Χθουπ, ακούστηκε, κι ένα στεφάνι λουλούδια προσγειώθηκε μέσα στο σαλόνι. Η γυναίκα το πήρε στα χέρια της, το περιεξεργάστηκε για λίγο και έπειτα το έδωσε στον άνδρα που καθόταν στην πολυθρόνα.
Ίσιωσε τα μαλλιά της, πήγε στο υπνοδωμάτιο, άνοιξε τα συρτάρια της μεγάλης ξύλινης ντουλάπας και διάλεξε ένα μαύρο πλεκτό φόρεμα. Το τίναξε με φροντίδα, και αφού το φόρεσε πήγε στην κουζίνα.
Πήρε ένα ταψί, έριξε μέσα κάμποσο αλεύρι και το έβαλε στο φούρνο. Άνοιξε κάποια βάζα που υπήρχαν στον πάγκο, και μέσα σε μια λεκάνη έριξε καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες και κανέλα. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, σε ένα πιο ψηλό ράφι βρήκε ένα δοχείο με σιτάρι. Έριξε δύο κούπες μέσα σε μια κατσαρόλα με νερό, και ξεκίνησε να το βράζει.
Κάποιος χτύπησε τη πόρτα. Εκείνη με αργά βήματα προχώρησε προς την είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και μια άλλη γυναίκα που φορούσε ένα μαύρο πλεκτό φόρεμα μπήκε στο σπίτι. Οι δύο γυναίκες έμοιαζαν σαν αδερφές, ίσως και να ήταν. Αγκάλιασε η μια την άλλη και πήγαν στην κουζίνα. Άνοιξαν το φούρνο και αρκετά προσεκτικά έβγαλαν το αλεύρι που είχε ένα χρυσοκαφέ χρώμα και το έριξαν στην λεκάνη με τα καρύδια. Η γυναίκα που έμενε στο σπίτι, πήρε το σιτάρι, το σούρωσε, το ξέπλυνε, και το άφησε να κρυώσει πάνω σε μια μεγάλη λευκή πετσέτα.
–Πού είναι; ρώτησε η γυναίκα που δεν έμενε σε εκείνο το σπίτι.
–Μέσα στο σαλόνι και κάθεται, απάντησε η άλλη γυναίκα. Εσένα, πού είναι;
–Πριν λίγο ήρθε, και κάθεται μπροστά στον καθρέφτη του καθιστικού.
Άδειασαν το στεγνό σιτάρι στην λεκάνη με τα υπόλοιπα υλικά και πρόσθεσαν μπαχάρι και γαρύφαλλο. Τα ανακάτεψαν με τα χέρια τους και έπειτα άρχισαν να στρώνουν το μείγμα σε δύο μεγάλα ρηχά πιάτα. Έριξαν ζάχαρη, και με καρύδια και σταφίδες σχημάτισαν δυο μεγάλους σταυρούς ,ένα στο κάθε πιάτο αντίστοιχα. Πήραν τα πιάτα στα χέρια, και βγήκαν απ’ το σπίτι στη μικρή πλατεία στο κέντρο της γειτονιάς.
Ένα μαχητικό αεροπλάνο πέρασε ξυστά απ’ τις σκεπές κι έριξε άλλα τρία στεφάνια με λουλούδια σ’ ένα σπίτι στην γωνία της πλατείας. Κάποια λεπτά αργότερα, άλλες τρεις γυναίκες με μαύρα φορέματα και πιάτα στα χέρια κατέβηκαν και εκείνες στο κέντρο. Στάθηκαν αμίλητες.
-Καλέσαμε τον ιερέα, κι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί, είπε κάποια.
-Δεν χρειαζόμαστε κανέναν ιερέα, απάντησε κάποια άλλη.
Αέρας φύσηξε, και σάλεψαν τα φορέματα των γυναικών. Μια, με μαύρα μάτια και μαλλιά ριγμένα σγουρά στους ώμους, έκανε ένα βήμα μπροστά και ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό. Άνοιξε το στόμα διάπλατα,μα καμία κραυγή δεν ακούστηκε. Γύρισε το κεφάλι της προς τι άλλες και άρχισε να ψιθυρίζει
-Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι.
Οι υπόλοιπες γυναίκες η μια μετά την άλλη προχώρησαν μπροστά άφησαν τα πιάτα με τους σταυρούς στο πάτωμα. Ύψωσαν τα χέρια, και κράτησαν τα πρόσωπα τους, κρύβοντας τα μάτια και τα χείλη. Κάποιες άρχισαν να τραγουδούν.
–Άννα μη κλαις. Θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.
-Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή.
-Άννα μην κλαις, στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί.
-Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει.
-Άννα μην κλαις. Εμένα δε με βάζουν στο χέρι. Ο στρατός ξεκινά.
Οι πόρτες από τα γύρω σπίτια άνοιξαν, και οι άνδρες με τα στεφάνια στα χέρια, άρχισαν να καταφτάνουν προς το κέντρο της πλατείας. Τα πρόσωπα τους είχαν ένα ήρεμο χαμόγελο.
Κύκλωσαν τον χορό των γυναικών και ξάπλωσαν στο έδαφος με το βλέμμα στον ουρανό και τα χέρια στο στήθος. Όταν κι ο τελευταίος ξάπλωσε κάτω, το λόγο πήρε ο παπάς που στεκόταν ώρα πολλή κάτω από τον πλάτανο στην άκρη της πλατείας.
-Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοί τῷ θανόντι, εὐχαριστοῦντες Θεῷ.
Οι άνδρες τότε σηκώθηκαν κι αγκάλιασαν τις γυναίκες. Ένα ακόμη μαχητικό αεροπλάνο πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους και πολλά στεφάνια με λουλούδια γέμισαν την πλατεία. Κάθε γυναίκα σήκωσε από ένα στεφάνι κι αγκάλιασαν ξανά τους άνδρες.
Χέρι, χέρι ξεκίνησαν να βγαίνουν από τη πλατεία και περπάτησαν στο πετρόσπαρτο σοκάκι που οδηγούσε προς τη θάλασσα. Σε πολλά σπίτια κρέμονταν στεφάνια με κόκκινα ή λευκά γαρύφαλλα καθώς και κάποια με κρίνους. Όταν έφτασαν στο γκρεμό, τα ζευγάρια αργά, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Σαν συναντούσαν κάποια εσοχή κάθε άνδρας και γυναίκα έχωναν τα σώματα τους, αγκαλιά και σταματούσαν το ταξίδι προς τη θάλασσα. Τελευταίος ο παπάς μόνος του , κατέβηκε σχεδόν ως την επιφάνεια του νερού και μη βρίσκοντας εσοχή άδεια, έμεινε εκεί.
Τραγούδια άρχισαν να ακούγονται πάνω από το γκρεμό. Και σιγά σιγά μικρά κεφάλια παιδιών ξεπρόβαλαν και κοίταξαν τα ζευγάρια στις εσοχές. Τα βλέμματα των ζευγαριών συναντήθηκαν με εκείνα των παιδιών. Κάποιες γυναίκες τέντωσαν το λαιμό τους, για να δουν καλύτερα. Τα παιδιά που κρατούσαν τα πιάτα με τους σταυρούς, άρχισαν να τα πετούν στο γκρεμό και η θάλασσα τα εξαφάνισε.
Μερικά ψαροπούλια κατέφθασαν και έφεραν από ένα κλαδί κισσού στα ζευγάρια.
Κάθε γυναίκα έκοψε δυο φύλλα και τα έβαλε στα μάτια της, κάθε άνδρας πήρε το κλωνάρι και το έπλεξε στους καρπούς του σαν χειροπέδη.
Τα παιδιά, λίγα λίγα έκαναν προς τα πίσω και περπάτησαν προς τη πλατεία. Κάτω απ’ το πλάτανο, ένας άνδρας με μαύρο κοστούμι περίμενε κι άνοιξε τα χέρια του να τα αγκαλιάσει. Είχε στο ένα του μπράτσο πολλά παράσημα, τόσα που φαινόταν να μην μπορεί να τα σηκώσει με ευκολία. Γύρω του υπήρχαν θραύσματα από κεραμίδια. Ένα παιδί, μάζεψε μερικά και τα έστησε το ένα δίπλα στο άλλο σε μια ευθεία, να χωρίσει την πλατεία στα δύο.
-Nα παίξουμε πόλεμος και ειρήνη; ρώτησε κάποιο.
-Ναι, ναι, αναφώνησαν τα περισσότερα.
Πιάστηκαν μεταξύ τους με τα χέρια πλεγμένα, και στάθηκαν απέναντι από τον άνδρα.
–Ποιος θέλει πόλεμο; φώναξε το πρώτο.
–ΑΥΤΟΣ, τσίριξαν όλα μαζί.
–Ποιος θέλει ειρήνη; φώναξε πάλι το πρώτο.
–Εμείς!
Πέταλα και φύλλα άρχισαν να πέφτουν από τα δέντρα. Τα σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο, και οι σκιές εξαφανίστηκαν. Η αλυσίδα των παιδιών έκανε ένα βήμα μπροστά κι έπειτα άρχισε να τρέχει συμπαρασύροντας με τα πλεγμένα τους χέρια τον άνδρα με τα παράσημα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άλικη Τζέρυ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής