Ξυπόλητη πόλη

0
512

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι maxresdefault-1024x561.jpg

Πάντα ζήλευα την ικανότητα ορισμένων ανθρώπων να ξεχνούν, εκείνους για τους οποίους το παρελθόν είναι κάτι σαν τέλος εποχής ή σαν ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια, που αρκεί να τα καταχωνιάσεις στο βάθος κάποιας ντουλάπας για να μην μπορέσουν να ξανακάνουν τα χαμένα βήματα.

Άφησα λοιπόν κι εγώ τα παλιά μου παπούτσια καταχωνιασμένα στο βάθος της ντουλάπας  και ξεκίνησα ξυπόλητη να περπατάω σε μια πόλη που έζεχνε κάτουρο κι αηδία, παράλληλα με αρχοντιά, μνήμες και έρωτα. Περπάτησα στον λαβύρινθο των στενών της, με προορισμό το λιμάνι, ανάμεσα σε πλήθος σκυφτών ανθρώπων που μόλις έβλεπαν τη γύμνια των ποδιών μου, σήκωναν το κεφάλι να δουν ποια είναι η τρελή που περπατάει ξυπόλητη μέσα στον χειμώνα της ψυχής τους. Δεν γύριζα να τους κοιτάξω, ανέκφραστη συνέχιζα τον δρόμο μου αγνοώντας την παγωνιά τους.

Φτάνοντας στην Καμάρα που στεκόταν εκεί, κόντρα στα μοντέρνα κτήρια που κόντευαν να την πνίξουν, επιβάλλοντας εδώ και αιώνες την παρουσία της με πείσμα, με κοίταξε υπεροπτικά. Μη δίνοντας σημασία στο βλέμμα της έστριψα δεξιά και άρχισα να κατηφορίζω πατώντας σε αρχαίους δρόμους απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Λίγο ακόμα και φτάνω, σκέφτηκα χωρίς να είμαι σίγουρη γιατί ήταν τόσο σημαντικό να κάνω αυτή τη διαδρομή και μάλιστα ξυπόλητη. Πριν περάσω απέναντι, σταμάτησα και κοίταξα τα πόδια μου που είχαν ματώσει από τις πέτρες και τα γυαλιά τα οποία είχαν καρφωθεί σκίζοντας το δέρμα μου.

Τα αυτοκίνητα περνούσαν και χάνονταν σχεδόν αμέσως από μπροστά μου, μυρμήγκια σε αναζήτηση τροφής σε όλα τα χρώματα: άσπρα, κόκκινα, μπλε, μαύρα κι ένα πράσινο. Ένα πράσινο μέσα στο ουράνιο τόξο των χρωμάτων. Γιατί μόνο ένα πράσινο; Γιατί τόσα λίγα πράσινα; Ποτέ  πριν δεν είχα προσέξει τα πράσινα. Πέρασα τον δρόμο χωρίς να βιάζομαι. Η αύρα του Θερμαϊκού χτύπησε το πρόσωπό μου και η μυρωδιά σαπίλας και απελπισίας μου έκαψε τα ρουθούνια. Πήρα μια βαθιά ανάσα ποτίζοντας τα πνευμόνια μου με τούτο το φαρμάκι και συνέχισα κατά μήκος της παραλίας, που δεν ήταν παραλία, με τα μάτια καρφωμένα στον Πύργο, που δεν ήταν λευκός. Παράδοξα γεμάτη αυτή η πόλη.

Τα πόδια μου μου φώναζαν ότι παγώνουν κι ότι θέλουν πίσω τα παπούτσια τους, δεν τους έδωσα σημασία. Στάθηκα και γύρισα προς τη θάλασσα, μια άσχημη θάλασσα, που σε μάγευε με την ομορφιά του πράσινου και μελανού της χρώμα. Ο ουρανός φλέγονταν από έναν αιμάτινο μισοπεθαμένο ήλιο και σκιές ομίχλης αναδύονταν στον ορίζοντα. Ένα βήμα πιο κοντά της, άλλο ένα και είδα τη φιγούρα μου να καθρεπτίζεται στα γκιζοπράσινα νερά της. Ταλαντεύτηκα μπρος πίσω σαν εκκρεμές που ξεψυχάει πριν κάτσω στο παγωμένο τσιμέντο και κρεμάσω τα πόδια μου χαϊδεύοντας την απαλά. Αιμάτινα φίδια ξεκίνησαν το ταξίδι τους αφήνοντας τις πατούσες μου να ξεπλυθούν από την παγωνιά, κολυμπώντας όσο γίνεται πιο μακριά.

Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα το παγωμένο σεντόνι να με τυλίγει καθώς με τραβούσε στα βάθη του, ενώ φυσαλίδες με την τελευταία μου ανάσα προσπαθούσαν να σωθούν.

Τα καινούργια μου παπούτσια, κάτι άνετα αθλητικά στο χρώμα της στάχτης, αγκάλιασαν σαν φίδια τα πληγωμένα μου πόδια και μου υποσχέθηκαν να αντέξουν όσο κι αν τα τυραννούσα σκαρφαλώνοντας βουνά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Συμέλα Βασιλειάδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.