Η μάγισσα κι ο λύκος (ένα παραμυθοποίημα)

0
377

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι James-Jean-Fables-Love.jpg από την Αγγελική Κουντουράκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στον κόσμο αυτό οι μάγισσες ακόμη καίγονται στην πυρά και οι λύκοι ζούνε ξεχασμένοι σε βουνά, που ο ήλιος ξεχνάει να ζεστάνει, σαν φανερώνονται στα μάτια των ανθρώπων.

Λίγα χρόνια πριν πάνω σε μια μεγάλη φασαρία ο λύκος είχε καταφύγει σε μια παλιά κρυψώνα στην κορυφή του βουνού, που φύλαγε αιώνες το χωριό από την μανία των θεών. Η μάγισσα ζούσε εξόριστη από την ντροπή των ανθρώπων, στην άκρη του ποταμού, που έθρεφε το χωριό πριν την γέννηση των προγόνων της. Μόνοι τους και οι δύο, μακριά από τον λόγο και την αγκαλιά των άλλων πορεύονταν στην ζωή και την απώλεια χωρίς φόβο να σωθούν από το βάρος αυτό.

Μέχρι εκείνο το ξημέρωμα που ο ήλιος αρνήθηκε να ζεστάνει το χωριό και το βουνό ζάρωσε και το ποτάμι στέρεψε και ο λύκος έχασε την σκεπή του και η μάγισσα τα σύνορα της και η γύμνια τους έγινε θεριό ανήμερο έτοιμο να τους κατασπαράξει.

Ξεκίνησαν χωρίς πυξίδα στην καρδιά να βρουν πάλι την μοναξιά τους που είχε χαθεί από την βοή που ξέσπασε στο χωριό και έφτανε μέχρι τις άκρες της οικουμένης. Ο λύκος φόρεσε τον θρήνο της λήθης κατάσαρκα και κίνησε για άλλο τόπο να θάψει όσα δεν έπρεπε να δει το φως της μέρας και η λογική των ανθρώπων. Η μάγισσα έκρυψε τα φυλαχτά της, ντύθηκε τα φορέματα της αδιαφορίας ,έδεσε πλεξούδα τα μαύρα της μαλλιά και πήγε να βρει δουλειά στα εργοστάσια της πόλης που τώρα γέμιζαν από την ξηρασία και τον θρήνο των ανθρώπων, από το σκοτεινό πια χωριό.

Πέρασαν χρόνια και ο τόπος ηρέμησε ,μα το τραγούδι και οι προσευχές ήταν πια ήχοι αιχμάλωτοι στους νέους κανόνες που έφερε η λύπη και η ανάγκη. Όλα όπως πριν μα και όλα τόσο διαφορετικά. Η κούραση της πόλης και των χωρικών έφερνε μαράζι στον λύκο και την μάγισσα, σταμάτησαν να ψάχνουν την αλήθεια τους, σβήσανε τις φωνές τους και ξέχασαν για που ξεκίνησαν και που είχαν σταθεί. Δεν κρύβονταν πια, δεν είχαν κάτι να προσμένουν, μόνο να ανοίγουν και να κλείνουν την μέρα σαν την πόρτα τους από τους ξένους.

Μέχρι εκείνο το πρωινό που ξέσπασε καταιγίδα στην πόλη και το νερό έφερε τον πάγο του βουνού και του ποταμού το χώμα και έπνιξε τα ψεύτικα σπίτια που είχαν στήσει με την προσδοκία του εφήμερου οι παραιτημένοι αυτού του κόσμου. Έμειναν πάλι πεινασμένοι οι άνθρωποι και έμεινε πάλι άστεγος ο λύκος και έμεινε πάλι χωρίς τόπο η μάγισσα και η συμφορά τους έγινε ξανά θεριό ανήμερο έτοιμο να τους κατασπαράξει.

Μα σε αυτόν τον κύκλο της ιστορίας ο λύκος ήταν μαζί με την μάγισσα και σαν ξεκίνησαν να φύγουν πριν τους καταλάβουν, άγγιξαν ο ένας τον ώμο του άλλου. Σαν δύο αστέρια συγκρούστηκαν και σαν δύο βουνά ενώθηκαν και ο θόρυβος έφερε και άλλες αστραπές και μια μάχη ξεκίνησε δίχως τέλος και αρχή.

Σε έναν πρωτόγονο χορό οι δύο τους πάλεψαν μέχρι το ξημέρωμα και πάλι μέχρι την επόμενη αυγή. Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι και βουβοί με αυτή την πείνα που όμοια τους δεν είχαν αντικρίσει ποτέ. Κανείς δεν κουνήθηκε για δύο μερόνυχτα από το κύκλο κι όλοι σκύβανε στο χώμα να γλυτώσουν από τα ουρλιαχτά του λύκου και τους αλαλαγμούς της μάγισσας με την ψυχή τους στον θεό να προσεύχεται για μια ελπίδα που δεν μπορούσαν να ονομάσουν.

Τα δύο θηρία έσκισαν τις σάρκες τους και μάτωσαν τους φόβους τους μέχρι θανάτου. Μα ο θρήνος δεν σταμάταγε και αυτοί δεν χόρταιναν, έψαχναν μόνο ότι είχε απομείνει στον άλλο να το τσακίσουν στο όνομα της αγάπης για την ζωή, που δεν τους χάρισε ποτέ έναν τόπο για την αλήθεια τους. Ο λύκος έμεινε με το δέρμα του στα χέρια σαν υφαντό πλεγμένο από το βάρος των αιώνων, να τον τραβάει στα αίματα και τα σάλια του . Η μάγισσα έμεινε με σκισμένες σάρκες της, να τις δένει με τα μαλλιά της που είχαν σκορπίσει στο χώμα, βουτώντας στις λάσπες σαν λυσσασμένο για θήραμα αγρίμι.

Σαν έφτασε η τρίτη νύχτα τα δάκρυα των ανθρώπων έγιναν νερό παγωμένο που αγκάλιασε σφιχτά τα δύο θηρία και ο πόνος τους έγινε αφόρητος. Ένας πόνος γεμάτος, σαν πνιγμός που σε αναγκάζει να σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό και να ζητήσεις μια συγγνώμη.

Τότε ο λύκος παραδόθηκε στον θάνατο, άφησε το δέρμα του στους ώμους της μάγισσας, τότε η μάγισσα παραδόθηκε στον θάνατο, σκόρπισε τα μαλλιά της στους ώμους του λύκου. Σαν στα θαύματα των παραμυθιών μια φλόγα άνοιξε μπροστά στις καρδιές τους και ο ήλιος σήκωσε τα κεφάλια των ανθρώπων από το χώμα να θυμηθούν ξανά όσα χάσανε και να πετάξουν από πάνω τους την άρνηση της ελπίδας. Σηκώθηκαν τρέχοντας ,μάζεψαν ότι είχε απομείνει από την καταστροφή και με τον ήλιο σφαλισμένο στο βλέμμα τους γύρισαν στο χωριό τους. Ξέχασαν την αγάπη που το ανάστησε, δεν γύρισαν να κοιτάξουν τα δυο ξεσκισμένα θηρία που είχαν ασάλευτα μείνει σε μια αγκαλιά ματωμένη. Δύο τσακισμένα σώματα με δανεικό δέρμα να προσμένουν μια συγχώρεση από το πλήθος που από αιώνες τους είχε καταδικάσει.

Και τα χρόνια περάσανε και το χωριό φωτίστηκε σαν το θαύμα που γεννιέται με την πρώτη κραυγή του ανθρώπου. Με κατοίκους που κάθε καλοκαίρι άναβαν φωτιές μέχρι τον ουρανό να ζεστάνουν τον ήλιο να μην τους λησμονήσει ποτέ ξανά.

Ο λύκος με την μάγισσα του έμειναν για πάντα στο κέντρο της πόλης με το δέρμα και τα μαλλιά τους πλεγμένα σε μια αιώνια προσευχή, να μην σβήσει ποτέ ξανά ο ήλιος, να μην τους λησμονήσουν ποτέ ξανά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αγγελική Κουντουράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η εικόνα είναι του James Jean, “Fables Love”

Προηγούμενο άρθροKill ’em all
Επόμενο άρθροΓεννηθήκα με μια κατάρα
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).