9 μικροδιηγήματα για τον Δεκαπενταύγουστο

0
910

ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ

Έτσι που τα ‘χε κανονισμένα ο Παπαλιάς, σαράντα χρόνια τώρα, δε σμίγαμε μ’ αλλουνούς. Ο Θεός να τον έχει καλά, καθάρισε ο τόπος. Ακόμη και τα προξενιά από τον Μάραθο και από το Δεντροχώρι λογιάζονταν αμαρτικά. Βοήθαγα κι εγώ. Ορκίστηκα. Οχι μονάχα που άναβα τα καντιλέρια και ξεκέρωνα τα μανουάλια, μα έδινα κι ορμήνειες στις μανάδες μη και δώσουνε τις θυγατέρες τους στους ξένους. Παντρολογιόντουσαν τριτοξάδερφοι και βγαίναν τα μωρά αλλιώτικα, άλλα δίχως λαλιά κι άλλα με δίχως χέρια και ποδάρια. Έλεγε ο Παπαλιάς πως ήτανε αγγέλοι. Τα ‘χε από κοντά, αγόρια και κορίτσια, πίσω απ’ το τέμπλο, που ‘χε σκαλίσει ο Φώτης ο Φαφλιάρας. Θεός σχωρέσ’ τον.

Παραμονή της Παναγιάς. Στήναμε πάγκους και καζάνια στην πλατεία. Η Δέσπω του Καμπούρη τραβολογουσε το Γιωργί στη μαρμαρόσκαλα της εκκλησίας.

-Καλημέρα, παπαδιά. Μου τονε ζήτησε ο Παπαλιάς, να ‘τοιμάσουν την εικόνα για τη λιτανεία.

Ίσως και να ‘ξερα από πάντα, μα ήταν σαν να ‘βλεπα πρώτη φορά τα μάτια τα κλαμένα και τα σφιγμένα δόντια στο πρόσωπο του Γιωργί.

Η ζύμη για τους λουκουμάδες μου ‘φερε εμετό και ξέρασα στη ρίζα της μουριάς.

***

Είχαν απ’ ώρα τελειώσει τα λειτουργικά. Πήρε, καλό ξημέρωμα, το κέφι ν’ αποσώνεται. Τα παιδιά που βαφτιστήκανε αγγέλοι, αδειασμένα πάνω στις πλαστικές καρέκλες. Άλλα αναμαλλιάρικα κι άλλα ξεψυχισμένα.

Κι άκουσα πρώτη φορά καθάρια τα κλάματα και τις φωνούλες που τόσα χρόνια στριμωχτήκανε πίσω απ’ τις κλεισμένες πόρτες. Πρώτη φορά τα μάτια μου τρυπήσανε το τέμπλο του Φαφλιάρα κι είδανε τα γυμνά κορμάκια μπλεγμένα μες στα ράσα.

***

Κράτησα λίγο σμάρι. Το βράδυ πριν να πλαγιάσουμε κάτσαμε στο τραπέζι. Είπαμε τα πατερημά και έκαψα το λάδι.

-Να φάμε κι εμείς μια στάλα. Βουκια δε βάλαμε στο στόμα μας.

Κοιμηθήκαμε.
Το χάραμα πήρε να βήχει και να ξερνά αέρα ξέπνοα.
Με κοίταγε στα μάτια.
Τον κοίταξα.

-Θα σε δω στην Κόλαση, καργιόλη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ειρήνη Μποζοπούλου

~~~

ΚΟΚΚΙΝΟ BIC

Ταξιδιώτες σε μπουλούκια στριμώχνονταν στις μπουκαπόρτες, μπαγκάζια έλιωναν στον ήλιο, ταξιτζήδες κόρναραν και βλαστημούσαν. Η Φρόσω δεν έδινε σημασία στην κίνηση του λιμανιού. Έτρεχε να παραδώσει το γράμμα με τα ευχάριστα στη ναυτιλιακή. Εκείνος θα το παραλάμβανε στο επόμενο λιμάνι. Τόσο καιρό το προσπαθούσαν κι έτυχε να συμβεί τη νύχτα πριν μπαρκάρει.

Βγάζοντάς το απ’ την τσάντα της, πρόσεξε μια μουτζούρα στην κάτω γωνία του φακέλου. Είχε ανοίξει ο Βic που χρησιμοποιούσε για να διορθώσει τα γραπτά των μαθητών της κι όλα κολυμπούσαν σε μια κόκκινη θάλασσα.

Το βράδυ δεν κοιμήθηκε καλά. Ζέστη πολλή, φασαρία∙ η εκκλησία της Παναγίτσας στο διπλανό τετράγωνο είχε πανηγύρι. Τα χαράματα άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Ξημέρωνε δεκαπενταύγουστος.

Ο ήχος τους ανακατεύτηκε με αυτόν του τηλεφώνου. Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα;Σήκωσε το ακουστικό μισοκοιμισμένη. Μια αντρική φωνή κόμπιασε, δίνοντάς της χρόνο να ανακαθίσει στο κρεβάτι.

«Ξέρετε… το βαπόρι… τροπικός κυκλώνας. Δεν σώθηκε κανείς.»

Η Φρόσω σκίστηκε στα δύο. Μια κόκκινη κηλίδα λέκιασε το κατωσέντονό της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κατερίνα Ευθυμίου

~~~

ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Είκοσι χρόνια είχα να πατήσω στο νησί. Ξεμάκρυνα κι είπα θα γλίτωνα. Οι εφιάλτες όμως δεν σταματούν. Η Μαρίτσα έρχεται ακόμα στον ύπνο. Τα μαλλιά της γεμάτα φύκια. Ανοίγει το στόμα και φτύνει νερό με άμμο. Τα μάτια της δυο αστερίες, πεταλίδες κολλημένες στα γόνατά της. Ξυπνώ μες τον ιδρώτα και τον πυρετό.

Θα ‘ταν δώδεκα χρονών, εγώ στα δεκαπέντε. Μ’ ακολουθούσε τ’ απογεύματα στο Κάστρο. Δεν την έδιωχνα, τη λυπόμουν. Η μάνα της πέθανε στη γέννα, ο πατέρας της έξι χρόνια αργότερα. Δε μιλούσε, με κοιτούσε στα μάτια κι ερχόταν πίσω μου σέρνοντας το δεξί σακατεμένο ποδαράκι. Οι άλλοι την κορόιδευαν. «Η Μαρίτσα η κουτσή», φώναζαν, της έκλεβαν τα γυαλιά, τα πέταγαν ο ένας στον άλλο κι έτρεχαν στα σκαλιά μέχρι τους εφτά μάρτυρες. Τα έβαζαν πίσω απ’την εικόνα και γελούσαν σαν κατέβαινε ασθμαίνοντας τις σκάλες. Έκανα κι εγώ πως έτρεχα μαζί τους, να μη με πιάνουν στο στόμα τους, αλλά μαύριζε η καρδιά μου που την έβλεπα ν’ αγκομαχάει στον κατήφορο.

Ήταν παραμονή της Παναγιάς. «Εκτός από κουτσή θα μείνεις και στραβή» φώναξε ο Πανάγος. Πήρε τα γυαλάκια της, τα πέταξε στη θάλασσα. Γέλασαν όλοι και φύγανε. Ντράπηκα, μα πήγα μαζί τους. Δεν κοίταξα πίσω.

