από την Ελευθερία Παπασημάκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο κ. Αντρέας Πουλημένος έμοιαζε αφόρητα με ποντίκι. Και η μούρη του, αλλά και το κορμί του, ήταν λες και η μητέρα του, η κ. Ευτέρπη, είχε συνευρεθεί μ’ έναν ποντικό. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό ποντικιού που είχε πάνω του ήταν τα μάτια του. Μικρά, μαύρα και με έντονο βλέμμα, όταν τα έστρεφε πάνω σου ένιωθες ανατριχίλα, λες και σε κοίταζε ένας αρουραίος έτοιμος να σου ορμήσει από την γωνία του δρόμου.
Η γυναίκα του, η κ. Μαρία, ήταν μια παχουλή γυναίκα, η οποία όλη την μέρα έκανε δουλειές στο σπίτι και παράλληλα μασούλαγε ότι έβρισκε μπροστά της.
Έπλενε πιάτα; Έτρωγε παράλληλα και ένα μήλο.
Έβαζε να σκουπίσει; Είχε στην τσέπη της μικρές καραμέλες και κάθε τόσο έβγαζε και από μία και την μασουλούσε.
Μαγείρευε; Τσιμπολογούσε διαρκώς από την κατσαρόλα, πολλές φορές χωρίς ακόμα να έχει γίνει το φαγητό.
Είχε μανία με την καθαριότητα και κάθε μέρα έκανε οπωσδήποτε όλες τις δουλειές που συνήθως κάνουν οι γυναίκες μια φορά την εβδομάδα. Γενική; οπωσδήποτε κάθε μήνα. Και στο τέλος της μέρας καθόταν στην τηλεόραση, έχοντας μπροστά της μια γαβάθα από ποπ κορν κι ένα μεγάλο μπουκάλι κοκακόλα… και παρακολουθούσε με απόλυτη προσήλωση το πρόγραμμα μέχρι τα μεσάνυχτα.
Ο κ. Αντρέας, ο οποίος δούλευε σε ένα μεσιτικό γραφείο, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, έτρωγε το γεύμα του στις 6 και 45 το απόγευμα, μετά διάβαζε την εφημερίδα του, πήγαινε στο καφενείο για καμιά ώρα να παίξει τάβλι με τους καφενόβιους και μόνο φίλους του, γυρνούσε σπίτι κατά τις 9 το βράδυ, καθόταν και εκείνος δίπλα στη γυναίκα του και έβλεπε τηλεόραση μέχρι τα μεσάνυχτα, μαζί της.
Ήταν παντρεμένοι περίπου 20 χρόνια και στην αρχή της συζυγικής τους ζωής, μένανε μαζί με την μητέρα του κ. Αντρέα, η οποία πέθανε από βαθιά γεράματα ένα κρύο βράδυ του Ιανουαρίου.
Εκείνη την ημέρα είχαν την επέτειο των 5 χρόνων συζυγικής ζωής τους και αν και το ζευγάρι δεν είχε φίλους και άλλους συγγενείς να μοιραστεί τέτοιες και άλλες γιορτινές μέρες, εν τούτοις η κ. Μαρία είχε ετοιμάσει ένα λουκούλλειο δείπνο, ο κ. Αντρέας έφυγε νωρίς από την δουλειά του, δεν πήγε στο καφενείο όπως συνήθιζε και μετά το μπάνιο που πήρε στις 6 το απόγευμα, φόρεσε τα γιορτινά του ρούχα και μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας του για να την βοηθήσει να πάνε στην τραπεζαρία, όπου και την βρήκε πεθαμένη.
Η κηδεία της μητέρας του κ. Αντρέα, έγινε μετά από 2 ημέρες στο νεκροταφείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους, και παρευρισκόντουσαν οι ίδιοι, ο ιερέας που έκανε την λειτουργία και φυσικά η μητέρα του που ήταν μέσα στο φέρετρο. Από τσιγκουνιά πιθανόν, δεν είχαν ψάλτες.
Μετά από αυτόν τον ανέλπιστο θάνατο, η κ. Μαρία μπόρεσε επί τέλους να μετατρέψει το δωμάτιο της πεθεράς της σε δωμάτιο πολλαπλών χρήσεων, όπως της άρεσε να το λέει. Όποια δουλειά έπρεπε να γίνει, που μέχρι τότε δημιουργούσε ένα μικρό αναστάτωμα στο υπόλοιπο σπίτι, όπως ας πούμε το σιδέρωμα των ρούχων, γινότανε εκεί.
Μεταξύ των άλλων εργασιών που γινόντουσαν σε εκείνο το δωμάτιο, ήταν και η συνεύρεση της κ. Μαρίας με τον κ. Πυγμαλίωνα Σπανό, η οποία έπαιρνε μέρος 2 φορές την εβδομάδα, όταν ο κ. Αντρέας έλειπε στην επαρχία για δουλειές του μεσιτικού γραφείου και η οποία ξεκίνησε τα 2 τελευταία χρόνια της περίπου 20ετούς συμβίωσης του ζεύγους Πουλημένου. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσα χρόνια ακριβώς ήταν παντρεμένο το ζευγάρι Σπανού, λόγω ελλιπών πληροφοριών.
Το κανονίζανε έτσι, ώστε να βρίσκονται κατά τις 11 το πρωί όταν ο κ. Αντρέας είχε ήδη πάρει το τραίνο για την Χαλκίδα, που βρισκότανε το υποκατάστημα του μεσιτικού γραφείου, και να χωρίζουν μετά από 2 ώρες ακριβώς, όταν η γυναίκα του κ. Πυγμαλίωνα, η κ. Νίκη Σπανού, ήθελε μόλις μισή ώρα να γυρίσει σπίτι από την καθιερωμένη, δις την εβδομάδα, συνάντησή της με τις παλιές συμμαθήτριες στο εμπορικό κέντρο της πόλης.
Η οικογένεια Πουλημένου έμενε στο κεντρικό διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, ανάμεσα σε δυο δυαράκια τα οποία είχαν νοικιάσει κάποιοι εντελώς άσχετοι με την εν λόγω ιστορία. Η δε οικογένεια Σπανού, έμενε ακριβώς στον από κάτω όροφο, στο αντίστοιχο διαμέρισμα, ανάμεσα σε δυο δυαράκια που φιλοξενούσαν κάποιους, επίσης εντελώς άσχετους με την εν λόγω ιστορία.
22 χρόνια μετά τον γάμο του κ. Αντρέα με την κ. Μαρία, ο κ. Αντρέας Πουλημένος έφυγε ταξίδι με την κ. Νίκη Σπανού, μετά από μια ξαφνική και σεμνή τελετή γάμου, η οποία έγινε στο εκκλησάκι που βρισκότανε στο νεκροταφείο, το οποίο ήταν πολύ κοντά στα σπίτια τους.
Πριν πάρουν το αεροπλάνο για το Ντουμπάϊ, έναν προορισμό που απαίτησε η κ. Νίκη σαν το απόλυτο απωθημένο της, το νέο ζευγάρι Πουλημένου, πέρασε και άφησε λίγα λουλούδια στους τάφους των πρώην συζύγων του, οι οποίοι ήταν δίπλα – δίπλα.
Την κ. Μαρία Πουλημένου και τον κ. Πιγμαλίωνα Σπανό, τους έφαγαν κάποιοι τεράστιοι αρουραίοι, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο, βρισκόντουσαν μέσα στο δωμάτιο πολλαπλών χρήσεων της κ. Μαρίας. Τους εραστές βρήκε ο κ. Αντρέας, κυριολεκτικά καταφαγωμένους, μια από εκείνες τις δυο μέρες που συνήθως έφευγε για την Χαλκίδα, αλλά που τελικά δεν είχε πάει, λόγω του ότι είχε πρόβλημα με το στομάχι του και γύρισε στο σπίτι του κατά τις 12 το μεσημέρι.
Στη γειτονιά ψιθυρίζεται ότι το νέο ζευγάρι έχει στο κάτω σπίτι, διότι αποφάσισαν να μείνουν στο πάνω, είκοσι κλουβιά με αρουραίους. Τους φροντίζουν σαν οικόσιτα ζώα, και θεωρούν ότι είναι η δικλείδα ασφαλείας της ευτυχίας τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής