Παράλληλοι κόσμοι

0
304

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι para-819x1024.jpgαπό την Κάππα Τζέι

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι του συνεργού Γιάννη Βατόπουλου, μια αντανάκλαση του Άμστερνταμ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ευχή και κατάρα

Η γιαγιά Στιρίκα, σκληρή γυναίκα. Όσο μπόι της έλειπε, τόση δύναμη είχε. Κι όση ατυχία της χρεώθηκε, άλλα τόσα νεύρα έβγαζε. Καλή κουβέντα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν και για κανέναν εκτός οικογενείας. Σπάνια της ξέφευγε καμιά ευχή κι αυτή με ξινισμένο ύφος και μέσ’ απ’ δόντια. Με μια περίεργη λάμψη στα μάτια εκσφενδόνιζε κατάρες και με μια κρυφή χαρά λαχταρούσε να ξεκάνει όσους ένιωθε ότι την αδικούν. Δεν ξέρω κιόλας, έτσι μού ‘λεγαν.

Πέθανε τρεις βδομάδες πριν τα εκατοστά της γενέθλια. Είχα ξεχάσει ότι την είχαν βαφτίσει Στυλιανή και για πολλοστή φορά σοκαρίστηκα που ποτέ δεν της είχαμε ευχηθεί για τη γιορτή της. «Δεν τα πήγαινε καλά η γιαγιά με τις ευχές», ανέφερε η μάνα μου. «Ούτε και με τις κατάρες, εδώ που τα λέμε!» συμπλήρωσε η θεία μου και χαμογέλασαν συνωμοτικά.

Το βράδυ πριν την κηδεία μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο σπίτι και μου ‘κανε εντύπωση. Μετά σκέφτηκα ότι στον θάνατο παρηγορείς τους συγγενείς, δε δείχνεις αναγκαστικά τη συμπάθειά σου για όποιον έφυγε. Όσο βοηθούσα να φτιάξουμε καφέδες, υπήρχε μια ιδιόρρυθμη επισημότητα και μια αμήχανη ησυχία. Μετέφερα τα τελευταία νεράκια στο δίσκο, όταν άκουσα έντονα γέλια απ’ το σαλόνι και κάθισα να παρακολουθήσω τη συζήτηση.

«Καλέ, δε θυμάσαι; Όταν μου δάνεισε εμένα την καλή της πιατέλα για το τραπέζι που έκανα στα πρώτα γενέθλια του Τάσου; Την έσπασα, δεν το ‘καμα κι επίτηδες! Κι αυτή τσαντίστηκε και μου φώναξε να μη δω το παιδί να μεγαλώνει!» είπε μια γειτόνισσα κι όλοι άρχισαν να χαχανίζουν. «Γιατί, εμένα;» πήρε σειρά μια μακρινή ξαδέρφη. «Που μούγκρισε “Βίον ανθόσπαρτον” στο γάμο μου, γιατί είχε νεύρα που την φέραν τα παιδιά με το ζόρι;» και κόντεψε να πνιγεί απ’ τα γέλια. Της έδωσα ένα ποτήρι νερό κι έκανα νόημα στη μάνα μου να ‘ρθει στο κουζινάκι για εξηγήσεις.

Η γειτόνισσα είχε διαγνωστεί με καταρράκτη λίγο μετά την κατάρα της Στιρίκας. Η ξαδέρφη δεν έκανε ποτέ παιδιά, αλλά είχε κάνει περιουσία από αλυσίδα ανθοπωλείων. «Φήμες στο χωριό λένε ότι η προγιαγιά σου της είχε δώσει ευχή και κατάρα να πιάνουν ακριβώς όσα εύχεται μόνο μετά τα εκατό», μου ‘πε γελώντας και βιάστηκε να γυρίσει στο σαλόνι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Παράλληλες διαδρομές

Από τα τέσσερά της έχει μνήμες η κυρία Σαπφώ. Μια ζωή συνομιλεί με τις ψυχές που της χαρίζουν τις ιστορίες τους.  Ήταν τόσο φυσικό γι’ αυτήν, που σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία συνειδητοποίησε ότι δε συνυπάρχουμε με τους νεκρούς. Με τον καιρό, έμαθε να διαχειρίζεται την πραγματικότητά της. Αποκάλυπτε τις ικανότητές της μόνο σ’ όσους λαχταρούσαν την αλήθεια της. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, της ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Το σώμα της πια δεν άντεχε να μεταβολίζει την επικοινωνία με την άλλη πλευρά. Υπήρχαν μέρες που ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε κι αναγκαζόταν να πάρει λεωφορείο, όπως και κείνη τη μέρα. Ευτυχώς είχε ελάχιστο κόσμο και θα ‘ταν ήσυχη η διαδρομή. Η φασαρία πάντα τής έκανε ζημιά. Δυσκολευόταν να διακρίνει και ν’ ακούσει τις ψυχές.

