Ήταν Τρίτη. Ήταν μια ακόμη Τρίτη, σαν όλες τις άλλες δεκάδες βαρετές Τρίτες της ενήλικης ζωής μου. Και λέω βαρετές γιατί σαν ενήλικας που είμαι, δεν είχα πιο σοβαρά πράγματα να κάνω απ’ το να πηγαίνω στη δουλειά. Κάθε Τρίτη. Δηλαδή όλες τις μέρες της εβδομάδας, έπρεπε να πηγαίνω στη δουλειά, εκτός απ’ την Κυριακή.
Σηκώθηκα, να προλάβω να πιω ένα καφέ. Έπρεπε να διαλέξω: Ή να φάω ή να πάω τουαλέτα ή να πιω ένα καφέ ή να κοιμηθώ λίγο παραπάνω. Συνήθως διάλεγα το να πιω ένα καφέ λοιπόν. Κοίταξα το ρολόι, έγραφε επτά και μισή. Σκέφτηκα, πόσο ωραία θα ήταν να σταματούσε εκεί ο χρόνος για λίγο, ίσα να καταφέρω να εκπληρώσω τα υπόλοιπα εκείνα τελετουργικά που στερούμουν τόσα χρόνια.
Ήπια τον καφέ, και ξανακοίταξα την ώρα βέβαιος πως θα πρέπει να φύγω. Αλλά οι ωροδείκτες ήταν ακόμη εκεί στο επτά και στο έξι. Πήγα τουαλέτα, λοιπόν, αφού υπήρχε ακόμη λίγος χρόνος, και μπήκα φουριόζος στο καθιστικό για να ξανακοιτάξω την ώρα. Ακόμη εκεί. Ντάξει, να πω την αλήθεια, παραξενεύτηκα. Έριξα μια ματιά και στο κινητό, αλλά όντως ήταν ακόμη επτά και μισή. Έφτιαξα κάτι να φάω, αποφάσισα να στρίψω και ένα τσιγαράκι για το δρόμο. Καλά έφαγα, τη βρώμη μου, τα φρούτα και τα κεφίρια, γιατί τώρα ως ενήλικας πρέπει να προσέχω κιόλας. Άσε, που το στομάχι δεν αντέχει πλέον τις παλιότερες κρεπάλες.
Βγήκα στο μπαλκόνι, άναψα το τσιγάρο κι ετοιμάστηκα να κατέβω τις σκάλες. Με το που πάτησα το πόδι μου στο πρώτο σκαλοπάτι, άκουσα την καμπάνα της εκκλησίας να σημάνει επτά και μισή. Δεν έχασα την ευκαιρία και θρονιάστηκα σε μια καρέκλα. Το κάπνισα όλο και με την αυτοπεποίθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με το χρόνο, κι ότι το ρολόι θα έμενε για πάντα στις επτά και μισή. Έπιασα το κινητό μου να επιβεβαιώσω. Τελικά ήταν οκτώ παρά είκοσι. Έπρεπε να ξεκινήσω για τη δουλειά.
Κατέβηκα και ξεκίνησα με τα πόδια. Το αμάξι είχε καιρό που ήταν χαλασμένο κι αλήθεια βαριόμουν πολύ να το φτιάξω. Ο καιρός μουντός. Πάλι μουντός. Δύο βδομάδες πλέον δεν είχε φιλοτιμηθεί να βγάλει ήλιο. Αλλά εκείνη τη Τρίτη συγκεκριμένα κάπως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ορκίστηκα πως αν είχα ένα γιγάντιο ψαλίδι θα πήγαινα μονομιάς στα σύννεφα και θα τα έκοβα για να φανερωθεί λιγάκι ο ήλιος. Και δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό κι εγώ άρχισα να νιώθω λιγάκι πιο ψηλός. Και ψήλωσα κι άλλο, κι άλλο, ώσπου έφτασα τα σύννεφα. Πάνω σε μια απ’ τις πιο χαμηλές στιβάδες υπήρχε ένα ψαλίδι. Το πήρα προσεκτικά και με χειρουργική χάρη έκανα μια βαθιά τομή. Ο ήλιος έφεξε και η πόλη, όπως την έβλεπα από ψηλά άρχισε να φωτίζεται και να γλυκαίνει. Άφησα το ψαλίδι πάνω σ’ ένα βουνό κι άρχισα να κονταίνω.
Πέρασα δίπλα από το γυμνάσιο, έστριψα προς το κεντρικό δρόμο. Είχε πολλά αμάξια. Κάποιοι πατούσαν επίμονα κόρνα, άλλοι μάρσαραν επιτακτικά για να την μπουν στον μπροστινό τους. Ένας τροχονόμος σφύριζε σε δύο οδηγούς που είχαν κατέβει από τα οχήματα τους και τσακωνόντουσαν. Γενικά κανένας δεν κοιτούσε την όμορφη μέρα. Στάθηκα μπροστά στη μεγάλη βαβούρα για μερικά δευτερόλεπτα και μια θλίψη αγκάλιασε την ψυχή μου. Αν γινόταν αντί για κόρνες κάθε όχημα να παίζει ένα μουσικό όργανο και όλοι μαζί το “Ας αρχίσουν οι χοροί” σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερα. Και όντως έγινε. Ο τροχονόμος σαν μαέστρος έδινε τις γενικές οδηγίες και οι δυο τύποι που λογομαχούσαν έπιασαν να χορεύουν καλαματιανό. Οι εξατμίσεις των μηχανόβιων που πρωτύτερα μάρσαραν, έπιασαν να βγάζουν πεταλούδες κόκκινες, πράσινες, και μπλε. Προχώρησα μέσα από τη μικρή γιορτή και διέσχισα τη κάθετη οδό προς το γραφείο.
Μια κοπέλα έστεκε ακουμπισμένη στο τοίχο. Κρατούσε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια κι έκλαιγε γοερά. Δεν είχε δει τη γιορτή μάλλον. Την πλησίασα και τη ρώτησα πώς θα μπορούσα να την βοηθήσω. Είχε μόλις μάθει, ότι θα έχανε την καλύτερη της φίλη από καρκίνο. Ήταν τόσο άδικο. Ήταν άδικο γιατί εκείνο το κομμάτι της ανθρωπότητας που είχε τα μέσα αντί να ασχολείται με το να λύνει προβλήματα τέτοιου είδους, δημιουργούσε νέα μεγαλύτερα, όπως πολέμους.
Θα ήταν πιο φρόνιμο να είχαμε λύσει τέτοια ζητήματα νωρίτερα, σκέφτηκα. Κάπου στην Ευρώπη, επιστήμονες που εργαζόντουσαν, κατά παραγγελία εκείνου του κομματιού της ανθρωπότητας, πάνω στην δημιουργία νέων χαπιών συντήρησης χρόνιων νοσημάτων, άλλαξαν πλεύση και ανακάλυψαν εντός ολίγου τη θεραπεία για την συγκεκριμένη ασθένεια. Η κοπέλα δέχθηκε μια δεύτερη κλήση και ξάφνου άρχισε να γελάει τόσο γοερά όσο και πριν που έκλαιγε. Θαύμα, θαύμα, φώναζε κι άνοιγε τα χέρια προς τον ουρανό. Την άφησα και συνέχισα το δρόμο μου.
Στο γραφείο με περίμενε, όπως κάθε Τρίτη άλλωστε, πολλή πολλή δουλειά. Δηλαδή όλες τις μέρες με περίμενε πολλή πολλή πολλή δουλειά. Για κάποιο λόγο, ο εργοδότης μου φαινόταν σε ιδιαίτερα κέφια, ή και όχι. Αντί για καλημέρα, μου έψαλε δύο αναγνώσματα από τα ευαγγέλια. Δήθεν λέει δεν είχε γίνει κάτι σωστά την προηγούμενη μέρα, ένας πελάτης έμεινε δυσαρεστημένος, έλειπαν χρήματα από το ταμείο, η επιχείρηση έμπαινε μέσα, το τέλος του κόσμου ερχόταν, θα φαλίριζε και το δίχως άλλο θα κατέληγε στα μνήματα.
Βέβαια τα ίδια έλεγε κάθε βδομάδα όσο ήμουν εκεί, τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά ήταν ακόμη ζωντανός. Εγώ φυσικά δεν ήθελα να πεθάνει. Κρίμα ήταν. Το μόνο που ήθελα ήταν απλά να μεταμορφωθεί σε σκίουρο, να τον βάλω σ’ ένα κουτί και να παρατηρώ τι χαριτωμένος που είναι χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Κι όπως είπα έτσι και έγινε.
Ήταν τόσο χαριτωμένος. Μου φάνηκε λίγο παράξενο κι αυτό. Αναρωτήθηκα τι θα μπορούσα να τον κάνω στο κουτί, αλλά ευθύς αμέσως σκέφτηκα πως ήταν μια όμορφη μέρα για περπάτημα και πήγα να τον ελευθερώσω στο πάρκο κοντά στο λιμάνι.
Πολύς κόσμος γυρνούσε έξω, καθόταν κάτω απ’ τα δέντρα και χαιρόταν τη λαμπρότητα του ήλιου. Πάντα θεωρούσα το πάρκο, κάπως άδειο. Οι διάφοροι πολιτευτές της πόλης, το είχαν ρημάξει στις αναπλάσεις. Οικολογική ανάπλαση. Πολιτιστική ανάπλαση. Περιβαντολογική ανάπλαση. Κοινώς τσιμέντα, πάνω σε τσιμέντα, πάνω σε τσιμέντα. Δεν ήθελε και πολύ μυαλό. Δέντρα και λουλούδια χρειαζόταν το πάρκο. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Πλατάνια, βελανιδιές, ιτιές, γεράνια, ανεμώνες και μπόλικο γρασίδι άρχισαν να φυτρώνουν. Χρώματα πλημμύρισαν το τοπίο. Ο εργοδότης μου έσκουξε χαρούμενα και σκαρφάλωσε να κυνηγήσει βελανίδια. Όλα έβαιναν καλώς.
Ένιωθα την ομορφιά της ημέρας, που κάθε άλλο με Τρίτη δεν έμοιαζε, και μου έλειψαν κάπως οι φίλοι μου. Πόσο θα χαιρόντουσαν κι εκείνοι αν ήταν στο πάρκο. Οι περισσότεροι ήταν στο εξωτερικό, αλλά κι αυτοί που ήταν στην πόλη δούλευαν σα τρελοί. Αν ήταν Πάσχα ας πούμε, που όλα ήταν κλειστά, τότε ίσως να έρχονταν. Θα μπορούσε η Κυριακή του Πάσχα να πέφτει Τρίτη; Γιατί όχι; Και αν η Γερμανία και η Αγγλία ήταν πέντε λεπτά δρόμος, τότε σίγουρα θα ήταν ακόμη πιο εύκολο.
Δεν πέρασε και πολύ ώρα και τότε, οι φίλοι μου άρχισαν να επικοινωνούν για να έρθουν να με συναντήσουν με σκοπό κάποιο τσιπουράκι. Άφησα τον ανέμελο εργοδότη μου στα δέντρα και περπάτησα προς το κέντρο για να τους βρω. Έλειπαν οι αυλές, από τις μεγάλες πολυκατοικίες και ασχήμαινε το τοπίο μέσα στη τόση γκριζίλα.
Μερικές αυλές, ναι. Κάθε πολυκατοικία θα ήταν ωραίο να έχει μια μεγάλη αυλή, και ένα ξύλινο τραπέζι με στρωμένα μεζεδάκια και τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Και μουσικούς. Βέβαια! Και μουσικούς παντού να παίζουν όλα τα είδη. Είδα πρώτα τον Σίμο κι έπειτα τη Χρυσάνθη που έλειπε χρόνια στην Γαλλία. Ο Κώστας, ο Σπύρος, η Μαριά-Αγγελική κι άλλοι έφταναν στη πλατεία για να συνεννοηθούμε τι θα κάνουμε. Γύρω απ’ τη πλατεία κόσμος πολύς απολάμβανε μεζεδάκια στις αυλές. Διαλέξαμε μια που είχε κάμποσα πλατάνια μ’ ένα μικρό ρυάκι να τη διασχίζει και στρωθήκαμε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Ποτήρια με τσίπουρο περίμεναν τον καθέναν. Ούτε που το σκεφτήκαμε, τ’ αρπάξαμε για να τσουγκρίσουμε στην όμορφη εκείνη Τρίτη που ήταν Κυριακή του Πάσχα.
Κάποιος από την άκρη του τραπεζιού ξεκίνησε να παίζει ελληνικά κομμάτια. Δεν βρισκόταν κανένας να τραγουδήσει. Ίσως να ήταν ωραίο να έρθει ο Θανάσης να μας έλεγε μερικά τραγούδια, να τον τρατάρουμε και κανένα τσίπουρο Τυρναβίτικο. Κάποιοι φίλοι ξεκίνησαν δειλά δειλά να ψιθυροτραγουδούν μερικά στιχάκια, και να σου ξεπρόβαλε απ’ τη πόρτα ο Θανάσης, παρέα με τον Αγγελάκα και το Σαββόπουλο να ξεκινούν με πιο δυνατές φωνές.
Χαμόγελα τους υποδέχθηκαν και όλη η παρέα ζωήρεψε το τραγούδι. Από άλλες πολυκατοικίες κόσμος άρχισε να μαζεύεται και κάποιοι πιο γλεντζέδες πιάστηκαν σε ένα γαϊτανάκι γύρω απ’ το τραπέζι. Κι άλλοι κι άλλοι προστέθηκαν, τόσο που το γαϊτανάκι ξεχύθηκε στους δρόμους. Ολόκληρη η πόλη χόρευε. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πώς θα ήταν μια ολόκληρη πόλη να χορεύει. Να που γινόταν όμως, εκείνη την παράξενη Τρίτη, που ήταν Κυριακή του Πάσχα. Η πόλη χόρευε και τραγούδαγε.
“Άιντε εκεί μακριά, μακριά στην Ανδρομέδα
άιντε πίνουν τσίπουρο και τρων λακέρδα
άιντε κάτι όντα περίεργα κι ωραία
άιντε που είναι μόνα και ψάχνουν για παρέα “
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άλικη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.