Κυριακή απόγευμα και βάζω να δω την ταινία του Ερίκ Ρομέρ, “ L’Amour l’après-midi ”, που τόσο καιρό λέω θα την δω. Είναι εκεί μέσα στη θήκη της, σε dvd παρακαλώ που μου δάνεισε μια φίλη και με κοιτάει κάθε απόγευμα σαν εκκρεμότητα. Δεν ξέρω καν αν λειτουργεί πια το dvd μου, επίσης το Παρίσι μου κάνει περίεργους συνειρμούς με κάτι που σκέφτομαι εκείνη την ημέρα, αλλά το dvd παίρνει μπρος τελικά και όλα οδηγούν στον έρωτα του απογεύματος.
(Ο Φρεντερίκ, παντρεμένος με την Ελέν, απατά τη γυναίκα του μόνο στις ερωτικές φαντασιώσεις του. Κάποια μέρα μπαίνει στη ζωή του η Κλοέ, πρώην ερωμένη ενός φίλου του, η οποία του ζητά πρώτα να της βρει δουλειά και στη συνέχεια να του κάνει ένα παιδί. Ο Φρεντερίκ θα τολμήσει να κάνει το αποφασιστικό βήμα;)
Ωραία η ταινία, πιο ωραίο το Παρίσι τα απογεύματα, ο πρωταγωνιστής ταυτόχρονα με νευριάζει που δεν μπορεί να σπάσει όλο αυτό το οικοδόμημα που έχει χτίσει για την ζωή του κι έχει μπει μέσα- ταυτόχρονα τον συμπονώ κιόλας κάπως. Κι αυτή η Κλοέ; Πόσο Γαλλίδα πια, τι στυλ χωρίς να φοράει τίποτα το ιδιαίτερο, και πόσο μοιραία; Εγώ πότε θα γίνω τόσο μοιραία;
Την Δευτέρα το βράδυ έχω μάθημα, σεμινάριο γραφής. Φοβερή χρονική σύμπτωση, ένας συμμαθητής μου έχει γράψει ένα κείμενο για αυτή ακριβώς την ταινία. Φοβερό κείμενο λέμε. Για τον έρωτα, για το πόσο ελεύθεροι από συμβάσεις είμαστε, για τα παιχνίδια του μυαλού.
«Και γιατί μου τα λες τώρα αυτά; Ποιος ασχολείται με έρωτες αυτόν τον καιρό; Έχουμε πόλεμο, έχουμε covid, έχουμε ακρίβεια. Οι εποχές των μεγάλων ερώτων τελειώσανε μαζί με τις εποχές των μεγάλων αφηγήσεων».
Όχι δεν τελειώσανε, σκέφτομαι πεισματικά. Είναι ένα βιβλίο του Χάινριχ Μπελ, στο οποίο περιγράφεται μια συγκλονιστική σκηνή. Πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ένας καταστροφικός βομβαρδισμός μιας γερμανικής πόλης, οι κάτοικοι προσπαθούν να γλιτώσουν, τα κτίρια καταρρέουν το ένα μετά το άλλο και μέσα σε ένα από τα καταφύγια δύο στρατιώτες, δύο γυναίκες, η μια μάλιστα με ένα μικρό παιδάκι, όλοι άγνωστοι μεταξύ τους. Το μωράκι κοιμάται και ξαφνικά χωρίς να πουν τίποτα, κάθε στρατιώτης στρέφεται σε μια γυναίκα κι αρχίζουν να κάνουν έρωτα. Η πρώτη μου αντίδραση είναι πόσο υπερβολικό μπορεί να είναι αυτό, σε δεύτερη ανάγνωση μου δίνει το απόλυτο νόημα. Κανείς δεν θέλει να φύγει στην ασχήμια, δεν είμαστε φτιαγμένοι για κάτι τέτοιο.
Και το ξανασκέφτομαι. Σε κάθε κομμάτι της ζωής σου, όσο δύσκολο ή άσχημο κι αν είναι, έχεις ανάγκη να ερωτευτείς, να αγαπήσεις και να σε αγαπήσουν, να κάνεις κάτι όμορφο, να μαγευτείς από κάτι που θα ακούσεις ή θα διαβάσεις. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι αυτή ακριβώς η τρυφερότητα που νοηματοδοτεί την ζωή σου και σε κάνει να ζεις στιγμές κι ύστερα κι άλλες στιγμές, μικρά ψηφιδωτά που φτιάχνουν τον κόσμο σου.
Σκέφτομαι ότι είναι σαν αυτό το αγαπημένο μου τραγούδι του Bob Dylan, το “One more cup of coffee”.
One more cup of coffee for the road
One more cup of coffee before I go
To the valley below
Κάποια στιγμή τσακωνόμουν με έναν σύντροφό μου αν αυτό το τραγούδι είναι ερωτικό ή όχι. Αλλά εμένα μου φαίνεται λες κι αυτή η καφετιέρα είναι η ζωή σου όλη, κι οι κούπες κομμάτια από αυτήν, ίσως φάσεις της ζωής ολόκληρες, κι όταν τελειώνουν λες βάλε άλλη μία, θέλω κι άλλη μία πριν τελειώσουν όλα και φύγω. Και καλό είναι πρώτα να αδειάζεις την μία και μετά να προσθέτεις ξανά καφέ, αλλιώς έχεις αυτόν τον καφέ τον αδιάφορο, που δεν έχει κρυώσει κι εντελώς να τον πετάξεις, και τον πίνεις από συνήθεια, αλλά δεν είναι και καυτός, να σε ζεσταίνει και να τον λαχταράς.
«Άρχισες πάλι αυτές τις μεταφορές για την φθορά και την καθημερινότητα; Όλα κάποτε τελειώνουν. Δεν είσαι ρεαλίστρια.»
«Γι’ αυτό σου λέω γι’ αυτήν την ταινία του Ρομέρ, είδες που ξαναγυρνάμε σε αυτό που δεν ήθελες στην αρχή να ακούσεις;»
«Δηλαδή;»
«Να, δεν ξέρω αν μου άρεσε τόσο πολύ η ταινία, δεν ξέρω αν την κατάλαβα και πλήρως σωστά, αλλά το πρόβλημα νομίζω δεν είναι τόσο η φθορά στις σχέσεις, όσο το να μην είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Ο λόγος δηλαδή που κάνεις κάτι, που μένεις κάπου, που μένεις ή φεύγεις από κάποιον. Κι είναι τρομακτικό αυτό γιατί δεν υπάρχει νομίζω άνθρωπος που δεν το συναντάει στον εαυτό του. Υπάρχει αυτός που χτίζει μια συμβατική ζωή, γιατί έτσι του υπαγορεύει η κοινωνία, γιατί έτσι τον έχουν μάθει, γιατί μπορεί να φοβάται και να ζήσει κάτι άλλο. Χτίζει λοιπόν το οικοδόμημά του γερό, πάντα θα υπάρχουν οι στιγμές που κοιτάει και λίγο από το παράθυρο, λίγο όμως γιατί αν βγει έξω και σταματήσει να στηρίζει το οικοδόμημα, αυτό μπορεί να αρχίσει να πέφτει. Παράλληλα, παρατηρεί και τον υπόλοιπο κόσμο. Αν είναι χαρούμενος, τον θυμώνει. Όταν είναι όμως λυπημένος, όταν είναι κάτω από αυτόν, τότε είναι η στιγμή της δικαίωσής του. Όσο πιο κάτω, όσο χειρότερος από αυτόν, τόσο μεγαλύτερη ηθική δικαίωση νιώθει, τόσο απαλύνεται το δικό του κενό. Ευτυχώς, φροντίζει συχνά η κοινωνία να τον θρέφει με Πισπιρίγκου και άλλα τέτοια θεάματα κι εξαγνίζεται κουνώντας το δάχτυλο κι ουρλίάζοντας.
Υπάρχουν κι η άλλη κατηγορία όμως. Ο τόσο μη συμβατικός, αυτός που τόσο δεν μπαίνει σε καλούπια, που δεν καταλαβαίνει ότι από τον φόβο του δεν ζει τίποτα, έχει χτίσει τόσα προστατευτικά τείχη που νομίζει ότι ζει ανεξάρτητος, αλλά δεν έχει συναισθήματα στην ουσία. Τόσο πολύ έχει αποσυνδεθεί, που δεν ξέρω κι αν το καταλαβαίνει.»
«Κι εμείς; Εμείς τι είμαστε; Σε ποια κατηγορία;»
«Εμείς. Εμείς σκέφτομαι είμαστε μια κατηγορία από μόνοι μας. Ακόμα κι αν απλά αυτό θέλουμε να πιστεύουμε, πράγμα που είναι πολύ πιθανό. Παρ’ όλα αυτά, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε ρομαντικοί κόντρα στους καιρούς, θα πίνουμε κούπα κούπα τον ζεστό μας καφέ, θα ερωτευόμαστε, θα τρώμε τα μούτρα μας, θα εμπνεόμαστε όμως κιόλας -και θα εμπνέουμε.»
One more cup of coffee for the road
One more cup of coffee before I go
To the valley below
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αφροδίτη Αυγέρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής