από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Και την έβδομη ξεκουράστηκε; Πού τα πουλάτε αυτά ρε; Άσε ξέρω, έπρεπε ο συγγραφεύς να πουλήσει το δόγμα του και τους λέει: θα ξεκωλωνόσαστε ένα εξαήμερο, αλλά μετά έχετε μια μέρα από τον Θεό – στις έξι μέρες η έβδομη δώρο. Θρησκεία Pizza Hut ένα πράγμα.
»Και καλά ο καημένος θνητός, έχει ανάγκη από ξεκούραση – πώς να το κάνουμε. Αλλά ο Θεός; Κοψομεσιάζεται ο Δημιουργός; Έχει ωράριο; Xτυπάει τίποτα κάρτες και μας το κρατάν κρυφό; Πώς είστε, Κύριε Δημιουργέ μου, πανταχού παρών αν θέλετε χρόνο για να ξαποστάσετε; Υπάρχει ωράριο εργασίας του μαγαζιού που πρέπει να γνωρίζουμε; Όχι τίποτα άλλο, να ξέρουμε πότε να κυκλοφορούμε εμείς οι θνητοί. Και ερωτώ: Αν ο συγγραφεύς…»
«Ορεξάτος ξύπνησες βλέπω, αλλά… επίσπευσε το – είναι ακόμα πρωί, λυπήσου με!» είπε η Μαίρη και κουκούλωσε το κεφάλι της με το γαλάζιο σεντόνι.
Ο Στέφανος κοίταξε τα μακριά, ξανθά μαλλιά τής γυναίκας του που ανέχτηκαν την πρωινή πολυλογία και είπε: «Θέλω να πω ότι σήμερα είναι Κυριακή».
Σιωπή. Τράβηξε το σεντόνι και τον κοίταξε. Έπαιζε ανεπιτυχώς τον δυσαρεστημένο.
«Υποψιάζομαι πως έχει συνέχεια. Λοιπόν, θα πεις; Με λίγα λόγια, ε!»
«Ήρθε λούνα παρκ στην παραλία». Ξερόβηξε. «Σύντομο, ε;»
«Αφού σε πήγα στις κούνιες προχτές, δε σου έφτασε;»
Ευθύς αμέσως ένα μαξιλάρι προσγειώθηκε στο κεφάλι της. Το κελαρυστό της γέλιο γέμισε την κρεβατοκάμαρα γλυκιά μουσική.
«Έλεγα, μόλις ξυπνήσουν τα παιδιά και πάρουμε πρωινό, να πάμε μια βόλτα κατά κει. Τι λες;» Της άστραψε χαμόγελο Colgate.
«Και ποιος θα μαγειρέψει; Η Κατίνα έχει ρεπό σήμερα!»
Σιωπή (ο Στέφανος σκεφτόταν σαλαμάκι με τσίπουρο).
«Θα φάμε έξω, μωρό μου. Δικαιούσαι κι εσύ ένα ρεπό».
«Καλή ιδέα το λούνα παρκ, τελικά – ψηφίζω… ΝΑΙ».
«Επικυρώνεται παμψηφεί!»
«Μέρα χαράς και διασκέδασης».
«Τώρα που είπες χαρά και διασκέδαση…» έγειρε πάνω της και τη φίλησε απαλά «…έχουμε κάνα μισάωρο ώσπου να ξυπνήσουν!»
Η Μαίρη χάιδεψε τα καστανά μαλλιά του. «Τώρα μίλα μου όσο θες χωρίς λύπηση. Ξύπνησες ορεξάτος… βλέπω!»
Το σεντόνι πήρε ρεπό. Διαφορετική μουσική ήχησε.
«Αγαπητά μου τέκνα, σήμερα θα φτιάξουμε αναμνήσεις και…»
Ο Γιάννης και η Βίκυ τρώγανε κορνφλέικ στη κουζίνα, όταν ο Στέφανος ανακοίνωσε το σχέδιο χαράς και διασκέδασης. Χυμένο γάλα και ξεφωνητά πλημμύρισαν το τραπέζι. Η Μαίρη σκεφτόταν ότι τίποτα δε χορταίνει την ψυχή περισσότερο, όσο το να κάνεις ένα παιδί ευτυχισμένο – όποιον κι αν κάνεις ευτυχισμένο, συμπλήρωσε καθώς σκούπιζε το τραπέζι.
Νωχελικά, χωρίς βιασύνες και πίεση χρόνου, όπως οφείλουμε να φερόμαστε Κυριακάτικα, η οικογένεια ετοιμάστηκε, πήρε το κόκκινο της αυτοκίνητο και κατηφόρισε προς τη θάλασσα.
Η τελευταία Κυριακή του Μαΐου, με την καυτή χορηγία του ήλιου, απλόχερα σκόρπιζε υποσχέσεις καλοκαιρινής ανεμελιάς. Το λούνα παρκ ξεχείλιζε από κόσμο σαν πισίνα σε σεισμό. Παντού ακούγονταν φωνές εκστασιασμένων παιδιών, μουσικές μέσα από βραχνιασμένα ηχεία, αρθρίτιδα από ογκώδη μηχανικά τέρατα που στριφογύριζαν, ρεψίματα ταμειακών μηχανών. Ακόμα κι οι μεγάλοι ξεχνούσαν προσωρινά τις έγνοιες τους και ξαναγίνονταν παιδιά, και οι ψυχές τους, σε αντίθεση με τα πορτοφόλια τους, γέμιζαν μ’ αυτό το ξεχασμένο υλικό που τροφοδοτούσε κάποτε τ’ όνειρά τους.
Η οικογένεια διαγωνίστηκε σε συγκρουόμενα, ζαλίστηκε από σβούρες μπαλαρίνας, στριμώχτηκε σε τρενάκια, έφαγε μαλλί της γριάς, δεν άφησε πόστο αγύριστο. Ο Στέφανος, με τη φωτογραφική του μηχανή, αποθανάτιζε κάθε γκριμάτσα ευχαρίστησης των παιδιών – ήταν το χόμπι του. Αφού κουράστηκαν όλοι, μαζί με το πορτοφόλι που ανοιγόκλεινε διαρκώς, πήγαν για φαγητό στο παραδίπλα εστιατόριο…
«Τι καλύτερο για τη χώνεψη από περπάτημα στην παραλία;»
Η Μαίρη στραβοκοίταξε τον ρομαντικό κοιλιόδουλο. «Κι ο ήλιος; Αφού ξέρεις πόσο ευαίσθητο δέρμα έχω!»
Ο Στέφανος δαγκώθηκε. Σχημάτισε έναν μορφασμό συγνώμης.
«Μπαμπά, μπαμπά, πάμε τότε σινεμά που παίζουν παιδικά; Μετά που δε θα έχει ήλιο κάνουμε βόλτα στην παραλία», είπε ο Γιάννης.
«Ο από μηχανής μπόμπιρας!» ψέλλισε η Μαίρη
«Ναι ναι ναι! Παιδικά παιδικά παιδικά!» κραύγασε η Βίκυ.
Πήγανε και σινεμά.
Όταν τελείωσε η ταινία ο ήλιος είχε χαμηλώσει και πήγαν στο πλακόστρωτο της προκυμαίας. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από ένα μεγάλο κιόσκι και το ζευγάρι, πιασμένοι χέρι-χέρι, αγνάντευαν το γαλάζιο ουρανού και θάλασσας.
«Παγωτό παγωτό παγωτό!» απαίτησε η Βίκυ μόλις πήρε χαμπάρι τα καλούδια της καντίνας πιο δίπλα.
Πήρανε και παγωτό.
«Προσεκτικά, έτσι; Μη γίνετε χάλια με το παγωτό!»
Γίνανε χάλια.
«Δεν το πιστεύω!» άρχισε η Μαίρη, «Θα ορκιζόμουν ότι πριν από είκοσι δεύτερα το παγωτό ήταν στο χωνάκι ή στο στομάχι τους».
«Ουφ, ευτυχώς!» αναστέναξε ο Στέφανος. «Έχει ακόμα μια φωτογραφία το φιλμ!»
«Α, καλά, στην κοσμάρα σου! Ελάτε παιδιά στο αμάξι που σας θέλει ο μπαμπάς».
«OΧΙ OΧΙ OΧΙ», βροντοφώναξε ο Στέφανος.
«Πώς είπατε;»
«Θέλω να πω… OΧΙ πριν τους βγάλω φωτογραφία».
«Ναι, αποθανάτισε πώς τους διδάξαμε να τρώνε – μη χάσεις».
«Ελάτε παιδιά. Σταθείτε εδώ. Κοιτάξτε το πουλάκι. Αυτό είναι!»
«Ελάτε παιδιά. Σταθείτε εδώ. Κοιτάξτε τον πατέρας σας που θα σας καθαρίσει. Αυτά είναι!».
«Κοίτα τους, Μαίρη». Της δείχνει την εικόνα στην οθόνη της φωτογραφικής μηχανής. «Δεν είναι υπέροχη ανάμνηση; Μια μέρα θα γελάμε μ’ αυτή τη σκηνή. Τι λες; να το κάνουμε από σήμερα;»
Βλέπει τη φωτογραφία. Χαμογελά. Του σκάει φιλί.
Η τρίχρονη Βίκυ, με αποκαλυπτική γαλάζια σαλοπέτα και γκρι πέδιλα με άσπρες κάλτσες (χρόνια αργότερα θα παραπονιόταν στη μάνα της ότι την έντυνε σαν Γερμανίδα τουρίστρια), με τα ξανθά μαλλάκια της ως τον ώμο, κοιτούσε την κάμερα.
Από μια λίμνη παγωτού βανίλια, κάτω από τη μύτη της, αχνοφαινόταν ένα στόμα, στο δεξί χέρι κρεμιόταν βασανιστικά το λούτρινο ζωάκι που κέρδισε στη σκοποβολή ο Στέφανος, ενώ στο άλλο κρατούσε το χωνάκι που έσταζε ανελέητα στο χέρι της, στην κνήμη και στα παπούτσια της, στο πλακόστρωτο, στο σύμπαν.
Ο πεντάχρονος Γιάννης, ένα κεφάλι ψηλότερος απ’ τη Βίκυ, με γαλάζιο μακό μπλουζάκι, μαύρο, κοντό παντελονάκι και γκρίζα αθλητικά με γαλάζιες κάλτσες, με το κοντό καστανόξανθο μαλλί του, κοιτούσε έναν περαστικό γλάρο. Από κει και πέρα, ήταν πανομοιότυπος με την αδελφή του από το χωνάκι που κρατούσε.
Ο ήλιος που βασίλευε σχεδίαζε μακριές σκιές πίσω τους και γλύκαινε τα χρώματα. Λίγο μακρύτερα, ένας λευκός φάρος και η απεραντοσύνη ουρανού και θάλασσας…
Γύρισαν σπίτι, κάνανε μπάνιο, έφαγαν, τα παιδιά έπεσαν ξερά.
«Και ερωτώ: Αν ο συγγραφεύς έγραφε πως ο Θεός ξεκουράστηκε κάνα τριήμερο –κάτι απολύτως αποδεκτό βέβαια, ολόκληρο σύμπαν έφτιαξε!–, θα αράζαμε τριήμερα άραγε; Ή θα…»
Η Μαίρη παραμέρισε το σεντόνι και σκαρφάλωσε στον Στέφανο.
«Θα σου φτιάξω ανάμνηση αξέχαστη –άνευ φωτογραφικής κάλυψης– φτάνει να μην ακούσω ξανά συγγραφεύς, σύμφωνοι;»
Στην κρεβατοκάμαρα ήχησε η θεϊκή μουσική της δημιουργίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Martin Parr