Ο Μικρός Πρίγκιπας κι ο τοσοδούλης δράκος

0
312

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 212121-1024x696.jpgαπό τον Γιάννη Κεφαλά, μια χαμένη ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Για ν’ αποδράσει ο μικρός πρίγκιπας, μεταχειρίστηκε την αποδημία ενός κοπαδιού από άγρια πουλιά. Το πρωί που ήταν να φύγει συγύρισε καλά καλά τον πλανήτη του. Καθάρισε προσεχτικά τα ηφαίστειά του που ήταν σε δράση. Είχε δυο ηφαίστεια σε δράση. Και του ερχόταν πολύ βολικά για να ζεσταίνει πάνω τους το πρωινό του. Όταν είναι καλά καθαρισμένα, τα ηφαίστεια καίνε σιγανά και σταθερά, χωρίς εκρήξεις. Οι εκρήξεις των ηφαιστείων είναι όπως παίρνει φωτιά το τζάκι. Είχε κι ένα σβησμένο ηφαίστειο. Αλλά, όπως έλεγε: «Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά». Έτσι σκέφτηκε να καθαρίσει και το σβησμένο ηφαίστειο.

Κι όσο το καθάριζε σχολαστικά, ένιωσε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του να τραντάζεται, να σείεται. Μια απρόσμενη σπιλιάδα, μ’ έναν απότομο ήχο σαν από φτάρνισμα, ξέφυγε απ’ τον κρατήρα. Ο μικρός πρίγκιπας σάστισε. Τρόμαξε και λίγο. Κι η έκπληξή του ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ την ταραχή του. «Μα αυτό δεν ήταν έκρηξη, ήταν όντως ένα φτάρνισμα! Με τις υγείες σου!» Δεν είχε ξαναδεί ηφαίστειο να γαργαλιέται όσο το βούρτσιζαν, πόσο μάλλον να φταρνίζεται. Κι είχε δει τουλάχιστον άλλα δύο ηφαίστεια στη ζωή του…

Ο μικρός πρίγκιπας γονάτισε και κοίταξε μέσα στον κρατήρα. Δε διέκρινε απολύτως τίποτα. Όλα ήταν κατάμαυρα, πιο μαύρα κι από κατράμι! Σήκωσε αργά το κεφάλι κι ένιωσε κάτι περίεργο πάνω στη μύτη του· ένα γαργαλητό, που πριν προλάβει να καταλάβει τι ήταν, άνοιξε το στόμα του και… Α… Αα… Ααα… Αψού! Φταρνίστηκε τόσο δυνατά, που αν το σβησμένο του ηφαίστειο είχε μπει σε δράση, θα το έσβηνε μια και καλή.  

Το γαργαλητό στη μύτη του μετατράπηκε σ’ ένα απαλό χάδι· δυο καταπράσινα γυαλιστερά φτερά άνοιξαν μπροστά στα μάτια του. Έκανε προς τα πίσω κι έκατσε οκλαδόν. Οι κόρες των ματιών του αλληθώρισαν, τόσο, ώστε να εστιάσει στην κορφή της μύτης του:

«Ω! Τι παράξενη πεταλούδα που είσαι! Δε μοιάζεις με καμία άλλη που έχω δει. Κι αν έχω δει κάμπιες να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες…» είπε ο μικρός πρίγκιπας.

«Μα εγώ δεν είμαι πεταλούδα. Είμαι ένας δράκος» είπε ο δράκος.

«Πρώτη φορά βλέπω έναν δράκο τόσο μικρούλη. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω δει και κανέναν άλλον για να σας συγκρίνω… Όμως εσύ… Εσύ είσαι τοσοδούλης!»

«Τοσοδούλης είπες; Μα εγώ είμαι ένας τεράστιος δράκος. Όταν πετάω, με το άνοιγμα των φτερών μου, μπορώ να καλύψω όλο το φως που έρχεται από κάθε δαχτυλίδι στον ουρανό. Κανείς δε θα μ’ έλεγε τοσοδούλη. Εσύ είσαι μεγάλος!»

«Εγώ; Μεγάλος; Ας γελάσω! Πώς γίνεται να είμαι μεγάλος; Αφού είμαι παιδί!» είπε και ξεκαρδίστηκε.

Ο δράκος απογειώθηκε από τη μύτη του μικρού πρίγκιπα κι αφού έκανε έναν κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι του, επιδεικνύοντας τα επιβλητικά μικροσκοπικά φτερά του, κάθισε στο μυτερό χείλος τού κρατήρα. Ο μικρός πρίγκιπας κοίταζε το πέταγμα του δράκου όλο θαυμασμό. 

