τη τσάντα. Έβαλε σφαίρες με χέρια που έτρεμαν κι ετοιμάστηκε να ορμήξει. Θυμήθηκε το άλογο.

Πήγε πάλι προς τ’ αριστερά. Εκεί, σε μια κουμαριά, μια παρέα σπουργιτιών έκαναν φιέστα με τα κούμουρα. Ο Θάνος χτύπησε το δέντρο. Τα πουλιά έφυγαν πανικόβλητα προς κάθε κατεύθυνση. Όσα πέταξαν προς το δάσος γλίτωσαν. Καμιά δεκαριά πήγαν προς το αγρόκτημα. Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να βγουν απ’ το δάσος στο ξέφωτο κι έπεσαν κάθετα και τα δέκα.

Είχε διαβάσει κάτι σχετικό, για τα ορυχεία. Οι εργάτες κουβαλούσαν στις στοές κλουβιά με μικρά πουλιά. Εκείνα πέθαιναν αμέσως, με την παραμικρή διαρροή τοξικού αερίου.

«Τοξικά αέρια», έκανε ο Θάνος και πήγε αρκετά βήματα πίσω για ασφάλεια.

Το άλογο του είχε σώσει τη ζωή. Όχι, δεν ήταν μαγεία αυτό που είχε σκοτώσει τα γουρούνια και τα πουλιά. Επέστρεψε στο σημείο της περιμέτρου απ’ όπου μπορούσε να βλέπει την είσοδο του σπιτιού. Του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο από κει μέσα, σαν να σπάνε πράγματα. Και μετά τον είδε να βγαίνει.

Ήταν ντυμένος με τη δερμάτινη χλαίνη, παρά τη ζέστη. Τον μικρό όλμο τον είχε τοποθετημένο σε μια εξωτερική θήκη. Φορούσε δερμάτινο σκούφο μοτοσυκλετιστή, γάντια και την αντιασφυξιογόνο μάσκα του. Ο Ναρρ έριξε μερικές ματιές γύρω. Κοίταξε και προς το μέρος του Θάνου. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Το δάσος ήταν πολύ σκοτεινό σε σχέση με το ξέφωτο.

Του ήρθε η παράλογη ιδέα να τον πυροβολήσει. Αλλά κατάλαβε ότι δεν είχε καμία τύχη. Ακόμα κι αν ήξερε τόσο καλό σημάδι το περίστροφο του δεν είχε αποτελεσματική εμβέλεια που θα τον σκότωνε. Αν τον έφτανε η σφαίρα δεν θα διαπερνούσε το δερμάτινο.

Ο Ναρρ πήγε στην πίσω μεριά της αγροικίας. Ακούστηκε ήχος μηχανής. Τον είδε να φεύγει με τη Harley Davidson, πιο γρήγορα κι από άλογο, με κατεύθυνση προς τη Δύση, προς τη θάλασσα. Είχε δει ένα παρόμοιο όχημα στην Πάτρα, είχε δει μια Indian. Είχαν μαζευτεί γύρω της όλοι οι δόκιμοι και τη θαύμαζαν.

Οπότε ήξερε ποιος ήταν ο υπαίτιος της ζώνης θανάτου.

Έκατσε κάτω, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ίσως να ήταν κι η Γιωταλία εκεί μέσα, νεκρή, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όχι για να τη σώσει, ούτε καν για να πλησιάσει.

Έπρεπε να περιμένει. Κάποια στιγμή το τοξικό αέριο θα διαλυόταν. Ήταν μια πολύ όμορφη καλοκαιρινή μέρα. Μια αύρα χόρευε το γρασίδι. Ο Θάνος ένιωσε τόσο αδύναμος, τόσο μικρός, τόσο μόνος.

~~

Περίμενε μερικές ώρες εκεί κι ο ήλιος είχε πάρει να γέρνει στα βουνά. Τότε σήκωσε λίγο πιο δυνατό άνεμο. Περίμενε άλλη μια ώρα, τη δύση του ήλιου. Φώναξε τη Σιρέν. Εκείνη πήγε κοντά του.

«Πάμε; Τι λες; Εσύ διατάζεις;»

Την έπιασε απ’ το χαλινάρι και την τράβηξε αργά προς την αγροικία. Δεν την βίαζε, αν συναντούσε την παραμικρή αντίσταση θα σταματούσε πάλι. Δεν χρειάστηκε να βασιστεί στην όσφρηση του αλόγου. Άκουσε έναν ήχο σαν πουλί και σαν ουρλιαχτό και είδε μια σκιά να φεύγει τρέχοντας απ’ το δάσος προς το σπίτι. Κατάλαβε τι ήταν: Τσακάλι. Πήγε να φάει τα πτώματα.

Περίμενε να δει αν θα πάθαινε κάτι. Εκείνο δεν κοντοστάθηκε λεπτό. Όρμηξε καταπάνω στη νεκρή γουρούνα και της άνοιξε την κοιλιά για να βρει εντόσθια. Ο Θάνος προχώρησε πυροβολώντας δυο φορές στον αέρα για να διώξει το τσακάλι.

«Μπράβο, μόλις ξόδεψες άσκοπα δυο σφαίρες.»

Δεν βιαζόταν να μπει στο κτίριο, δεν βιαζόταν να βρει τη γοργόνα νεκρή.

«Πεπρωμένο», είπε απογοητευμένος.

Απέξω δεν είδε νεκρούς ανθρώπους. Μόνο τα γουρούνια, το σκύλο του αγροκτήματος και τις αγελάδες. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου και πήγε στο παράθυρο του σπιτιού. Φώτισε το πρόσωπο του Μολιέ. Είχε πεθάνει εκεί με την καραμπίνα δίπλα του. Μάλλον δεν είχε πυροβολήσει καν. Πώς να σκοτώσεις τον αέρα;

Πήγε στην πόρτα. Κατάλαβε ότι αν είχαν ρίξει αέρια και μέσα στο σπίτι δεν θα είχαν αραιώσει ακόμα. Και πόσο θα έπρεπε να περιμένει; Έβγαλε το πουκάμισο του και το τύλιξε τρεις φορές γύρω απ’ το στόμα και τη μύτη του. Με το ζόρι ανέπνεε.

Δεν μπήκε μέσα, μόνο φώτισε. Πίσω απ’ τον Μολιέ ήταν η γυναίκα του κι η μάνα του. Όλοι είχαν την ίδια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο τους. Το αέριο τους είχε κάψει τα πνευμόνια από μέσα. Οπότε χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί γινόταν, πέρα απ’ την έντονη μυρωδιά από φρεσκοκομμένο σανό, δεν μπορούσαν να πάρουν ούτε μισή ανάσα. Είναι χειρότερος πνιγμός από το νερό ή τον καπνό. Είναι σαν να κρατάς την ανάσα σου και να μην μπορείς να ξαναρχίσεις ν’ αναπνέεις. Χίλιες φορές να σε πυροβολήσουν.

Έκανε το γύρο και πήγε στο παράθυρο της Γιωταλίας και της Τενερίφης. Κανένας. Πήγε απ’ την άλλη μεριά στην τραπεζαρία. Εκεί ήταν πεθαμένα τα τέσσερα παιδιά των Μολιέ. Είδε άλλα τρία πτώματα, δυο γυναίκες κι έναν άντρα που βοηθούσαν στο σπίτι και στα κτήματα. Όποιος βρισκόταν στην αγροικία την ώρα της επίθεσης είχε πεθάνει.

Απομακρύνθηκε, έβγαλε το πουκάμισο κι ανέπνευσε. Έτρεξε στον αχυρώνα. Το αυτοκίνητο έλειπε. Είχαν φύγει. Για εκείνο το μακελειό δεν έφταιγε η γοργόνα. Τους είχαν σκοτώσει τα σκυλιά του Καρπόφ.

Κι αυτό σήμαινε ότι τους ακολουθούσαν, ότι βρίσκονταν στα ίχνη τους. Δεν του φάνηκε παράξενο. Ο Καρπόφ είχε διασυνδέσεις παντού.

Το πεπρωμένο δεν τον είχε στείλει πίσω για να εξομολογηθεί τον έρωτα του στη γοργόνα, αλλά για να τη σώσει. Πώς θα τους έβρισκε; Ήξερε πως θα πήγαιναν προς τη Βρετάνη, το Φινιστέρ, το Τέλος της Γης. Εκείνο το μέρος ήταν τεράστιο, όσο ολόκληρη η Ελλάδα. Δεν μπορούσε να γυρνάει σαν ηλίθιος με το άλογο του και να ρωτάει μήπως είδαν κάποια όμορφη κοπέλα με λευκά μαλλιά. Θα τον περνούσαν για τρελό, αν καταλάβαιναν τι έλεγε.

«Το άλογο», είπε ο Θάνος.

Θα χρησιμοποιούσε το τέχνασμα του Οδυσσέα, ένα Δούρειο Ίππο. Ο Καρπόφ είχε πληροφοριοδότες παντού. Από αστυνομικούς και στρατηγούς, μέχρι εταίρες και ζητιάνους. Θα χρησιμοποιούσε το δικό του δίκτυο.

Ήταν μια απλή ιδέα, κι όμως ήταν σπουδαία. Ολόκληρη Τροία έπεσε έτσι. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να βρει ένα τηλέφωνο. Δεν προλάβαινε να στείλει τηλεγράφημα. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Καρπόφ.

Ανέβηκε στην Σιρέν. Δεν θα καθυστερούσε για να θάψει τους νεκρούς. Οι νεκροί έχουν πεθάνει. Έπρεπε να προλάβει τους ζωντανούς.

Έφυγε προς την ίδια κατεύθυνση που είχε πάει κι ο Νάρρ με τη Χάρλεϊ. Κι ίσως εκείνος να πήγαινε πιο γρήγορα, αλλά το άλογο μπορούσε να βγει απ’ τον δρόμο.

Καθώς απομακρυνόταν σκέφτηκε ότι έτσι θα αποδείκνυε στη Γιωταλία ότι δεν είναι προδότης. Πρόβαρε πώς θα έλεγε τα λόγια αγάπης. Κι ήταν ένας πρίγκιπας χωροφύλακας πάνω σ’ άσπρο άλογο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