Ανήμερα της Παναγιάς, μετά τη λειτουργία, ένα κορμάκι βρέθηκε ξεβρασμένο στα βράχια. Τρέξαν να δουν ποιος ήτανε. Πλησίασα φοβισμένος. Δεν σήκωσα το βλέμμα μέχρι που άκουσα τ ’όνομά της. Κρατούσε τα γυαλάκια στ’ αριστερό της χέρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εύη Βούλγαρη

~~~

ΓΙΑΣΕΜΙ

-Ευθαλία, φέτο θα πάμε.

Της το υποσχέθηκε ο Ασημάκης απ’ όταν έκαμε το τάμα που ‘χε σωθεί ο Αντρίκος απ’την άγκυρα που τον ξεσπλάχνισε. Το δίκιο τους δεν το ‘βρανε, γιατί κι ο δυναμίτης δεν ήταν πράμα της προκοπής να καμαρώνεις.

Ο Αντρίκος από τη θάλασσα βέβαια δεν έπαθε τίποτε. Μπαλώσανε τα μέσα του και ορθοπάτησε στο τρίμηνο. Στον δρόμο ξεψύχησε, δυο χρόνια αφότου η Ευθαλία έκατσε στην καρέκλα, δίχως φωνή, με άδειο βλέμμα. Κι έγινε έτσι η αρρώστια ευλογία και παρηγοριά στον Ασημάκη, που η αγαπημένη ίσως δεν ένιωσε τον πόνο. Μόνο που πετάριζε τ’ αριστερό της βλέφαρο κάθε που άκουγε τα μηχανάκια κάτω απ’το μπαλκόνι. Έσφιγγε η ψυχή του. Δεν έπαιρνε όρκο. Της έπλενε μονάχα τα μαλλιά και δρόσιζε το δέρμα της με μαντιλάκια γιασεμί.

Την καρέκλα με τα ροδάκια της την έκανε θαλασσινή. Σκάλισε δελφινάκια και κοχύλια στα πλευρικά. Να μην της λείπει το νησί.

-Θα πάμε γιατί δεν ξέρεις… Θα ‘μαστε του χρόνου;

Ανήμερα της Παναγιάς μπήκανε στο καράβι. Καθίσαν στο κατάστρωμα να κοιτούν το λιόφευγο. Ο Ασημάκης κράταγε το χέρι της αγαπημένης. Ανοίχτηκαν. Αλμύρα στα πτυχωμένα πρόσωπα. Εκείνη του χαμογέλασε. Φύσηξε την τελευταία ανάσα κι έμεινε πάλι ακίνητη.

-Τη θάλασσα περίμενες, μωρ’ γιασεμάκι. Μου την έσκασες.

~~~~~~~~~

Ειρήνη Μποζοπούλου

~~~

ΛΕΥΚΟ ΜΑΝΤΗΛΙ

Τα πνευμόνια της είχαν φουσκώσει από την ανηφόρα αλλά έπαιρνε κουράγιο από το μίσος που έτρεφε για όλες τις δήθεν αγαπημένες οικογένειες που εκείνο το καυτό μεσημέρι είχαν μαζευτεί να γιορτάσουν την Παναγιά, τρώγοντας την παραδοσιακή κρεατόπιτα, παριστάνοντας ότι είναι καλοί άνθρωποι που ξέρουν να γλεντάνε.

Όταν έφτασε στην κορυφή, χωρίς να πάρει ανάσα, έβγαλε τα πόδια της από τα πετάλια και τα χέρια της από τα φρένα και κατέβηκε σχεδόν κουτρουβαλώντας εκείνη την κατηφόρα που την έκανε τόσο ευτυχισμένη όταν ήτανε μικρή.

Η αφράτη κοκκινωπή άμμος την σταμάτησε άτσαλα και έπεσε χτυπώντας τον γοφό της. Καλωσόρισε τον πόνο.

Η παραλία ήταν ερημική, η θάλασσα νωχελική και τα δεκάδες πεύκα που την αγκάλιαζαν από τη μια άκρη ως την άλλη, έδιναν ένα μεθυστικό άρωμα στην αλατένια ατμόσφαιρα.

Μόνο ένας ψαράς σε μια βάρκα ήταν απασχολημένος να κουβαριάζει τα δίχτυα του. Έβγαλε τα ρούχα της και ξάπλωσε πάνω στην καυτή άμμο. Ένιωσε σχεδόν ερωτικά με την αίσθηση του ήλιου στο κορμί της.

Συγκεντρώθηκε στο εκκωφαντικό κάλεσμα των τζιτζικιών, που έψαχναν να ζήσουν τον έρωτα για πρώτη και τελευταία φορά, για να μπορέσουν να πεθάνουν.

Διαισθάνθηκε ένα βλέμμα και γύρισε στα δεξιά της. Μια μαύρη φιγούρα την κοιτούσε από μακριά, με το φόρεμά της να τρεμοπαίζει από την καλοκαιρινή αύρα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, εξαφανίστηκε.

Σηκώθηκε, φόρεσε τα ρούχα της και κοίταξε το ποδηλατάκι της για τελευταία φορά. Ύστερα περπάτησε αποφασιστικά προς το τέλος της παραλίας, βουλιάζοντας τις πατούσες της στην καυτή άμμο. Της άρεσε να καίγεται.

Μπήκε μέσα στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα, για ν’ αποφύγει τα ξεβρασμένα, στεγνά φύκια. Έφτασε στην είσοδο.

Η μαύρη φιγούρα την περίμενε με τα κάγκελα ξεκλειδωμένα. Το λευκό μαντήλι που κάλυπτε το πρόσωπο της περιμετρικά ήταν το ίδιο γαριασμένο με τον λευκό σταυρό στην κορυφή.

– “Καλώς ήρθες, σε περιμέναμε”, της είπε και έκλεισε την πόρτα.

~~~~~~~~~~~

Νέλλη Σωτηρίου

~~~

ΚΑΤΑΧΝΙΑ

Ήταν δεκαπενταύγουστος κι η πλάση έκαιγε. Η λιμανίσια άπνοια ήταν ασήκωτη ακόμα κι από τα τσιμέντα της προβλήτας. Ίδρωνε σαν άρρωστος. Άνοιξε τα μάτια ύστερα από έναν ύπνο που έμοιαζε περισσότερο με λήθαργο. Τα έτριψε να φύγει η θαμπάδα και κοίταξε τριγύρω. Αδειανά μπουκάλια, τσόντες, ρετάλια και σελίδες από ένα βιβλίο με ποιήματα που βρήκε κάπου. Κάθε φορά που διάβαζε ένα, έσκιζε τη σελίδα και την πετούσε.

«Είμαι πιο αφόρητος κι από ζέστη» σκέφτηκε. «Ποιος μαλάκας διαλέγει να βάλει σ’ ένα πλεούμενο όλο του το είναι;» αναρωτήθηκε, όμως ήθελε να παραστήσει τον Ροβινσώνα, να κοροϊδέψει το μυαλό του, να ξεχαστεί και να ξεχάσει.

Το σκαρί ήταν γέρικο, ξύλινο και σάπιο λες και κουβαλούσε τη μούχλα, την υγρασία και την αρμύρα όλου του κόσμου. «Καταχνιά». Αυτή η λέξη του ήρθε στο μυαλό και τα συνόψισε όλα.

Αυτός ήταν. Παροπλισμένος κι έξω απ’ τα νερά του, όσο και το προσωρινό του καταφύγιο. Γι’ άλλη μια φορά ένιωσε άχρηστος και παρακατιανός. Τον πήρε η απελπισία. «Καλύτερα στις οικοδομές και στα γαμωπαγκάκια παρά σ’ αυτόν τον υγρό τάφο» σκέφτηκε κι ευχήθηκε να ήταν χειμώνας.

Το βράδυ είχε σκοπό να ανέβει στα λιπάσματα να ζητιανέψει καμία μπύρα ή κανένα μεροκάματο, όμως κανείς δεν τον είδε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Βασίλης Κούμπουλας

~~~~~~~~~

“ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ”

Ήταν που λέτε ο Κ. Ένας τύπος γλυκός και τρυφερός. Με μια φωνή που αγκάλιαζε τις ψυχές μας. Τότε. Γύρω στα είκοσι και κάτι ρέστα.

Τριγύρω από τη φωτιά όλοι αραχτοί και αραγμένοι. Στην αμμουδιά χαζεύαμε τα άστρα, ενίοτε αγκαλιαζόμασταν, κατά καιρούς ερωτευόμασταν, ενόσω μελωδίες φτερούγιζαν από τα χέρια και το στόμα του Κ.

Η κιθάρα μόνιμη ερωμένη του. Ερωμένες πολλές κατά καιρούς πέρασαν από τη ζωή του, μα μια είναι η μεγάλη καψούρα στην ζωή του καθενός. Στην προκειμένη, η κυρία με τις χορδές. Κάθε καλοκαίρι, στην ίδια παραλία, το ίδιο ραντεβού. Ο Κ. και η παρέα. Αγόρια και κορίτσια. Οιστρογόνα και ανδρογόνα.

***

“Πώς είναι να ξέρεις ότι σε λίγα χρόνια θα πεθάνεις;” τον είχα ρωτήσει ένα βράδυ, σκάρτο δεκαπενταύγουστο, ενώ το αλκοόλ σάλπαρε στις φλέβες μου σαν τρελοκάικο. Με κοίταξε κατάματα.

“Είναι στιγμές που μοναχός παίρνω τα πάνω μου, και ο αέρας με χτυπάει γλυκά, μα είναι κι άλλες που σκυφτός έχω τα χάλια μου, η σκέψη τρέμει και ζητάει πολλά …”

Έμεινα σιωπηλός. Δεν ήξερα τι να πω. Εκείνος μου χαμογέλασε πονηρά.

“Σ’ αρέσει;” με ρώτησε.
“Ποιο;” ψέλλισα.
“Αυτό που σου είπα, ντε, το δίστιχο αυτό είναι από το ντουέτο που θα τραγουδήσω με τον Παπακωνσταντίνου.”
“Ρε γαμιόλη, σε αγαπώ.” του είπα και τον αγκάλιασα δακρυσμένος.

Λίγες μέρες μετά έφυγε από το χωριό. Μας αποχαιρέτησε. Ήταν ο τελευταίος μας Αύγουστος. Η λευχαιμία τον νίκησε, μα εκείνος νίκησε τον ίδιο τον θάνατο. Έμεινε ο δίσκος του να μας συντροφεύει τα καλοκαίρια αλλά και τους χειμώνες μας, όπου κυκλοφόρησε λίγο πριν πεθάνει.

“Φίλε, συγγνώμη που δεν κάναμε μαζί
αυτά που ήθελες, αυτά που σου ‘χα τάξει.
Να ξέρεις μέσα σου υπήρχε μια ψυχή
που στην καρδιά και στο κορμί σου έδινε λάμψη…”

(στίχοι από τραγούδι του)

~~~~~~~~~~~~~~

Για τον Κ.

Θανάσης Γκατζόπουλος

~~~

ΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ

Του έδινε την εντύπωση πως έκαναν ελιγμούς, αλλά ίσως και να τον ανακούφιζε μια μικρή καθυστέρηση. Ήταν σημαντικό το ρίσκο που επιχείρησε αυτό τον τρόπο μεταφοράς του. Ακριβώς δίπλα του ένας κοντός τύπος με στραβό κούρεμα. Κάνοντας μια βιαστική κίνηση φιλικότητας του έδειξε το λιμάνι, βολιδοσκοπώντας τις διαθέσεις του. Πάντα τον εκνεύριζαν οι ψιλές ανούσιες κουβέντες. Ξαφνικά του θέτει μια ερώτηση απροσδόκητα αιχμηρή:

«Είναι εκ γενετής το ελάττωμα;»
«Τι εννοείς;»
«Άσε, κατάλαβα. Η βαθύτερη φύση σου ακόμα αντιδρά. Μη ανησυχείς, προχώρα με καλή πίστη».

‘Όχι ότι ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει την κουβέντα, αλλά ο θόρυβος των μηχανών που άλλαζε, το λιμάνι που επιτέλους φάνηκε και αυτό το πράσινο μεταξωτό που τον ακούμπησε ήταν σαν κύματα που αφέθηκε να τον παρασύρουν. Την κοίταξε, δεμένες γάμπες, σώμα ζεστό με φόντο το μπλε της θάλασσας. Ένιωσε την έλξη να πηδήξει πάνω από το κιγκλίδωμα για να νιώσει την αλμύρα που έσκαγε στην επιφάνεια του πλοίου.

Δεκαπενταύγουστος. Πάντα αυτή την μέρα επέλεγε να φτάσει. Η βολική δικαιολογία ότι μέχρι παραμονή πνιγόταν στη δουλειά. Η συγκέντρωση απανταχού των συγγενών που μετά τις δυο πρώτες ώρες έκανε τις φλέβες να πετάγονται πιο πολύ από το λαιμό του. Η μυρωδιά της εκκλησιάς που ήθελε να αποφύγει, οι μνήμες που όσο δεν τις ζουλούσε δεν έσπαγαν σαν απόστημα. Η απώλεια της μέρας που τον σημάδεψε.