«Θα ήθελα να μάθω τα πάντα για σένα! Πρέπει να έκανες μεγάλο ταξίδι για να φτάσεις στον πλανήτη μου. Πώς είναι τα μέρη απ’ όπου έρχεσαι;»

«Δεν ξέρω τι μου συνέβη ακριβώς… Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Ξεκουραζόμουν πάνω στην αγαπημένη μου πέτρα, μια πέτρα κάτω απ’ το μεγάλο δαχτυλίδι στον ουρανό, μέχρι που η γη άρχισε να τρέμει. Ένα απότομο ανοδικό ρεύμα με σήκωσε και με παρέσυρε ψηλά στον αέρα. Δεν πρόλαβα να χρησιμοποιήσω τα φτερά μου· η ταχύτητα του ανέμου ήταν ιλιγγιώδης! Δεν κατάλαβα τι έγινε από εκεί και πέρα, αλλά όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, όλα ήταν τεράστια και πολύ πιο φωτεινά».

«Ω! Τι συναρπαστική περιπέτεια! Τι είναι ένα δαχτυλίδι στον ουρανό;»

«Μα το δαχτυλίδι στον ουρανό είναι από εκεί που έρχεται το φως. Είναι δυνατόν να μην το ξέρεις; Από εκεί που έρχομαι δεν έχουμε ούτε ένα, ούτε δύο αλλά τρία δαχτυλίδια, αν και τα δύο είναι λίγο επικίνδυνα. Έχουν κάτι πύρινες λίμνες από κάτω κι αν ξεχαστείς και πας πολύ κοντά τους, ζεσταίνεσαι πολύ! Εσείς πόσα δαχτυλίδια έχετε στον ουρανό;» είπε ο δράκος και κοίταξε όλο περιέργεια ψηλά.

«Μα το φως έρχεται απ’ τον ήλιο. Για μισό λεπτό…. Δαχτυλίδια; Κι είναι τρία; Ενώ τα δύο είναι πολύ ζεστά; Μα και βέβαια! Τα δαχτυλίδια είναι… Εσύ πρέπει να ήρθες μέσα απ’ το σβησμένο ηφαίστειο! Οπότε ζεις στο κέντρο του μικρού πλανήτη. Είσαι τόσο μικρούλης που χώρεσες να περάσεις μέσα απ’ τον κρατήρα. Αυτό είναι! Έλα, και θα σου δείξω και τα υπόλοιπα!»

Ο μικρός πρίγκιπας πήρε στη χούφτα του τον τοσοδούλη δράκο και τον έβαλε στον ώμο του. Μαζί, περπάτησαν αργά πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη τους. Είδαν και τα τρία ηφαίστεια με τους κρατήρες τους, που ο δράκος αναγνώριζε ως δαχτυλίδια. Ύστερα του έδειξε τον ήλιο και πόσο μακριά ήταν. Στάθηκαν σ’ ένα σημείο και περίμεναν. Λίγο μετά απήλαυσαν το ηλιοβασίλεμα. «Ξέρεις κάτι; Μια φορά είχα δει σαράντα τρία ηλιοβασιλέματα στη σειρά! Τόσο πολύ μ’ αρέσουν! Μια μέρα θέλω να καταφέρω να δω πάνω από εκατό!»

Ύστερα, καθώς προχωρούσαν, πρόσεξαν ένα μικρό βλαστάρι μπαομπάμπ. Σταμάτησαν δίπλα του. Ο μικρός πρίγκιπας και με τα δυο του χέρια και με όλη του τη δύναμη το ξερίζωσε. «Είναι πολύ επικίνδυνα τα μπαομπάμπ. Να το θυμάσαι καλά. Αν κάποιος δεν τα ξεριζώσει όσο είναι νωρίς, μπορεί να μεγαλώσουν τόσο πολύ, που θα μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρο τον πλανήτη με το μέγεθός τους!» Πήρε τον κορμό και τον στοίβαξε λίγο πιο πέρα, μαζί με τα υπόλοιπα μπαομπάμπ, που είχε ξεριζώσει νωρίς το πρωί.

«Μα αυτά είναι ριζομπαομπάμπ!» είπε ο δράκος. «Είναι ρίζες τεράστιες, πολύ μεγαλύτερες κι απ’ τα ριζοχορταράκια κι απ’ τα ριζοτριαντάφυλλα κι απ’ όλα τ’ άλλα ριζολούλουδα που κρέμονται από ψηλά. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήταν μεγάλες οι ρίζες τους… οι κορμοί τους είναι ακόμα μεγαλύτεροι! Είναι τεράστιοι! Ώστε εσύ τα τραβάς κι εξαφανίζονται ξαφνικά απ’ τον ουρανό… Κι αναρωτιόμουνα που πάνε». Ο δράκος σταμάτησε να μιλάει. Ένα άρωμα τού τράβηξε την προσοχή. Εισέπνευσε βαθιά. «Μα τι είναι αυτό που μοσχοβολάει; Δεν έχω μυρίσει άλλο τόσο όμορφο άρωμα ποτέ στη ζωή μου…»

Ο μικρός πρίγκιπας μελαγχόλησε απότομα. Με την ουρανοκατέβατη (αν επιτρέπεται η έκφραση) ηφαιστειοανύψωση του τοσοδούλη δράκου, είχε ξεχάσει πόσο είχε στεναχωρηθεί με το τριαντάφυλλό του. Τον είχε κάνει δυστυχισμένο με τ’ ανώριμα καμώματά του και τις ασήμαντες κουβέντες του. Εξαιτίας του κανόνιζε να φύγει απ’ τον πλανήτη. Κι όμως, ακόμα το αγαπούσε.

«Είναι το τριαντάφυλλό μου. Η μοσχοβολιά του είναι το πιο υπέροχο άρωμα… Το αγαπώ πολύ, κι ας μ’ έκανε δυστυχισμένο με τη συμπεριφορά του… Δε φταίει αυτό… Ίσως να θέλει να μείνει μόνο του. Γι’ αυτό σήμερα ετοιμαζόμουν να φύγω μακριά».

Ο δράκος στεναχωρήθηκε που είδε τον νέο του φίλο θλιμμένο. Τον έβλεπε τόση ώρα έτσι χαρούμενο κι ανέμελο, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κατά βάθος ήταν δυστυχισμένος.

«Στο δικό μου σπίτι, βαθιά μέσα στο ηφαίστειο, έχω κι εγώ έναν φίλο, που δεν μπορεί να με ακολουθήσει στα ταξίδια μου. Είναι μια σαλαμάνδρα, ένα στοιχειό της φωτιάς, που κινείται μόνο μέσα στο πύρινο ποτάμι και τις λίμνες. Πάντα είχε τη λαχτάρα, να γνωρίσει τον υπόλοιπο κόσμο. Τον κόσμο πέρα απ’ τις φλόγες. Έτσι, αποφάσισα να πετάω κάθε μέρα όσο περισσότερο μπορώ. Όταν επιστρέφω, της λέω τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια. Για τα πετρώματα, για τις ρίζες των μπαομπάμπ, ακόμα και για τα δαχτυλίδια στον ουρανό. Κι ευχαριστιέται τόσο πολύ! Καλά, όταν ακούσει τι μου συνέβη σήμερα, θα εκστασιαστεί! Ίσως το τριαντάφυλλό σου, να αισθάνεται ντροπή για όσα δεν ξέρει. Πώς να μετακινηθεί το καημένο με τις ρίζες του που το κρατάνε στο ίδιο σημείο; Μη γελιέσαι όμως. Μπορεί να σ’ αγαπάει κι αυτό. Να σ’ αγαπάει με τον δικό του τρόπο».

Ο μικρός πρίγκιπας δάκρυσε. Ο νέος του φίλος είχε δίκιο. Το λουλούδι του τον αγαπούσε… Πώς σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν αλλιώς; Θα έφευγε και θα έκανε το ταξίδι του για εκείνο. Θα πήγαινε σ’ όσους πλανήτες μπορούσε και θα μάθαινε τα πάντα. Κι όταν επέστρεφε, θα τα διηγιόταν όλα στο τριαντάφυλλο. Έτσι θα το βοηθούσε. Θα του μάθαινε τον κόσμο, με όσα μάθαινε κι αυτός και με ό,τι έβλεπαν τα δικά του μάτια. Ένας σωστός φίλος. Όπως ήταν κι ο δράκος με τη σαλαμάνδρα της φωτιάς.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ! Είσαι ένας πολύ καλός φίλος. Και είσαι ο καλύτερος δράκος του κόσμου! Όμως τώρα, θα θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι σου. Έχεις και μερικές καινούριες ιστορίες να πεις στη φίλη σου. Άσε με να σε βοηθήσω».

Ο μικρός πρίγκιπας επέστρεψε με τον δράκο στο σβησμένο ηφαίστειο. Πήρε  μερικές από τις μακριές ρίζες των μπαομπάμπ και τις έδεσε μεταξύ τους. Έφτιαξε ένα μακρύ σχοινί και το έριξε μέσα στον κρατήρα.

«Θα κατεβείς με μεγαλύτερη ασφάλεια έτσι. Όταν φτάσεις αρκετά πιο χαμηλά, χρησιμοποίησε τα φτερά σου και πέταξε. Χάρηκα πολύ καλέ μου φίλε. Θα σε θυμάμαι με πολλή αγάπη σ’ όλο το ταξίδι μου!»

«Αντίο! Να βρεις όσα επιθυμεί η καρδιά σου και να γυρίσεις γρήγορα στο τριαντάφυλλό σου! Καλή τύχη…»

Ο δράκος γλίστρησε πάνω στις ρίζες των μπαομπάμπ και χάθηκε μέσα στον κρατήρα. Ο μικρός πρίγκιπας είδε να περνάνε από πάνω του ένα κοπάδι άγρια αποδημητικά πουλιά. Με μια γρήγορη κίνηση έπιασε το πόδι από ένα αγριοπούλι. Το ταξίδι του ξεκινούσε. Πρώτη στάση ο αστεροειδής νούμερο 325…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

*Η πρώτη παράγραφος είναι από το βιβλίο του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί «Ο Μικρός Πρίγκιπας».