Η Ελισάβετ μπήκε στο λεωφορείο με κινήσεις υπερήλικης. Για κάθε σκαλί έπρεπε να ανακαλύψει δυνάμεις, δεν της είχε απομείνει σταγόνα ενέργειας για να μαζέψει. Κρατούσε τις λαβές με το ίδιο πείσμα που κρατάει ένα παιδί το αγαπημένο του παιχνίδι. Δυστυχώς είχε ελάχιστο κόσμο και θα ‘ταν ήσυχη η διαδρομή. Η φασαρία πάντα τής έκανε καλό. Την ισορροπούσε μετά τη γαλήνη του νεκροτομείου. Χύθηκε στην πρώτη θέση που βρήκε κι έκλεισε τα μάτια της. Τα βλέφαρά της αρνήθηκαν να ξεκουραστούν, γιατί ήρθε στο μυαλό της η τελευταία περίπτωση στη δουλειά. Πάει καιρός που δεν την τρομάζει η όψη των νεκρών. Η ηρεμία στα πρόσωπα ορισμένων είναι αυτή που της δημιουργεί ταραχή πια.

Η μορφή του νεαρού άντρα δεν πρόλαβε να ξεθωριάσει απ’ τη σκέψη της, όταν ακούστηκε η κραυγή της γυναίκας που καθόταν δίπλα της. Η ανάσα της Ελισάβετ κόπηκε στιγμιαία και γύρισε προς το μέρος της. Η γυναίκα είχε σφραγίσει το στόμα της με χέρια που έτρεμαν. Τα δάκρυα που πλημμύριζαν το πρόσωπό της ακολουθούσαν τις γραμμές των ρυτίδων της, σα να αψηφούσαν τη βαρύτητα. Ανάμεσα σ’ αναφιλητά η γυναίκα μουρμούριζε. «Άκη μου, ψυχή μου, τώρα σε είδα, φως μου». Κανείς από τους άλλους επιβάτες δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Κανείς δεν πρόσεξε ότι τα δάκρυα της Ελισάβετ κυλούσαν μέχρι το λαιμό της. Ούτε κι η ίδια κατάλαβε γιατί παρηγορούσε βουβά για άγνωστη.

Η Σαπφώ κι η Ελισάβετ έμειναν αγκαλιασμένες, ενώ το λεωφορείο συνέχιζε τη διαδρομή του κι όλοι οι επιβάτες του διάλεγαν τον προορισμό τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Ξύπνα, σε παρακαλώ!»

Στην αρχή ακούστηκε γλυκά κι αδύναμα, σα δειλή μελωδία πνιγμένη στα βάθη του ύπνου. Δεν έδωσα πολύ σημασία, δεν έκανα καν τον κόπο να σκεφτώ αν η φωνή της μού ήταν γνώριμη. «Έλα, ξύπνα! Σε παρακαλώ, ξύπνα!» κι αυτή η παρακλητική αγωνία μού θύμισε τη μάνα μου, όταν πάλευε να σηκωθώ στην ώρα μου για το σχολείο. Και τώρα έκανα πως δεν άκουσα.

Ένιωθα βαρύ το κεφάλι μου, ενώ ταυτόχρονα δεν το ‘νιωθα καθόλου. Κι όσο ανεξήγητο μου φαινόταν, άλλο τόσο αδιάφορο μου ήταν. Πάνω που πήγαινα πάλι να βυθιστώ, δυο κρύα χέρια στα μάγουλά μου. Τότε ομολογώ πως ενοχλήθηκα. Ελαφρώς, αλλά ενοχλήθηκα. Δεν την καταλάβαινα τέτοια επιμονή, αλλά δεν αντέδρασα. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ξύπνα! Ξύπνα!» υψώθηκε η φωνή, όχι όμως κι η ταραχή μου.

Τότε ήταν που άρχισε να με σκουντάει. Μπορεί με το ένα χέρι, μπορεί και με τα δυο, αλλά έμοιαζε σα να ήταν πολλά και κανένα μαζί. Με ταρακουνούσε, αλλά ένιωθα ακίνητη κι αυτό μου φάνηκε σχεδόν αστείο. «Ξύπνα, γαμώτο! Μη μου το κάνεις αυτό! Ξύπνα!» επανέλαβε πολλές φορές, πριν αρχίσει να με χαστουκίζει. Αυτό με πείραξε πολύ. Ήθελα να σταματήσει. Εκνευρίστηκα απότομα, όταν συνειδητοποίησα ότι συνέχισε να με χτυπάει τόσο δυνατά που το κεφάλι μου πήγαινε από αριστερά στα δεξιά για κάποια δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν ατελείωτα.

«Συνήλθε ή ακόμα;» ακούστηκε μια δεύτερη γυναικεία φωνή. Δε θα με άφηναν ήσυχη, αν δεν έκανα κάτι. Αναγκάστηκα να μαζέψω όση δύναμη μπορούσα και πολύ αργά σήκωσα το δεξί μου χέρι και αυτοσυγκεντρώθηκα στο μεσαίο δάχτυλο. «Μια χαρά θα ‘ναι!» απάντησε η αναισθησιολόγος και άρχισε να γελάει δυνατά και μ’ ανακούφιση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα μικροδιηγήματα έγραψε η Κάππα Τζέι, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής