από τον Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κ’ ήταν που ’χε πρηνηδόν γείρει κατά το μπαρ, όταν σαν πρωινό δρεπάνι ο ήλιος χώθηκε από το παράθυρο και τον ξανάνιωσε. Σκέφτηκε πως θα ’χε εκεί πάνω από έξι-επτά ώρες. Άλλος πελάτης; Ούτε λόγος. Παντέρημος. Συνηθισμένος βλέπετε: δούλευε άνεργος, και σ’ ετούτο το μπαρ μάσαγε μπόλικες εργατοώρες. Λίγο ξέμακρα, πρόσεξε έναν τύπο ασθενικό, με ρούχα φθαρμένα και μουλιασμένα από χυμένα υγρά, να καθαρίζει τραπέζια. Και τότε ο τύπος έστριψε, τον κοίταξε και του ’γνεψε. Κιχ δεν έβγαλε˙ μονάχα σηκώθηκε και σύρθηκε κατά την πόρτα. Την άνοιξε και ξεχύθηκε στο λούτρινο, χνουδωτό χάραμα.
Στο περπάτημα απάνω ένιωθε το σώμα του μπάλα γεμάτη μ’ αλκοολούχα ποτά. Τ’ ανακάτεμα ήταν τέτοιο που γέμιζε το στόμα του σάλιο και το στύφιζε σαν κουκούτσι. Πότε πότε έγλειφε τα χείλια κ’ έτσι του ’μοιαζε να συνέρχεται˙ άλλοτε πάλι το βάδισμα τον αδυνάτιζε και τα πόδια του διαμαρτυρόμενα λύγιζαν. Στο κεφάλι του, εικόνες – φιλμ χαλασμένο κι ασπρόμαυρο˙ τίποτα δεν ερχόταν σ’ αρμονία. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να φάει και να σταματήσει να κόβει βόλτες σαν περιπολικό. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ, όταν σκόνταψε μπροστά σ’ ένα λιγδιασμένο τυροπιτάδικο.
Έφτασε μέσα, είδε τον υπάλληλο που σαν υπεροπτικό μουλάρι κοίταγε το πρόσωπό του, του ’δειξε κάτι αφράτο με ζύμη.
-Αυτό είναι με μπεσαμέλ και κιμά μέσα, άκουσε να του λέει.
-Απλά βάλ’ το να το φάω, αδερφέ.
Το λυκαυγές, στο μεταξύ, ξεπλενόταν σαν από νέφτι περιλουσμένο, έβρισκε χώρο η μέρα κι απαύγαζε ένα φως στυγερό, βερνικωτό, που λες κ’ επίτηδες κάρφωνε τα μάτια του και τον έλιωνε όπως τ’ αλάτι τον γυμνοσάλιαγκα. Έστριψε σ’ ένα θεοσκότεινο σοκάκι, σαν διασωσμένος από τη φονική επίθεση της ημέρας. Έπιασε σφιχτότερα το ζυμωτό πράμα στα χέρια του και το ξετύλιξε.
Ούτε που προλάβαινε η κάθε μπουκιά ν’ αυλακώσει τα σπλάχνα του κ’ ένιωθε έτοιμος να την ξεράσει. Τούτο συνέβαινε για ώρα. Έχωσε τα χέρια του στο φαγητό κ’ έκανε να τ’ ανοίξει. Κ’ ύστερα έφερε το κεφάλι του κοντά και μ’ ένα τίναγμα το κόλλησε στον τοίχο. Έκανε να δει πάλι, φοβισμένος. Η μπεσαμέλ είχε μια μεγάλη τρύπα στ’ ανάμεσο με τον κιμά και στο βάθος, καθώς τα χέρια του ψαχούλευαν κι όλο κι άνοιγαν τη ζύμη, υπήρχε ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια και τον κοίταζαν. Φαντάζανε χαμογελαστά ή λυπημένα, κ’ ήταν ελαφρώς κλεισμένα.
Ξεκίνησε τρομαγμένος να συνθλίβει με την παλάμη την μπεσαμέλ και τον κιμά, μα εκείνα, σαν από θάμα, επιβίωναν. Πέταξε το φαγητό κάτω και το κλώτσησε μακριά.
-Γαμημένοοο, φώναξε. Και φώναξε ξανά και ξανά.
Το φαγητό είχε γίνει πια πολτός. Όμως εκείνα επιβίωσαν. Και τα ’δε να βγαίνουν από μέσα, μελανά, κατράμι, και να στέκονται απάνω στη ζύμη. Τον κοιτούσαν, εκείνος πισωπατούσε τρομαγμένος, σκεφτόταν εκείνο το υπεροπτικό μουλάρι που του ’δωσε τούτη τη μαλακία κ’ έλεγε συνέχεια από μέσα του ότι θα τον κανονίσει. Προσπάθησε να κουνηθεί ζερβόδεξα, αλλ’ εκείνα τον ακολουθούσαν. Και τότε, σαν τη φευγαλέα σκέψη που κάπου σκαλώνει και σκοντάφτει, το μυαλό του κινητοποιήθηκε μια δόση, κάτι λειτούργησε, κατάλαβε. Όλα εκείνα τα μάτια, ήταν τα μάτια της μάνας του. Της πεθαμένης μάνας του.
Υπήρχε μια αύρα, κάτι, τα ’νιωθε να κοιτάζουν μακρύτερα απ’ όλα όσα ξέρει. Τα παρατηρούσε συνέχεια, μην μπορώντας να καταλάβει τι ήταν όλ’ αυτό που συνέβαινε. Μονάχα μέσα του ένιωθε να σπάει, κομπόδεμα να γίνονται τα όργανά του, τα ρέστα μιας έσχατης χιμαιρικής συνθήκης. Και τότε του φάνηκε η πολτοποιημένη ζύμη να διαστέλλεται, να γιγαντώνει και να τεντώνεται, να φτάνει, τέλος, κοντά στο μέτρο. Είχε μπρος του ένα ωμό, ζυμωτό πράμα, με μπόι κοντά στην κοιλιά του. Η μπεσαμέλ είχε απλωθεί τριγύρω, ο κιμάς ξεπρόβαλλε από τις άκρες, κ’ ένα ζευγάρι μάτια ήταν στο μέσο και κοίταγαν ασίγαστα. Κ’ έτσι που το φαγητό του πήρε μια ανθρώπινη μορφή με τα μάτια της μάνας του, η ανάγκη για επαφή τον παρακίνησε και χάραξε με το νύχι του στο ζυμάρι ένα στόμα.
-Μάνα; είπε τότε, υποθέτοντας πως μπορεί πλέον να μιλήσει.
Όμως το γιγαντιαίο ζυμάρι δεν μιλούσε, παρ’ ανοιγόκλεινε το στόμα – μάταια προσπαθούσε να βγάλει μια λέξη. Τότε το ξανάγγιξε, λάξεψε κι από τις δύο πλευρές τη ζύμη δημιουργώντας δύο χέρια και το ίδιο έκανε και για τα πόδια. Κ’ έπιασε το ’να χέρι και προχώραγε με το ζυμάρι. Κι όπως βάδιζε ένιωθε τη γνωστή ζέση στο σώμα του˙ την μπλε φωτίτσα π’ έκαιγε τη μορφή του από χαμηλά ως απάνω στο κεφάλι˙ το τσίτωμα των σπλάχνων του και το κόμπιασμα της ανάσας˙ την τόσο αληθινή ματιά της μάνας του. Ένιωθε κενός, ανήμπορος για μια παράταιρη σκέψη. Ο δρόμος γέμιζε από κόσμο, ο ουρανός ολόλευκη άσπρη σκόνη, τίποτα δίπλα τους, τίποτα, αυτός κι αυτή, μονάχα οι δυο τους και οι φλόγες τους.
Γυρίσανε στο σπίτι. Τη βόλεψε σε μια γωνιά κι απολογήθηκε για την ακαταστασία (ήξερε πως την ενοχλούσε να βλέπει έτσι το σπίτι μετά τον θάνατό της, κι ας μην μπορούσε να του το πει). Το στομάχι του, όμως, όλο και τον πέθαινε: μια μπάλα δίχως σταματημό, έτοιμη να σκάσει και να λούσει τ’ άντερά του με οινόπνευμα. Το σπίτι ήταν τελείως άδειο από φαγητό. Δεν υπήρχε καν κάτι κατεψυγμένο. Άναψε ένα τσιγάρο, το κάπνισε, πονούσε το κεφάλι του. Βρήκε ένα σιρόπι και το ήπιε, οι ώρες περνούσαν, αποδείχθηκε και τούτο άχρηστο. Είχε πια κουραστεί˙ έφθινε, μάζεψε με τα χέρια στην κοιλιά σαν ρούχο μετά την πλύση. Η μάνα απέναντι, ακίνητη, όπως την βόλεψε, να τον καρφώνει με τα μάτια λες κ’ ήταν βέλη κ’ ήθελε να τα εκτοξεύσει πάνω του, με το χαραγμένο στόμα όλο και να προσπαθεί να μιλήσει και να μην μπορεί και να τον κάνει χειρότερα, αμήχανος και διπλωμένος να στέκει και να την κοιτάζει και να ’ναι έτοιμος να κλάψει.
Η ένταση πίεζε το κεφάλι του, κι η πίεση ενεργοποιούσε τη σκέψη του˙ έτσι που νευρικά ξεδίπλωσε και πήγε στην κουζίνα. Έπιασε ένα ταψί κι άπλωσε μέσα του μια λαδόκολλα. Σκεφτόταν ολοένα τη μάνα του και πόσο τον έσφιγγε η παρουσία της – σαν μέγγενη γραπωμένη στα τέσσερα σημεία του κορμιού του. Και τότε στάθηκε μπροστά της, έπιασε το χεράκι που της δημιούργησε και το ’κοψε. Έκανε το ίδιο και με τ’ άλλο. Εκείνη δεν αντιδρούσε. Τα ζύμωσε έτσι που ο κιμάς πήγε σ’ όλη τη ζύμη και τ’ άπλωσε στη λαδόκολλα. Ύστερα, ξανά πίσω, τεμάχισε τα πόδια της απλώνοντάς τα και τούτα δίπλα στα χέρια. Κ’ έπειτα σ’ ένα δεύτερο ταψί έκανε το ίδιο με το σώμα και το κεφάλι. Το πρώτο ήδη ψηνόταν κ’ έπαιρνε χρώμα.
Όταν είδε τη μάνα του να ψήνεται ολόκληρη, έφερε τα ταψιά μπροστά του και παρατήρησε το ροδαλό χρώμα της ζύμης. Η μπεσαμέλ είχε φουσκώσει μες στα ζυμάρια κι ο κιμάς πεταγόταν στις άκρες σαν ψηφιδωτά χαλίκια. Άρχισε να τρώει και να συνέρχεται. Έτρωγε κ’ έβλεπε μπρος του εικόνες της, π’ όλο τον κοίταγε και τον χάιδευε, μικρό και μεγάλο, μιας εποχής μονόχρωμης, μιας αγάπης ξεχασμένης. Και στη γωνιά, όπου καθόταν λίγη ώρα πριν μια ζύμη π’ ήταν εκείνη, τώρα ό,τι απέμεινε – σκορπισμένος χυλός λέρωνε το πάτωμα. Κ’ εκείνος ανοιγόκλεινε το στόμα του δίχως να σταματήσει να τρώει.
Όταν αισθάνθηκε το στομάχι του κουμπωμένο, στιβαρό απ’ όσα είχε φάει, ένιωσε πως έπρεπε να φύγει. Άρχισε να συμμαζεύει τα πάντα: έπλυνε τα ταψιά, καθάρισε το σπίτι, πέταξε τα σκουπίδια. Ένας ελαφρύς πονοκέφαλος, σαν ύστατη υπενθύμιση της πρωινής εκτροπής, παρέμενε, τον έσερνε μαζί του σαν άλυτη θηλιά. Θα ’ταν απόγευμα όταν βγήκε ξανά έξω, με την κίνηση αραιότερη, τον αέρα φτωχότερο, φωτογραφία πόλης σε σκονισμένο κάδρο. Κ’ έτσι που τα βήματα ποτέ δεν τα έλεγχε, βρέθηκε πάλι στην πόρτα εκείνου του μαγαζιού. Δεν ήταν πάνω από ώρα ανοιχτό. Κ’ είχε πρηνηδόν γείρει κατά το μπαρ, όταν ήρθε το πρώτο ποτό. Ο ήλιος τώρα ξέθωρος, οι κουρτίνες κλειστές, τίποτα δεν τον ξανάνιωνε. Έπινε και σχεδόν κοιμότανε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας του Νταλί, “Η γυναίκα που εξαφανίζεται”.