του Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Νικόδημος Ζαχαριάδης ήταν το αγαπητό και μόνο τέκνο δύο χίπηδων και άθεων επιστημόνων, που τον είχαν αναθρέψει με τις αρχές της επιστήμης και του ορθολογισμού. Η έκπληξή του λοιπόν ήταν μεγάλη όταν ο εδώ και λίγο καιρό εραστής του που τον έφερε στην Ξάνθη για ένα παρατεταμένο σαββατοκύριακο στην γενέτειρά του, τού μίλησε για το φάντασμα της Νούλας.
«Εδώ, να…» έδειξε ο Αλέξανδρος, «φαίνονται ακόμη τα στηρίγματα της παλιάς γέφυρας. Από δω πήδηξε».
Ο Νικόδημος κοίταξε τα νερά του χειμάρρου που κυλούσαν αργά και βαρετά σε μια σχεδόν κατάξερη κοίτη. Όντως, η λιθοδομή από κάποια παλιά κατασκευή φαινότανε στον πυθμένα μέσα από τα καθάρια νερά.
«Η Νούλα, που λες, δεν ήθελε με τίποτα να την πάρει ο γιος του πασά για νύφη. Ένα βράδυ πού ’βρεχε πολύ, ανέβηκε στο γιοφύρι, έδωσε μια και έπεσε στα νερά και πνίγηκε. Το πτώμα της λέγεται πως δε βρέθηκε ποτές», σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του.
Ο Νικόδημος έξυσε το αξύριστο γένι του που είχε αρχίσει να γκριζάρει λίγο στα πλάγια. «Κλασικός μύθος δηλαδή. Ολόκληρη η Ελλάδα είναι γεμάτη από παρόμοιες ιστορίες με κοπέλες —και σπανιότερα αγόρια, αν κι αυτά συνήθως πιλαλούσαν τα βουνά να γίνουν κλεφτόπουλα— να αυτοκτονούνε για να μην πέσουν στα χέρια κάποιου Τούρκου. Πρόσθεσε και μια πρέζα εθνικής υπερηφάνειας όπου το κοράσι αρνείται να λερώσει το αγνό, ελληνικό της αίμα με ξένο και προτιμάει τον θάνατο».
«Αμάν ρε Δήμο. Έχεις μια τάση να τα γαμάς όλα ρε ’σύ».
«Μέχρι τώρα δεν είχα κάποιο παράπονο γι’ αυτό μου το χούι», του ‘κλεισε το μάτι.
«Δε χρειάζεται να τα αναλύεις όλα και να τα υποβιβάζεις με τις υπεραναλύσεις σου», τον αγνόησε ο Αλέξανδρος. «Οι ιστορίες βγαίνουν από κάπου, εκφράζουν την βούληση, την επιθυμία, τα όνειρα των ανθρώπων· τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά».
«Στο εκάστοτε ιστορικοκοινωνικοπολιτικό περιβάλλον των, κι ανάλογα με τις ανάγκες των. Τα λέω σωστά;»
«Τα είπατε υπέροχα, κύριε καθηγητά. Όμως, πώς εξηγείς ότι τόσοι και τόσοι άνθρωποι έχουν αναφέρει εμφανίσεις της Νούλας τα βράδια που είναι πλημμυρισμένος ο Κόσυνθος και κατεβάζει τόνους νερό;»
«Απλά ψέματα προς χάριν αποκόμισης προσωρινού ενδιαφέροντος από τον περίγυρο, μέχρι και απλές —κλασικότατες— περιπτώσεις αυθυποβολών. Στοιχειώδες, αγαπητέ Γουότσον».
Ο Αλέξανδρος κοίταξε τον καθηγητή του κατάματα, μένοντας για λίγο σιωπηλός. Ο Νικόδημος κατάλαβε. Το βλέμμα του χαμήλωσε. Έκανε ένα βήμα μπροστά κι έκανε να πιάσει το χέρι του Αλέξανδρου.
Αυτός το τράβηξε απότομα συρίζοντας μέσα από σφιγμένα δόντια. Αλαφιασμένος κοίταξε τριγύρω να δει αν είχε κόσμο. «Όχι εδώ!» γρύλισε. «Σου είπα: εδώ δεν είναι Αθήνα. Μιλάει ο κόσμος. Κράτα τα προσχήματα!»
«Συγγνώμη», ψέλλισε ο Νικόδημος.
«Απλά όλο με κοροϊδεύεις. Δε ξέρω γιατί. Ξέρω πως δε με σέβεσαι. Πως για σένα είμαι απλά ένα χαζό φοιτητόπουλο που γουστάρει Λόβκραφτ, φαντασία και να σκαρφίζεται χαζές ιστοριούλες. Όμως αυτό είναι τ’ όνειρό μου, κύριε καθηγητά! Θέλω να γίνω συγγραφέας, να λέω ιστορίες. Να πλάθω κόσμους στους οποίους να χάνονται οι άνθρωποι. Να βρίσκουν παρηγοριά, —έστω για λίγο!— μέσα στον μύθο για να πάρουν μια ανάπαυλα από την πραγματικότητα». Έκανε μια παύση κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του κοντού παντελονιού του. «Ξέρω, εσύ σνομπάρεις την λογοτεχνία. Επιστημονικά, ιστορικά και βιογραφίες. Πραγματικά, δεν ξέρω πως μπορείς και ζεις χωρίς παραμυθία».
«Για μένα η πραγματικότητα είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική από τον μύθο», πέρασε στην αντεπίθεση ο Νικόδημος. «Δεν είναι ότι… σνομπάρω. Απλά, ξέρω, διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα, πως ό,τι διαβάζω είναι ένα ψέμα, μια φαντασίωση κάποιου ανθρώπου. Δεν υπάρχει κάτι χρήσιμο εκεί μέσα για να με βοηθήσει στον πραγματικό κόσμο. Ακόμη και τα… “διδάγματα” που λένε πως περιέχουν, όλ’ αυτά μπορούν να ειπωθούν χωρίς τη επιχρωμάτωση του ψεύδους».
«Ώχου, με κούρασες!» φώναξε ο Αλέξανδρος. «Όταν σε πιάνουν αυτά σου τα κολλήματα γίνεσαι πολύ ντεκαβλέ».
«Ντεκαβλέ;»
«Ναι, ρε φίλε. Μου πέφτει όταν μιλάς έτσι».
«Και τι θα μπορούσα να κάνω για να στην ξανανεβάσω;» χαμογέλασε ο καθηγητής.
«Για αρχή να με ταΐσεις. Έχω λυσσάξει. Πάμε στα ταβερνάκια και μετά θα σου δείξω την παλιά πόλη by night. Είναι πολύ ωραία. Εκτός κι αν αρχίσεις τις παρλαπίπες για λαγνεία προς το παρελθόν και τα διάφορα για την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας».
Ο Νικόδημος χαμογέλασε. Έβαλε κι αυτός τα χέρια πίσω από την πλάτη για να κρατήσει τα προσχήματα και σιγά-σιγά περπάτησαν προς τα καλντερίμια της παλιάς πόλης. Ο καλοκαιρινός αέρας δρόσιζε ευχάριστα το κορμί του κάτω από το λινό πουκάμισο κι ανακάτευε τα πυκνά του μαλλιά.
~{ο}~
Το ξενοδοχείο βρισκόταν σχεδόν δίπλα στον χείμαρρο. Το δωμάτιό τους στον πρώτο όροφο βυθισμένο στο σκοτάδι. Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έμπαινε το απαλό αεράκι που λίκνιζε τις κουρτίνες. Το μπουρίνι είχε προχωρήσει προς Βιστωνίδα μεριά και ακουγόντουσαν οι τελευταίες στάλες να στάζουν στο μικρό μπαλκόνι.
Ο Νικόδημος δεν είχε ύπνο. Γύρισε και κοίταξε το σώμα του Αλέξανδρου που κείτονταν δίπλα του γυμνό και βυθισμένο σε βαθύ ύπνο. Ήθελε να το αγκαλιάσει, να το χαϊδέψει τρυφερά· από το κεφάλι μέχρι τις πατούσες. Θαύμαζε την ομορφιά της αρρενωπής φόρμας, των νιάτων που έκαιγαν μέσα στο κορμί και την ψυχή του.
Είχαν γυρίσει νωρίς-νωρίς όταν ξεκινούσαν οι πρώτες στάλες. Είχαν κάνει έρωτα κι είχαν συμφιλιωθεί.
Ο Νικόδημος σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε το εσώρουχό του. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε τριγύρω. Απέναντι ακριβώς ήταν το πανεπιστήμιο της πόλης· με τα γκράφιτι και τα πανό του. Από κάπου στο βάθος ακούγονταν μουσική· που και που γέλια από κάποια παρέα ξενύχτηδων.
Γύρισε και κοίταξε ξανά την φιγούρα το Αλέξανδρου. Ήταν τόσο αντίθετοι. Θα μπορούσε -κυριολεκτικά- να ήταν γιος του. Και θα ήταν ψεύτης αν δεν παραδεχότανε πως ένα μέρους του αγαπούσε τον νεαρό με αισθήματα πατρικά. Ο μικρός -κλασικά- απλά είχε δώσει-και-περάσει Πληροφορική. Το πάθος του όμως ήταν οι λέξεις, τα γράμματα, οι ιστορίες. Ιδανικά θα είχε περάσει Φιλολογία. Αν και πίστευε πως ούτε κι εκεί θα ήταν ευτυχισμένος. Το πνεύμα του παραήταν νεραϊδοπαρμένο.
Κοιτούσε το στήθος του νεαρού να ανεβοκατεβαίνει αργά, ήρεμα· παραδομένο στο έλεος της νύχτας. Για λίγο ένιωσε να ξαναφουντώνει μέσα του το πάθος. Το κατέπνιξε. Κάτι τον ενοχλούσε. Δεν ήξερε τι. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει στο κρεβάτι. Όχι ακόμα. Όχι έτσι.
Φόρεσε τα ρούχα του, πήρε πορτοφόλι, κινητό και την κάρτα του δωματίου και κατέβηκε κάτω. Ο ρεσεψιονίστ που λαγοκοιμόταν στην καρέκλα του πετάχτηκε τρομαγμένος όταν άκουσε τα βήματα στη σκάλα.
«Θα βγείτε έξω, τέτοια ώρα;» ρώτησε.
«Μια βόλτα. Να δω το ποτάμι τώρα που φούσκωσε», είπε ο Αλέξανδρος.
Ο άνδρας πίσω από το γκισέ, γύρω στα σαράντα και με κοιλίτσα, κοίταξε το ρολόι στον τοίχο απέναντι. Το κοίταξε κι ο Νικόδημος. Τρεις και δέκα. «Όπως επιθυμείτε», είπε τελικά και πάτησε το κουμπί που ξεκλείδωνε την πόρτα. «Ευτυχώς η βροχή σταμάτησε».
«Έριξε πολύ νερό, ε;»
«Ναι, όντως. Πάρα πολύ. Συμβαίνει όλο και πιο συχνά να βρέχει απότομα τα καλοκαίρια. Η κλιματική αλλαγή, βλέπετε…»
Ο Νικόδημος συμφώνησε με ένα νεύμα και βγήκε έξω. Τότε συνειδητοποίησε πως παντού είχε απλωθεί μια βοή. Ερχότανε από τον χείμαρρο. Ξεκίνησε να περπατάει κατά εκεί.
~{ο}~
Στάθηκε στη γέφυρα που ένωνε την πόλη με τον μαχαλά του Σαμακώβ. Κοιτούσε εντυπωσιασμένος τον φουσκωμένο χείμαρρο που κατέβαζε με ορμή τεράστιες ποσότητες νερού. Τον εντυπωσίαζε πως μέσα σε λίγες ώρες, από ένα βαρετό, αδιάφορο ρυάκι είχε μετατραπεί σε αυτή την αδάμαστη ορμή της φύσης.
Η σκέψη του πήγε στην Νούλα, που λέγεται πως βούτηξε μέσα σε αυτά τα νερά. Αναρωτήθηκε πώς θα ένοιωθε κάποιος που θα είχε την ατυχία να πέσει μέσα στα λασπωμένα νερά· γεμάτα κροκάλες που κονιορτοποιούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ρίγησε και έκανε ένα βήμα πίσω. Ένα μηχανάκι που περνούσε εκείνη την ώρα έκανε ελιγμό για να τον αποφύγει και πάτησε την κόρνα. Γύρισε να το κοιτάξει και πρόλαβε να δει την κοπέλα που καθότανε πίσω από τον οδηγό να του κάνει κωλοδάχτυλο. Μετά, γέλια που σύντομα χάθηκαν στην βοή.
Παράλληλα της κοίτης του χειμάρρου υπήρχε ένα παραμελημένο πάρκο όπου ένα μονοπάτι του ακολουθούσε σύριζα την πορεία του νερού. Ο Νικόδημος σουλατσάρισε προς τα εκεί απολαμβάνοντας την νοτισμένη ατμόσφαιρα. Στα φώτα του πάρκου η υγρασία σχημάτιζε εντυπωσιακά φωτοστέφανα. Η μυρουδιά της βρεγμένης γης και του πράσινου του μπούκωνε τη μύτη.
Σταμάτησε σε ένα σημείο όπου τσιμεντένια σκαλάκια κατηφόριζαν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου· το νερό ένα μέτρο πιο χαμηλά από εκεί όπου στεκόταν.
Γύρισε απότομα το κεφάλι του. Σαν κάτι να άκουσε από το νερό. Προβολείς από τις δυο μεριές της κοίτης φώτιζαν το αφηνιασμένο νερό. Κάτι είδε να κουνιέται, κάτι μέσα στο νερό, κάτι τρομαχτικά ανθρώπινο. Κατέβηκε δυο σκαλάκια και κοίταξε καλύτερα. Ξεκάθαρα άκουσε μια φωνή, γυναικεία, νεαρή, να καλεί σε βοήθεια. Τότε την είδε. Το κεφάλι της κοπέλας τυλιγμένο με μια μαντίλα. Κρατιότανε από έναν βράχο και του κουνούσε το χέρι. Έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Δεν την είδε στον βράχο. Την άκουσε αμέσως μετά όμως. Την είδε να την παρασέρνει το ρεύμα με απίστευτη ταχύτητα προς την γέφυρα του τρένου, μισό χιλιόμετρο παρακάτω. Της ούρλιαξε. Έκανε ακόμη ένα βήμα και το πόδι του βρέθηκε μέσα στο νερό. Προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία του όμως δεν τα κατάφερε. Βρέθηκε ολόκληρος μέσα στο νερό να παλεύει να κρατηθεί από κάποιο σκαλοπατάκι. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά, ο νους του στροφάριζε στο μέγιστο· όλη του η συνειδητότητα παρούσα στον απόλυτο αγώνα. Ήξερε πως αυτό ήταν το ένα και πιο σημαντικό δευτερόλεπτο της ζωής του. Αν δεν τα κατάφερνε, αν το χέρι του λυγούσε, θα ήταν το τέλος.
Κάπως κατάφερε να βρεθεί ξαπλωμένος στο χώμα, δίπλα στον χείμαρρο, με την ανάσα του να βγαίνει με ρυθμό δρομέα ταχύτητας. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Έτρεμε ολόκληρος, τα μέλη του έκαναν απότομους σπασμούς. Έκλαψε.
~{ο}~
«Μα τι πάθατε!» η φωνή του ρεσεψιονίστ γεμάτη φόβο κι ανησυχία.
Του άνοιξε την πόρτα να μπει μέσα. Τον είδε να τρέμει, να σπαρταράει, να μη μπορεί να βγάλει λέξη. Ο άνδρας του έφερε τρέχοντας πετσέτες και τον βοήθησε να σκουπιστεί. Τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και του έδωσε νερό.
Μετά από κάνα δεκάλεπτο, κι αφού δεν κατάφερε να βγάλει άλλη λέξη πέραν του «καλά είμαι», Ο Νικόδημος ανέβηκε στον πρώτο όροφο με τον ρεσεψιονίστ να τον κρατάει από το μπράτσο. Έφτασαν έξω από την πόρτα του δωματίου και αφού την άνοιξαν, ο υπάλληλος τον ρώτησε μια τελευταία φορά αν χρειαζότανε κάτι.
«Μήπως», ο Νικόδημος έγλειψε τα χείλη του. «Μήπως πήρε το αυτί σου για κανέναν που να έπεσε στο νερό; Στο ποτάμι;»
Ο άνδρας τον άφησε κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Στο ποτάμι;»
«Τον χείμαρρο, τον Κότσιθω-πως-το-λέτε!»
«Τον Κόσυνθο;» έκανε μια παύση. Ξαφνικά το μάτι του γούρλωσε και πήρε μια κοφτή ανάσα. Κοίταξε τον ξένο στα μάτια και αμέσως μετά τα απέστρεψε το βλέμμα του. «Όχι. Θα το γνώριζα γιατί παρακολουθώ τα νέα. Κι ο ξάδερφός μου είναι στο σώμα. Θα μου το ’χε πει». Άλλη μια μεγάλη παύση. «Μάλλον θα παρακούσατε. Ή θα σας μπέρδεψαν τα φώτα έτσι όπως χτυπάνε στο νερό…»
Ο Νικόδημος σήκωσε το χέρι του και το έβαλε πάνω στον ώμο του άνδρα. «Ας το ξεχάσουμε. Ήμουν απρόσεχτος και… γλίστρησα σε κάτι λάσπες. Συγνώμη που σας λέρωσα την είσοδο».
«Μα τι λέτε; Μη σας ανησυχούν τέτοια πράγματα. Ένα ζεστό μπανάκι θα σας συνεφέρει. Ξεκουραστείτε. Κι ό,τι χρειαστείτε καλέστε με», του χαμογέλασε τώρα ο άνδρας.
Ο Νικόδημος ένευσε και μπήκε στο δωμάτιο. Έριξε ένα τελευταίο βλέφαρο στον άνδρα που κοιτούσε με προσποιητό εφησυχασμό και του έκλεισε απαλά την πόρτα.
Τα πάντα στο δωμάτιο ήταν όπως τα είχε αφήσει. Το μόνο διαφορετικό ήταν ο Αλέξανδρος που είχε γυρίσει στο πλάι· μακάριος στην αγκάλη του Μορφέα.
Ο Νικόδημος έβγαλε τα βρεγμένα του ρούχα και τα άφησε να γλιστρήσουν όπως ήταν στο πάτωμα. Σκουπίστηκε με μια πετσέτα όπως-όπως και κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα τον ουρανό. Αστέρια σιγά-σιγά γέμιζαν ξανά το στερέωμα. Τα πάντα έδειχναν αηδιαστικά κοινότυπα. Ο κόσμος όλος μια απόλυτη σταθερά.
Ένας στεναγμός τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Γύρισε κι είδε το χέρι του Αλέξανδρου να τον ψάχνει μέσα στον ύπνο του. Πλησίασε το κρεβάτι κι ανακάθισε στην άκρη του. Έπιασε το χέρι του αγοριού και το ένιωσε καυτό μέσα στην παγωμένη του παλάμη. Αυτό ξύπνησε τον νεαρό που πετάρισε τα μάτια του· τα ματοτσίνορα πασπαλισμένα ακόμη με την άχνη σκόνη του Μορφέα.
«Δήμο;»
«Σους. Όλα καλά».
«Τι έγινε; Γιατί είσαι κρύος;»
Ο Νικόδημος ξάπλωσε δίπλα στον Αλέξανδρο, του γύρισε πλάτη και την κόλλησε πάνω του.
«Τι έχεις;» η φωνή του νέου ανήσυχη.
Ο Νικόδημος του έπιασε το χέρι και το πέρασε από πάνω του σαν σεντόνι, κρατώντας το από τον καρπό. «Σε παρακαλώ, αγκάλιασέ με», είπε. «Απλά κράτα με».
«Νικόδημε, τι—»
«Μη ρωτάς. Απλά κράτα με. Σε παρακαλώ. Απλά… κράτα με».
Η αδράνεια του Αλέξανδρου κράτησε απειροελάχιστα. Γράπωσε τον Νικόδημο με την υπόσχεση να μην τον αφήσει ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του John Everett Millais, “Οφηλία”.