του Δημήτρη Λιμνιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Λήμμα) Κατά συρροήν δολοφόνος: ονομάζεται στην επιστήμη της Εγκληματολογίας, ο εγκληματίας που έχει τελέσει τρεις ή περισσότερες ανθρωποκτονίες με πρόθεση, σε ξεχωριστούς τόπους τέλεσης, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Mashallah: αραβική έκφραση που σημαίνει: Ήταν θέλημα του Θεού.
***
Το πρωινό εκείνο άνοιξε τα μάτια, με τη διάθεσή του να μην έχει αλλάξει απ’ το προηγούμενο βράδυ. Ακόμα ένιωθε ζοχαδιασμένος. Ο καβγάς με τη μάνα του τον είχε φέρει, για μία ακόμη φορά, στα όρια των νευρικών του αντοχών. Παρόλ’ αυτά πάλεψε να βρει το κουράγιο, να σηκωθεί και να τελέσει την καθημερινή του ρουτίνα. Τουαλέτα, ένα σύντομο παγωμένο μπάνιο, πλύσιμο δοντιών. Στην συνέχεια επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και ντύθηκε, μ’ έναν από τους βαμβακερούς χιτώνες, που βρισκόταν άφθονοι στην γκαρνταρόμπα του.
«Μάνα, έτοιμο το πρωινό μου;», φώναξε χωρίς να πάρει απάντηση.
Επανέλαβε την ερώτηση αρκετές φορές με διαφορετικούς τρόπους, κι όταν κατάλαβε πως ήταν άσκοπο, βγήκε απ’ το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Πού να κρύβεται πάλι η παλιόγρια, σκέφτηκε δίχως να την ψάξει. Δεν είχε χρόνο για καθυστερήσεις. Έπρεπε να πιάσει δουλειά το συντομότερο δυνατό. Γι’ αυτό τον λόγο ετοίμασε μόνος του κάτι πρόχειρο, το καταβρόχθισε με βουλιμία κι έφυγε.
Η σχέση του Θεού με τη μητέρα του ήταν εξαιρετικά εκρηκτική. Κι εξαιτίας της σχέσης αυτής, την πλήρωνε για τα καλά ο κόσμος. Ειδικά οι πιο αδύναμοι. Εκεί εξαντλούσε όλη Του την απογοήτευση, καταστρέφοντας ζωές μ’ ευφάνταστους τρόπους. Θα τους ζήλευε και το πιο νοσηρό μυαλό.
Περισσότερο του άρεσε η δολοφονία παιδιών. Εκείνα τα φασαριόζικα νανάκια γεμάτα από την αγάπη των γονιών τους, του σπάγανε τα νεύρα. Ποιος άραγε να τους έδωσε το δικαίωμα, να είναι τόσο ευτυχισμένα στις αγκαλιές και την προστασία των δικών τους, γεμάτα με αηδιαστική αθωότητα;
Για κείνον τα πράγματα δεν ήταν ποτέ έτσι. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, με μία μάνα που τον σκληραγώγησε προκειμένου να γίνει ο Ζωοδότης του σύμπαντος. Δουλειά είναι αυτή; Ήθελε να γίνει ζωγράφος, ποιητής, μουσικός. Να είναι αυτός που θα ξεφύγει επιτέλους από την οικογενειακή επιχείρηση. Όχι όμως. Η επιμονή της μάνας του για σιγουριά και ασφάλεια, τον κατάντησε κυνηγημένο καθημερινά απ’ τις υποχρεώσεις.
Εάν ο Ίδιος είχε μεγαλώσει σ’ ένα τόσο τοξικό περιβάλλον, γεμάτο ίντριγκες και χειραγώγηση, κακοποιημένος απ’ την ίδια την οικογένειά του, έπρεπε να φροντίσει για τους γαμημένους θνητούς, να μη χαρούν τίποτα!
Γι’ αυτό τον λόγο, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχε σχεδιάσει κάτι εξαιρετικό!
***
Ο Ισμαήλ Σερντάν ήταν ένας πενηντάρης που αγαπούσε τη δουλειά του και τα νυχτερινά ριάλιτι. Πάνω απ’ όλα όμως είχε τη σύζυγό του, την Κάρα και τα τρία τους παιδιά, που κοιμόταν απ’ ώρα στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνος με την Κάρα είχαν αράξει κι έβλεπαν μία ψυχαγωγική σειρά στην τηλεόραση. Ταυτόχρονα της περιέγραφε όσα είχαν συμβεί στο πλαίσιο μίας πολύ κοπιαστικής ημέρας.
Τα μπακιρένια σκεύη δεν είχαν πολλά χρήματα στις μέρες μας, ήταν όμως βαριά δουλειά, ειδικά μετά από τριάντα πέντε χρόνια μέσα σε αφόρητη ζέστη, με ζόρικο χτύπημα και τρίψιμο. Χειμώνα, Καλοκαίρι αγωνιζόταν επτά μέρες την εβδομάδα για να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην αγαπημένη του: Θα σε φροντίζω για πάντα. Δεν είχε παράπονο, ακόμα κι αν κατάφερνε με το ζόρι τον επιούσιο, υπέμενε στωικά την ταλαιπώρια και προσέφερε στην οικογένειά του τη σχετική άνεση να βιοπορίζεται με αξιοπρέπεια.
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν, ο Ισμαήλ, ένιωσε την πολυθρόνα να τρέμει ανεπαίσθητα στην αρχή, τόσο που δεν έδωσε καμία σημασία.
Μερικά μόλις δευτερόλεπτα αργότερα επικράτησε πανδαιμόνιο.
Πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έτρεξε στο δωμάτιο των παιδιών, φωνάζοντας τη γυναίκα του να φύγει απ’ το διαμέρισμα. Εκείνη ούρλιαζε και την τσιρίδα της διέκοπταν σύντομες επικλήσεις, masallah, καθ’ όλη τη διάρκεια του τρεχαλητού. Άρχισε να μαζεύει πράγματα παραπατώντας στο σαλόνι.
Οι τοίχοι του μικρού διαμερίσματος συγκλίναν μεταξύ τους κι από την κίνηση αυτή, σοβάδες και γύψινα ξηλωνόταν κι έσκαγαν στο πάτωμα, παρέα με γυαλιά από τη τζαμαρία και τους μπουφέδες. Ο άντρας μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών που ήδη έκλαιγαν και φώναζαν ανήμπορα, κουλουριασμένα πάνω στα κρεβατάκια τους.
«Μπαμπά! Μαμά!»
«Πάμε γρήγορα να φύγουμε! Κουνηθείτε!», τους φώναξε.
Πήρε τον μικρότερο στην αγκαλιά κι έτρεξε προς την έξοδο με τα κορίτσια γραπωμένα πάνω του. Βάδιζε με δυσκολία κι ανέπνεε ακανόνιστα τρομαγμένος. Προσπάθησε να φτάσει το πόμολο, μα οι δόνηση γινόταν όλο κι εντονότερη. Ολόκληρη η πόλη των Αδάνων χοροπηδούσε πάνω-κάτω σα να έπαιζε τραμπολίνο.
Ο Ισμαήλ γράπωσε το πόμολο της εξώπορτας ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος σκίστηκε. Το τσιμέντο θρυμματίστηκε, τα πάντα γέμισαν σκόνη κι επικράτησε πυχτό σκοτάδι.
Θεέ μου βοήθα μας!
Η γη έφυγε κάτω απ’ τα πόδια τους και βούτηξαν στο κενό.
Η δεκατετραόροφη οικοδομή γκρεμίστηκε σαν τραπουλόχαρτο.
***
Ο Θεός στεκόταν στο παραπέτασμα στοχεύοντας τον μικρό γαλαζοπράσινο κόσμο. Είχε τοποθετημένο το δάχτυλο σε κάποια περιοχή της Τουρκίας και κουνούσε το άλλο χέρι στο ρυθμό τον σεισμικών δονήσεων. Που και που έκανε μία απότομη κίνηση και τότε κάποιο κτήριο κατέρρεε. Ήταν τέτοιος ο ζήλος του, που είχε ιδρώσει ολόκληρος και ο χιτώνας είχε κολλήσει πάνω του.
