O αθώος λιθοβόλος

2
318

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1-copy-1-1024x551.jpg

Προχώρησε δύο βήματα και στάθηκε σκεφτικός. Έπρεπε άραγε να χτυπήσει; Τι θα έλεγε στη Μόρα;  Κάτι σχετικό με το σχολείο;  Δεν ήταν σίγουρος. Δεν ήταν σίγουρος για τίποτα.

Μάλλον δεν έπρεπε να πάει μέχρι εκεί. Και η ώρα ήταν περασμένη, οι γονείς  της ίσως να ξεκουράζονταν. Μα ήθελε να τη δει και  να της μιλήσει.

Τέντωσε το χέρι του και πλησίασε το κουδούνι τόσο, ώστε να το νιώθει με την αφή του, αλλά να μην το πατήσει. Έμεινε εκεί μερικά δευτερόλεπτα. Το πρόσωπο του ήταν λευκό και ο ιδρώτας έτρεχε γκρίζος και ζεστός. Η ωχρή εξώπορτα του σπιτιού της οικογένειας Φόλιστερ, έμοιαζε σαν πύλη στρατιωτικών εγκαταστάσεων στα μάτια του.

Συνέχιζε να μένει με το χέρι τεντωμένο και να σκέφτεται τον πατέρα του. Τον είχε πάει πολλές φορές στο στρατόπεδο. Περισσότερες από όσες θα ήθελε. Θα προτιμούσε να πήγαιναν και σε άλλα μέρη, ειδικά στις γιορτές.

Το χέρι του παρέμενε τεντωμένο και το λευκό του μπλουζάκι ίδρωνε κάτω από τη ζέστη του μεσημεριού.  Ένιωσε ένα τρέμουλο παραπάνω στα πόδια του. Την ώρα που παραδέχτηκε πως έπρεπε να φύγει, η άλλη μεριά του εγκεφάλου του έδωσε εντολή στο δάχτυλο  να πατήσει τελικά το αναθεματισμένο κουδούνι.

Πριν καταλάβει τι ακριβώς είχε διαδραματιστεί, η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε μπροστά του η Μόρα. Φορούσε μαύρο τζην και πολύχρωμη μπλούζα. Στάθηκε με τα χέρια στη μέση και συνέχισε να μασάει τη τσίχλα της.

«Πάλι τα ίδια, Τζο;»

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και σκέφτηκε πως αυτή τη φορά, ό,τι και να του έλεγε, έπρεπε να της πει πως πήρε την απόφαση του να φύγει από το σπίτι.

«Μόρα, ξέρεις πως νιώθω για σένα» της είπε
«Και συ ξέρεις πως δεν νιώθω το ίδιο. Μα τι κόλλημα έχεις τέλος πάντων; Είμαστε δεκαπέντε χρονών Τζο, δεκαπέντε. Έλεος.»

Ο Τζο στεκόταν νευρικός με τα χέρια του σταυρωμένα και το βλέμμα του να περιφέρεται στον μπεζοκίτρινο τοίχο του σπιτιού της οικογένειας Φόλιστερ.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής της είπε: «Θέλω… να έρθεις μαζί μου».

Η Μόρα σταμάτησε να μασάει την τσίχλα της και σούφρωσε τα χείλη της. Μετά άρχισε να χαμογελάει.

«Είσαι αρκετά επίμονος» του είπε και τον πλησίασε κάνοντας δύο βήματα ώστε τα πρόσωπα τους να είναι σε απόσταση αναπνοής. Ο Τζο ένιωθε την καρδιά του να επιταχύνει επικίνδυνα.

Η Μόρα του χαμογελούσε γλυκά, υπερβολικά γλυκά. Μόλις χαμογέλασε κι εκείνος, του είπε: «Δεν περίμενα όμως να είσαι τόσο ηλίθιος, ειλικρινά».

Μάσησε δύο φορές ακόμα την τσίχλα της,  επανέλαβε «ηλίθιος» και του γύρισε την πλάτη.

Μπήκε μέσα στο σπίτι της κι έκλεισε την πόρτα. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, όλοι ήταν ακόμα στη δουλειά τους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να κλειδώσει, αλλά δεν ήθελε να δείξει πως τον φοβάται. Δεν ήταν σίγουρη αν τον φοβάται. Πάντως δεν ένιωθε άνετα όταν την πλησίαζε στο σχολείο, στην καφετέρια, στο εμπορικό. Τώρα πήγε και σπίτι της.

Τότε άκουσε ένα τζάμι να σπάει. Πλησίασε το παράθυρο και είδε τον Τζο να διαλέγει πέτρες από το παρτέρι και να σημαδεύει τα μικρά παράθυρα του σπιτιού. Ανάμεσα στα χτυπήματα κοιτούσε το ρολόι του και περίμενε να περάσουν ακριβώς 30 δευτερόλεπτα. Είχε καταφέρει να σπάσει δύο τζάμια στον πρώτο όροφο και συνέχιζε.

Μετά την τρίτη επιτυχία του και λίγο πριν ολοκληρωθεί το διάλλειμα των 45 δευτερολέπτων, ακούστηκε η σειρήνα  του περιπολικού. Πριν πέσει πάνω του ο «περίεργος Μπομπ», ο αστυνόμος της περιοχής, πρόλαβε να πετάξει, χωρίς επιτυχία, και την τελευταία του πέτρα.

Ένιωσε δύο ή τρία χτυπήματα στο πρόσωπο του.

«Για όνομα του θεού μικρέ, είσαι μεγάλος μπελάς» του είπε καθώς του έβαζε χειροπέδες ο αστυνόμος.

Κάποιοι γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια τους και κοιτούσαν, όσο ο υπέρβαρος μεσήλικας τραβούσε τον Τζο στο περιπολικό. Ο μικρός είχε σχηματίσει μία υποψία από χαμόγελο στο πρόσωπο του παρά τα χτυπήματα που δέχτηκε από τον ένστολο.

«Πέρασα τόσα χρόνια στο σώμα για να κυνηγάω τώρα μερικά κωλόπαιδα», μονολογούσε ο Μπομπ.
Σκεφτόταν πως σε λίγους μήνες θα έβγαινε στην σύνταξη και θα γλίτωνε.

Άνοιξε την πίσω πόρτα και έσπρωξε μέσα τον Τζο με το άσπρο μπλουζάκι.  Πάνω του σχεδίαζε η σκόνη και το ελάχιστο αίμα που έτρεχε από τη μύτη του.

Όταν το αμάξι ξεκίνησε κοίταξε πίσω του. Η Μόρα είχε βγει στην πόρτα της. Έτρεμε ολόκληρη καθώς του ύψωνε το μεσαίο της δάχτυλο.

Είδε δίπλα του το μπουφάν του αστυνόμου. Όταν εκείνος δεν τον κοιτούσε, το χρησιμοποίησε για να σκουπίσει τον ιδρώτα και το αίμα του. Έπειτα το άφησε πάλι κάτω προσεκτικά. Συνέχισε να χαμογελάει.

Όταν τον είδε ο Μπομπ από τον καθρέφτη εκνευρίστηκε.

«Μαλακισμένο, θα σου κοπεί το γέλιο. Θα σου φτιάξω ένα φάκελο που θα σε στείλει σε ένα καλό ίδρυμα για μερικούς μήνες.»

Χωρίς να αφήσει το τιμόνι, με το δεξί του χέρι άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι νερό που είχε στη θέση του συνοδηγού. Πήρε μερικές ανάσες σαν λαχανιασμένο σκυλί.

«Να δούμε και τι θα πεις στον πατέρα σου όταν γυρίσει από τον στρατό».

Συνέχισε να λαχανιάζει κι άρχισε να ψάχνει το ντουλαπάκι του. Έβριζε ανάμεσα στις βαριές του ανάσες. Ο Τζο συνέχισε να χαμογελάει αμίλητος και κοιτούσε τα σπίτια της πόλης που μεγάλωσε.

Το αμάξι άρχισε να φρενάρει στη μέση του δρόμου. Ο αστυνομικός είχε ιδρώσει κι είχε χάσει το χρώμα του, έψαχνε παντού με αδέξιες κινήσεις και ψέλλιζε. Έβγαλε τη ζώνη του και βγήκε έξω από το αυτοκίνητο για να πάρει αέρα. Κάλεσε στον ασύρματο και ζήτησε ασθενοφόρο, άμεσα, ανέφερε και κάτι για χάπια.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει κι έπεσε με τα μούτρα στο δρόμο. Στις άσπρες γραμμές της διάβασης των πεζών τώρα έτρεχε το σκουροκόκκινο αίμα του.

Ο Τζο παρατηρούσε όλη τη σκηνή, και σκεφτόταν τα έντονα συναισθήματα που γεννάει η εισβολή και του ελάχιστου κόκκινου πάνω στο λευκό και στο γκρίζο φόντο.

Ταυτόχρονα έπαιζε στα χέρια του με ένα κουτάκι  από φάρμακα που είχε πέσει από την τσέπη του αστυνομικού μπουφάν του Μπομπ. Μέτρησε 3 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα, μέχρι να ακουστούν οι σειρήνες του ασθενοφόρου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Παντελής Κελεσίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του Bruce Gilden