Κατέβηκε απ’ την άλλη. Αυτά τα βράχια είναι γλιστερά, καταραμένα, γύρω του ακολουθούν και δυο τρεις άλλοι, ποιος τους κάλεσε, διασταυρώνεται μεταξύ τους με επίμονο βλέμμα. Κατρακυλάει απότομα κι απελευθερώνεται, δεν πονάει τίποτα για να διαμαρτυρηθεί. Περπατάει στο νερό, απλώνει το χέρι του και μαγκώνει μέσα του τα πρώτα λουλουδάκια που βλέπει στην προέκταση της ακτής, αυτά λες κι είναι μυημένα, δεν φέρουν κανένα τσαλάκωμα.

Ανήφορος μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού, ανεβαίνει στο ψηλό κυπαρίσσι και εισπνέει την ρητινώδη ουσία. Από όλες τις μέρες, ετούτη. Τι ειρωνεία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μίνα Πατρινού

~~~

ΣΠΑΛΟΜΠΡΙΖΟΛΑ

Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Είχε κόψει τα μαλλιά της μέχρι το πηγούνι και τα είχε αφήσει στο φυσικό τους χρώμα. Σκούρα καστανά με αραιές γκρίζες τούφες. Ο λαιμός της ψηλός και λεπτός. Φαινόταν κάπως διαφορετική απ’ ό,τι τη θυμόταν εκείνο το μοναδικό βράδυ που είχε εμφανιστεί στο μαγαζί, πριν έντεκα μήνες ακριβώς. Ο νους του άρχισε να κάνει συγκρίσεις αναπόφευκτες∙ τότε, τώρα, τότε, τώρα. Πριν προλάβει ο εγκέφαλος να διαχειριστεί τις πληροφορίες από αυτόν τον αναπάντεχο χορό των νευρώνων, τον κατέβαλε ξανά το ίδιο συναίσθημα. Αυτή η απροσδιόριστη, καθολική γλύκα. Οι αμφιβολίες του λούφαξαν ακαριαία. Ήταν σίγουρα Εκείνη.

Όλο τον χειμώνα τη σκεφτόταν και εμφανίστηκε μπροστά του Κυριακή, παραμονή της Παναγίας, που το εστιατόριο ήταν φίσκα, που είχε τον περισσότερο κόσμο όλης της σεζόν, που δεν μπορούσε να σταθεί στιγμή γιατί όλο και κάτι χρειαζόταν διευθέτηση. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν Εκείνη και είχε εμφανιστεί τη χειρότερη στιγμή.

Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια από εκείνο το πρώτο βράδυ. Φυσούσε πολύ∙ αγριεμένο είχε μπουκάρει το φθινόπωρο. Εκείνη καθόταν με μια φίλη της στην αυλή. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα κι είχε τυλιχθεί μ’ ένα πολύχρωμο φουλάρι. Την κοιτούσε διακριτικά όλο το βράδυ, τα μισά τραπέζια ήταν άδεια. Αποφάσισε να της στήσει καραούλι έξω από την τουαλέτα. Και πέτυχε. Είχε αποστηθίσει αυτολεξεί τη συζήτησή τους, η οποία πατούσε κατά κύριο λόγο σε κοινοτοπίες. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου με μια νέα πελάτισσα στον διάδρομο «δεν σας έχω ξαναδεί, πρώτη φορά στα μέρη μας;» «έχει η φίλη μου σπίτι εδώ» «πώς σας φάνηκε το φαγητό» «υπέροχο, δεν έχω φάει πιο νόστιμη σπαλομπριζόλα». Σπαλομπριζόλα, σπαλομπριζόλα, πόσο τρυφερά είχε προφέρει αυτήν τη λέξη, πόσα κρύα βράδια την είχε μουρμουρίσει για να τον πάρει ο ύπνος μέσα στην αγκαλιά της, ούτε το όνομα της δεν ήξερε, δεν του ’χε κόψει να τη ρωτήσει, το ’χε πικρά μετανιώσει, όπως και πολλά άλλα που δεν πρόλαβε.

Πρόλαβε όμως να της πει τη μικρή ιστορία της επιτυχίας του∙ απ’ τα παλιά αρβανίτικα σόγια της περιοχής, παππούς κτηνοτρόφος, πατέρας χασάπης, εκείνος σπουδές σεφ και μετά ιδιοκτήτης του καλύτερου εστιατορίου στα ανατολικά. Κέρδισε ως έπαθλο εκείνο το αλησμόνητο χαμόγελο θαυμασμού. «Και είσαι τόσο νέος ακόμα», του είπε παιχνιδιάρικα και χαμογέλασαν οι ρυτίδες στις άκρες των ματιών της. Πόσα χρόνια μεγαλύτερή του να ήταν άραγε; Δέκα, είκοσι; Ούτε που τον ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξανάρθει και να είναι αυτός έτοιμος, ετοιμότατος, ετοιμόλογος, ετοιμοπόλεμος, να μην την αφήσει να φύγει έτσι. Χωρίς όνομα ή τηλέφωνο ή την υπόσχεση πως θα τον ξαναδεί. Κι αν εμφανιζόταν με άλλον; Όχι, αυτό ήταν ένα πολύ κακό σενάριο. Δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτό.

Την παραμονή της Παναγίας εμφανίστηκε με ένα ζευγάρι. Ανατρίχιασαν από ανακούφιση μέχρι και οι παρανυχίδες του. Η χαρά του που την ξαναέβλεπε ζωντανή μπροστά του κονταροχτυπιόταν με τις παραγγελίες, τις ελλείψεις, την ψιλοκουβεντούλα με τους παλιούς πελάτες, την «Παναγία μου μέσα», θα ήθελε όλα να εξαφανιστούν και να μείνουν μόνο αυτός κι Εκείνη. Τι έκανε τώρα Εκείνη; Καθόταν με την παρέα της σ’ ένα κεντρικό τραπέζι της αυλής και διάβαζε τον κατάλογο. Άρα είχαν κάνει κράτηση από νωρίς. Τι απρόσμενη τύχη! Θα μπορούσε να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του συνέχεια. Έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος για να δράσει την κατάλληλη στιγμή.

«Καλησπέρα», της είπε χαμογελώντας όταν πέρασε από δίπλα της για πρώτη φορά. «Καλησπέρα», ανταπέδωσαν οι ρυτιδούλες στα μάτια της.  Άραγε ένιωσε κι Εκείνη τις σπίθες όταν συναντήθηκε το βλέμμα τους ή η φαντασία μου τα φταίει; Η αντιπαθητική χροιά του Νταλάρα ξεδιπλώθηκε μέσα στο κεφάλι του. Το μαγαζί του δεν είχε μουσική∙ πολύ σωστή ήταν τελικά η συμβουλή του σεφ- δασκάλου του, κρίνοντας εκ των υστέρων.

Ρώτησε τη σερβιτόρα να μάθει τι είχαν παραγγείλει. Σπαλομπριζόλα. Νέο κύμα αγαλλίασης τον συνεπήρε. Ίσως να ήθελε να επικοινωνήσει κι Εκείνη μαζί του. Ίσως αυτή η λέξη που τον βοήθησε να βγάλει τον χειμώνα να ήταν ο μυστικός κωδικός τους. Μπήκε στην κουζίνα. Το προσωπικό ξαφνιάστηκε όταν τον είδαν να σηκώνει τα μανίκια και να βάζει την ποδιά του. Σπανίως μαγείρευε ο ίδιος. Και σίγουρα όχι με τέτοια ζέστη. Ο σεφ που είχε προσλάβει ήταν εξαιρετικός και είχε πολύ μεγάλη εμπειρία. Δεν έδωσε σημασία στα βλέμματα, δεν χρειαζόταν να δώσει εξηγήσεις, απλά ζήτησε την παραγγελία του τραπεζιού επτά. Ήθελε να επιμεληθεί αυτοπροσώπως το ψήσιμο του εκλεκτού μοσχαρίσιου κρέατος. Πώς την ήθελαν; Medium. Πολύ ωραία. Θα την έψηνε με όλη του την ύπαρξη, με όλη του τη συνειδητότητα, με όλη του την αγάπη και το πάθος γι’ αυτή τη γυναίκα. Και μετά θα πήγαινε να της μιλήσει.

Έκανε ώρα να συνέλθει απ’ τη φωτιά. Ίσως πάλι να μην έφταιγε η φωτιά για το αναψοκοκκίνισμά του. Η χαρά του, πάνω στην πλάκα την καυτή, είχε μετατραπεί σε φόβο. Η φυσική του δειλία κατατρόπωνε μεθοδικά τον πόθο του. Δεν θα τα κατάφερνε. Τσάμπα οι πρόβες και οι φανταστικές τους συζητήσεις. Όλα τσάμπα. Έκανε να σηκώσει λευκή σημαία και να παραδοθεί στις ανασφάλειες που τον είχανε κυκλώσει, αλλά κάτι τον κράταγε. Αναθάρρησε. Ακόμα και φοβισμένος, θα την έδινε τη μάχη. Τόσο καιρό προετοιμαζόταν! Θα έπαιζε το τελευταίο του χαρτί κι ας τρέμανε τα γόνατά του.

Πήγε και στάθηκε στην πόρτα που έβγαζε στην αυλή. Κοίταξε απροκάλυπτα προς το τραπέζι της. Η πιατέλα της μπριζόλας ήταν σχεδόν άδεια. Τι βλάκας που είσαι! Έχασες τόσο χρόνο με τις ανοησίες σου! Έπρεπε να δράσει. Πέρασε μία φορά από δίπλα της. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε. Οι λέξεις ανελέητες∙ μουλάρια που δεν ήθελαν να κάνουν ούτε βήμα έξω απ’ το στόμα του. Πέρασε δεύτερη. Μόνο που τον κοίταξε μούδιασε όλο του το σώμα. Χαμόγελο, κι αυτό μισό. Ταχυπαλμία. Κάπνισε ένα τσιγάρο, αν και το είχε κόψει δύο χρόνια. Ζύγιασε το θέμα. Μετωπικά δεν γινόταν. Πλαγίως ίσως; Την τρίτη φορά πέρασε πίσω απ’ την καρέκλα της και στάθηκε στο πλάι, ώστε να μην την βλέπει κατά πρόσωπο. «Σας άρεσε η σπαλομπριζόλα;» απευθύνθηκε προς την παρέα της, ενώ εκείνη έβαζε μια γενναία μπουκιά στο στόμα. Μισό λοξό βλέμμα κι ένα μουγκρητό ικανοποίησης κατάφερε να εισπράξει από το υποκείμενο του πόθου του. Μα τι βλάκας που είσαι, αυτομαστιγώθηκε, τι ηλίθιος! Τώρα βρήκες;

Είχε χάσει τελείως τον έλεγχο. Δεν όριζε ούτε συναίσθημα, ούτε νου. Ήθελε να βάλει τα κλάματα για να γιορτάσει την τρανή του ήττα, όταν μια ανακατωσούρα τον κλώτσησε στο στομάχι. Έτρεξε στο μπάνιο κι έβγαλε τα σωθικά του.

Όταν κατάφερε να ξαναβγεί έξω, κοίταξε το άδειο τραπέζι με λύπη βαριά κι αφόρητη. Καρδιά παραπονιάρα απαρηγόρητη, σιγοτραγούδουσε η Χασκίλ μες στο κεφάλι του. Χάσαμε και φέτος. Άντε, του χρόνου πάλι, σκέφτηκε και κίνησε για την κουζίνα.

 Μια απ’ τις σερβιτόρες τον τράβηξε απ’ το μανίκι. «Αυτό είναι για σας», του είπε δίνοντας του μια χαρτοπετσέτα. «Νοστιμότατη η σπαλομπριζόλα σας! Αριστέα 6973803603».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κατερίνα Ευθυμίου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα παιδιά που γράφουν και υπογράφουν τα κείμενα που ακολουθούν συναντήθηκαν στα Συνεργεία Δημιουργικής Γραφής του Γελωτοποιού. Συμφώνησαν, διαφώνησαν, αλλά κάπως ήρθαν κι έδεσαν κι από τότε γράφουν, διαβάζουν, σχολιάζουν, γελούν, πίνουν τσιπούρα και συζητούν παρέα. Ο Γελωτοποιός είναι φυσικά πάντοτε μαζί τους ψυχικά, πνευματικά – ενίοτε και σωματικά.