«Θέλετε ζωή; Να η ζωή!»
«Θέλετε αγάπη και φροντίδα; Πάρτε τα!»
«Θέλετε χαρά κι ευτυχία και γαμημένα παιδάκια; Ορίστε η χαρά, να η ευτυχία και…όσο για τα παιδάκια…ορίστε κι αυτά!»
Η μανία του όλο και μεγάλωνε. Βρισκόταν πλέον σε παράκρουση και η καταστροφή του σεισμού γινόταν όλο και πιο τραγική.
«Παιδί μου;»
Γύρισε απότομα το κεφάλι για ν’ αντικρίσει την μητέρα του.
«Τι κάνεις εκεί παιδί μου;»
«Δίνω σ’ όλους τους ένα καλό μάθημα!»
«Σε παρακαλώ να σταματήσεις αμέσως.»
«Άσε με!»
«Αμέσως είπα!»
«Γιατί δεν μ’ αγαπάς ρε μάνα;», την ρώτησε με παράπονο και ο ιδρώτας του μπλέχτηκε με δάκρυα.
«Δεν είναι που δεν σ’ αγαπώ παιδί μου. Εσύ θέλεις να σ’ αγαπούν όλο και περισσότερο κι αυτό δε γίνεται. Όχι στην αιωνιότητα, δε μπορεί να συμβεί.»
«Ούτε κι αυτοί μ’ αγαπούν!», είπε στραβώνοντας το στόμα του με αηδία.
«Κοίτα τι κάνεις; Πώς περιμένεις να σ’ αγαπήσουν;»
«Τι εννοείς;», την ρώτησε υποτιμητικά.
«Εννοώ, δεν βλέπεις που τους βασανίζεις; Πώς περιμένεις να σ’ αγαπήσουν με τόσα μαρτύρια;»
Ο Θεός ξέσπασε σε λυγμούς. Γονάτισε και κουλουριάστηκε απελπισμένος.
***
Είχαν ήδη περάσει δύο ημέρες από τότε που η πολυκατοικία γκρεμίστηκε κι ο Ισμαήλ, από θαύμα, είχε ανασυρθεί ζωντανός. Βρισκόταν τώρα στο δρόμο για το ασθενοφόρο, εν μέσω χειροκροτημάτων. Τον είχαν τυλίξει με μία κουβέρτα, του είχαν τοποθετήσει μάσκα οξυγόνου και ορό.
Όσο βρισκόταν στο σκοτάδι των ερειπίων, πλακωμένος από τις τσιμεντόπλακες των πάνω ορόφων, φώναζε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Εγκλωβισμένος ασφυκτικά σε μία τρύπα, ανάσαινε με το ζόρι. Όση δύναμη όμως του έμενε, την σπαταλούσε να μιλάει με τους δικούς του, που ευτυχώς ήταν ακόμα ζωντανοί. Τον υπόλοιπο χρόνο παρακαλούσε τον Θεό να τους βοηθήσει και τον ευχαριστούσε για την καλή τους τύχη να μην διαλυθούν κάτω απ’ τα συντρίμμια. Φοβόταν. Με κάθε τρίξιμο κινδύνευαν να συνθλιβούν. Μόνη του παρηγοριά, οι φωνές της οικογένειάς του, μέσα απ’ τα θραύσματα, τις σιδεριές και το χώμα.
«Μην ανησυχείτε. Όλα θα πάνε καλά. Σωθήκαμε. Όπου να ‘ναι έρχονται να μας σώσουν», έλεγε και ξανάλεγε για να δώσει κουράγιο στον ίδιο και τους υπόλοιπους.
Πριν όμως καταφτάσουν οι διασώστες, και η τελευταία απόκριση από την οικογένειά του είχε σταματήσει. Δε γνώριζε αν ήταν απ’ την κούραση ή…
Mashallah, σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt