Η Ελίζα πέρασε βιαστικά τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της. Το έκανε συχνά όταν ήταν φοβισμένη κι αγχωμένη
«Και τώρα τι γίνεται; Τι θα κάνουμε, μου λέτε; Πώς έμπλεξα έτσι εγώ; Πώς;»
Κλαψούριζε και τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα.
«Πρέπει να περιμένουμε. Να είμαστε εντελώς σίγουρα και μετά…» είπε η Έμιλι ψύχραιμη κι οργανωτική όπως πάντα.
Το δωμάτιο μύριζε φόβο κι ενοχές. Πως είχαν μπλέξει έτσι; Η Δώρα σηκώθηκε από τη θέση της έκανε δυο αποφασιστικά βήματα, σταύρωσε τα χέρια της και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Μερικές αχτίδες αδύναμου φωτός απελευθερώνονταν από τις γρίλιες. Ο ήλιος κατέβαινε και χανόταν άλλη μια μέρα.
«Έπρεπε να μείνουμε με τους άλλους. Δεν έπρεπε να χωριστούμε», είπε αποφασιστικά. Τα μάτια της έγιναν δυο σχισμές που πάσχιζαν να βρουν τη λύση.
«Πεινάω», ψιθύρισε η μικρή Έμμα. «Έχει τίποτα;»
«Κάνε λίγο υπομονή, αυτό μας έλειπε τώρα!» Η Δώρα είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία της.
Η Έμμα κοίταξε μια μια τις άλλες και διαολίστηκε.
«Κι αν θέλουμε να πάμε τουαλέτα; Αν κρυώσουμε; Αν νυχτώσει κι είμαστε ακόμα εδώ;»
Η Έμιλι ανέμισε τα χέρια της για να τραβήξει τη προσοχή τους και τις κοίταξε αποδοκιμαστικά .
«Μπορείτε να μη φέρνετε την καταστροφή; Πρέπει να αφουγκραστούμε τη συνέχεια και να περιμένουμε λίγο. Ησυχάστε και σκεφτείτε κάτι όμορφο».
«Τι; Λιβάδια, θάλασσες και τέτοια»; Η Έμμα συνέχισε να πυροβολεί την ατμόσφαιρα με κόκκινες λέξεις.
«Εσύ σκέψου κρέπες σοκολάτας!» εξοστράκισε τα βέλη η Δώρα.
Η Έμμα μειδίασε κι έφτυσε ένα κοφτό “ναι καλά” αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και κοιτώντας το κενό.
Η Ελίζα δάγκωσε τα χείλη της και γκρίνιαξε. «Πω ρε φίλε, σκίστηκε το φουστάνι μου. Θα πιάστηκε κάπου όταν μας κυνηγούσε και τρέχαμε.»
«Εγώ έριξα ένα ποτήρι με νερό κατά λάθος και τώρα τα πόδια μου είναι μούσκεμα. Παρόλα αυτά πρέπει να μείνουμε εδώ και να κάνουμε απόλυτη ησυχία», μουρμούρισε η Δώρα.
Ένας βαθύς συριγμός κι ένας απόκοσμος θόρυβος ακούστηκαν από το διπλανό δωμάτιο. Σαν να άνοιγε αργά μια πόρτα. Τα τέσσερα κορίτσια κοιτάχτηκαν με τρόμο μεταξύ τους κι έμειναν καρφωμένες στις θέσεις τους. Από τη νεκρική σιγή του δωματίου όπου βρίσκονταν ακούγονταν μόνο το μονότονο κι αδιάφορο τικ τακ του ρολογιού. Ο ήχος που κάνει ο αδυσώπητος χρόνος που περνά μόνο μια φορά κάθε φορά κι ύστερα χάνεται για να μη ξαναγυρίσει ποτέ πια ο ίδιος. Ο χρόνος που δεν έχει αισθήματα και φόβους και γνωρίζει μόνο πως να περνά πάνω από κάθε στιγμή που περιμένει αιώνια για να παίξει τον μικρό της ρόλο στο σανίδι της ζωής και να την εξαφανίζει καταδικάζοντάς την στη μικρή της αιώνια ανυπαρξία.
Είχε πια σουρουπώσει και έξω στο δρόμο αχνοφέγγιζαν τα πρώτα φώτα. Η παγωμένη σιωπή κράτησε μια άχρονη στιγμή ακόμα. Μια ανακουφιστική εκπνοή γέμισε τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου.
«Νομίζω ότι πρέπει να σημάνω τη λήξη του συναγερμού, ψιθύρισε αβέβαια η Έμιλι. Ακούστηκε ένα γουργουρητό από τη κοιλιά της Έμμας».
«Αλήθεια πεινάω, ρε παιδιά…»
«Είσαι απίστευτη» , πέταξε η Δώρα. «Δε μπορείς να συγκρατήσεις για μια φορά τα κατώτερα ένστικτα σου;»
«Κατώτερο ένστικτο η πείνα;»
Η Ελίζα πετάχτηκε προς το παράθυρο, σκίζοντας τον αδιάφορο διάλογο στα δυο.
«Αν είχαμε φτερά, δε θα ήμασταν σαν φυλακισμένες τώρα. Θα μπορούσαμε να κοιτάμε από ψηλά τους φόβους και τις αδυναμίες μας. Κι αυτήν!»
«Δεν έχουμε όμως, και πρέπει να ζούμε με ό,τι μας δόθηκε με σοφία από τη φύση μας», είπε συγκαταβατικά η Δώρα.
«Μα αλήθεια, τι αξία έχει να λες πάντα την αλήθεια ή να ζεις εκατόν ογδόντα εφτά χρόνια;» συνέχισε η Ελίζα.
Η μεγάλη πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκαν φασαριόζικα τα δυο παιδιά της οικογένειας. Ο Τίμος και η Αγγελική. Τα κορίτσια με μια αναπνοή κρύφτηκαν πίσω από το μεγάλο επιδαπέδιο βάζο. Ήταν και παρέμενε μια πολύ καλή κρυψώνα. Κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να ψάξει εκεί. Ο Τίμος κρατούσε στα μικρά του χέρια με καμάρι ένα κλουβί μεταφοράς κατοικίδιων. Τα κορίτσια κοιτούσαν με μάτια στρογγυλά και χείλη στεγνά. Η Έμμα είχε χώσει το πρόσωπό της στον κόρφο της Δώρας κι είχε κλείσει με τις μικρές της παλάμες τ’ αυτιά της. Δεν άντεχε άλλες συγκινήσεις, ένα τόσο δα μικρό ανθρωπάκι ήταν.
«Άντε πήγαινε να τη φέρεις, θα αργήσουμε στο ραντεβού με το γιατρό».
Η Αγγελική έριξε μια ερευνητική μάτια το δωμάτιο, κοίταξε κάτω από το κρεβάτι βιαστικά και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο του δωματίου. Σε δεκαπέντε τικ τακ ξαναγύρισε με την αγαπημένη της άσπρη γάτα αγκαλιά στο δωμάτιο. Την έβαλαν βιαστικά στο καλάθι μεταφοράς και σε λίγο ακούστηκε η εξάτμιση του αυτοκινήτου.
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν κι άρχισαν να γελούν νευρικά. Αυτήν! Θα έδιναν και τη μισή τους ζωή για να μη την φοβούνται. Να μη τρέμουν κάθε φορά που την αισθάνονταν να μπαίνει στο χώρο, κάθε φορά που ακούγανε νιαούρισμα!
Ύστερα, τα τέσσερα μικρά στοιχειά του σπιτιού, προχώρησαν αργά και θριαμβευτικά προς την ανοιχτή πόρτα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ελένη Τοπάλη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής