από τον Δημήτρη Λιμνιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω…
Στην άκρη της παραλίας στεκόταν ένας γέρος κι έκραζε σπαραξικάρδια, ακαταλαβίστικες λέξεις. Ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα.
Ο γέρος ήταν τυφλός, σίγουρα! Κρατούσε απ’ τη μία το λουρί του σκύλου του, ένα μπεζ Λαμπραντόρ-Οδηγό, απ’ την άλλη ένα μεγάλο κλαδί, που το είχε καρφώσει στην άμμο κι απ’ τον λαιμό του κρεμόταν μία χάρτινη πινακίδα, «Τυφλός», με ροζ καρδούλες γύρω απ’ την λέξη, Τυφλός.
Είχε παράξενη εμφάνιση, πέρα απ’ την, έτσι κι αλλιώς, παράξενη εμφάνιση των τυφλών, μ’ εκείνα τ’ απόκοσμα βλέμματα, που πάντα κοιτάζουν όπου κανείς δε θα κοίταζε. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με βάτες και βαθύ ντεκολτέ και μία εμπριμέ φούστα στις αποχρώσεις της μουριάς. Η φούστα βρεχόταν απ’ το νερό κι έπαιζε με το πήγαιν’ έλα του κύματος κι ήταν βέβαιο, πως η κυρία Τασία θα δαιμονιζόταν, που ο άντρας της φόρεσε κατά λάθος την καλή φορεσιά της και την έκανε πατσαβούρι. Ήταν όμως τυφλός κι αυτό του πρόσφερε ένα ακλόνητο άλλοθι. Στην πραγματικότητα ο γέρος προτιμούσε την άνεση των γυναικείων ρούχων κι ας μην το επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μα έτσι κι αλλιώς ήταν τυφλός και καρφί δεν του καιγόταν.
Μερικά μέτρα παραδίπλα, μία μικρή ομάδα λουόμενων, ολόγυμνων, με περίεργες μάσκες στο πρόσωπο, διακοσμημένες με φτερά κόκκορα, κραγιόνια και τρομακτικά χαμόγελα, σιγοντάριζε στις ασυναρτησίες του γέρου με σπασμωδικές, χορευτικές φιγούρες κι άναρθρες κραυγές ΑϊΑϊ-Μπαρακούντα-Μαχλέφουσκα-Τσορίθο!
Η ομήγυρης παρέμενε τόσο αφοσιωμένη στην άτυπή της παράσταση, που κανείς τους δεν πρόσεξε μία μικρή κουκκίδα στο βάθος του ορίζοντα, καταμεσής στο κύμα, μία κουκκίδα που όλο και μεγάλωνε. Στην αρχή έμοιαζε με σπασμένο φτερό πελεκάνου κι έπειτα, με ράχη δελφινιού. Όσο όμως πλησίαζε, τόσο η μορφή της κουκκίδας γινόταν πιο ξεκάθαρη·
προβοσκίδα ελέφαντα,
τασάκι τσιγάρων,
χαλασμένος δονητής,
ετοιμοθάνατος βραδύποδας,
άνθρωπος που παλεύει με τη θάλασσα,
άντρας τσακισμένος απ’ τα κύματα.
Όταν πια το κορμί του άγγιξε την άμμο της παραλίας, αφέθηκε να πέσει λιπόθυμος δίπλα στο εκστασιασμένο Λαμπραντόρ, που του έγλυφε τη μύτη.
«Ωωωωωωωωωωωωωωωω!», φώναξε η ομάδα των γυμνών.
«Τι έγινε ρε παιδιά;», ρώτησε απορημένος ο γέρος.
«Ωωωωωωωωωωωωωωωω!»
«Θα μου πει κάποιος, τι στον πούτσο συμβαίνει, πριν τα πάρω κρανίο;»
«Ωωωωωωωωωωωωωωωω!»
«Να πάτε να γαμ…»
«Πού βρίσκομαι;», ο ημιλιπόθυμος άντρας σήκωσε ελαφριά το κεφάλι του απ’ την άμμο και το Λαμπραντόρ άρχισε να πηδάει αριστερά και δεξιά, κουνώντας την ουρά του παιχνιδιάρικα.
«Τι; Ποιος;», είπε ο γέρος και γονάτισε, ψηλαφίζοντας τριγύρω. Η κυρία Τασία δε θα του συγχωρούσε ποτέ την καταστροφή της αγαπημένης της φούστας.
Ο πεσμένος άντρας με μία λαβή άρπαξε το χέρι του γέρου.
«Εδώ, γκαβός είσαι;», ρώτησε άστοχα τον τυφλό γέρο, που προς στιγμήν θίχτηκε, μα γρήγορα συνειδητοποίησε, πως ναι, ήταν γκαβός.
«Ποιος είσαι παιδί μου; Τι έπαθες;»
«Περίμενε γέρο να πάρω μία ανάσα γιατί ψόφησα.»
«Ωωωωωωωωωωωωωωωω!»
«Βρε α-στα-διάλα!»
***
Αρκετά λεπτά αργότερα ο άντρας είχε σχεδόν συνέλθει. Βρισκόταν καθιστός, παρέα με τον τυφλό γέροντα, μπροστά από μία μικρή φωτιά, που παράνομα μεν, αναγκαία δε, είχαν ανάψει οι γυμνοί με τις μάσκες, προκειμένου να τον ζεστάνουν.
Τα ρούχα του είχαν γίνει κουρέλια και θα πρέπει να είχε περάσει καιρό στο νερό, παλεύοντας με τα κύματα, αφού η πλάτη του ήταν γεμάτη με πεταλίδες, σαλιγκάρια και λιλιπούτειες φωλιές καβουριών. Τα μαλλιά και το μακρύ, απεριποίητο μούσι του ήταν κόκκινα. Αν φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά κι έπιανε την ηλεκτρική κιθάρα, θα μπορούσε μ’ επιτυχία να τραγουδήσει το The sharp dressed man, των ΖιΖι-Τοπ.
«Πώς σε λένε παιδί μου;»
«Οδυσσέα».
«Όμηρος, χάρηκα», είπε ο γέρος που έβραζε τσάι, σ’ ένα σκουριασμένο μπρίκι.
«Παρομοίως».
«Παρομοίωωωωωωωωωωωωωως», φώναξαν οι γυμνοί, μασουλώντας κρύα σάντουιτς με φέτα και ντομάτα.
«Πού βρίσκομαι;»
«Παραλία Επανομής».
«Παραλία τι;»
«Επανομής».
«Επανομήήήήήήήήήήήής Επανομήήήήήήή΄η παραλία του χειμερινού κολυμβητήήήήή».
«Δεν είμαι στην Ιθάκη;»
«Όλοι θα θέλαμε να είμαστε στην Ιθάκη μας, παιδί μου», είπε ο γέρος κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά σαν τον Στίβι Γουόντερ. Το ίδιο έκαναν και οι γυμνοί.
«Μα εγώ κατάγομαι απ’ την Ιθάκη».
«Α, εμένα η μάνα μου, ο Θεός να την συγχωρέσει, ήταν από το Μεσολόγγι και ο πατέρας μου, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, από τη Μικρασία».
«Τι σημασία έχει αυτό τώρα;»
«Η Μικρασία;»
«Ο πατέρας και η μάνα σου γέρο. Σου λέω πως ψάχνω την Ιθάκη. Πρέπει να πάω στην Ιθάκη, το καταλαβαίνεις;»
Ο Οδυσσέας απελπισμένος έχωσε τα χέρια στο πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Όμηρος σε μία προσπάθεια να τον παρηγορήσει, ψαχούλεψε να βρει την πλάτη του, μ’ από λάθος ακούμπησε την πλάτη του σκύλου κι άρχισε να την χτυπάει απαλά.
«Έλα ηρέμησε. Κάτι θα σκεφτούμε».
«Τι να σκεφτούμε γέρο; Είκοσι χρόνια έφαγα να γυρίζω το Αιγαίο σβούρες. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που αγόρασα το καταραμένο φουσκωτό. Τι ξέρω εγώ από ναυτικούς χάρτες; Είκοσι χρόνια έφαγα να γυρίζω μεσοπέλαγα, καταλαβαίνεις; Πέρασα μέσα από καταιγίδες, πάλεψα με τεράστια ψάρια, χρειάστηκε να πηδήξω όποια υποσχέθηκε να με βοηθήσει, την Κίρκη, την Καλυψώ, τη Ναυσικά, έναν μιγά, που ήταν σεζόν στη Μύκονο. Πήδηξα καμαριέρες, μασατζούδες, μία χίπισσα μποντιμπιλτερού στην Ανάφη, μόνο για να γυρίσω στην αγαπημένη μου γυναίκα, την Πηνελόπη. Ποιος ξέρει με ποιον θα σέρνεται κι αυτή, τόσα χρόνια».
«Ελπίζω να μην…;»
«Να μην; Τι γέρο;»
«Να μην πιστεύεις πως…»
«Τι εννοείς; Γίνε πιο ξεκάθαρος!»
«Ε, να μη νομίζεις πως πρέπει να με…»
«Πρέπει να σε;»
«Να. Και μένα όπως τους άλλους που σε βοήθησαν».
«Και σένα τι;»
Οι γυμνοί έκλεισαν σε κύκλο τους αντίχειρες και τον δείκτη, ενώ πέρασαν μέσα στον κύκλο, πολλές φορές, τον δείκτη του άλλου χεριού. Ο Οδυσσέας τους κοίταξε αμήχανα πρώτα, έκπληκτος έπειτα κι αηδιασμένος μετά.
«Τι είν’ αυτά που λες μωρέ γεροξεκούτη; Ξερνάω στα μούτρα σου σιχαμένε!»
«Ουουουουουουουουουουου σιχαμένε γεροξεκούτη φαντασμένεεεεεεε!»
***
Είχαν περάσει ώρες και η γυμνή παρέα είχε αράξει στην αμμουδιά. Πολλούς είχε πάρει ο ύπνος, κάποιοι απλά χουζούρευαν.
Ο Όμηρος με τον Οδυσσέα, δίπλα στη φωτιά, συζητούσαν σχετικά με τον τρόπο της επιστροφής του δεύτερου στον τόπο του, την Ιθάκη και καμία λύση δε φαινόταν εφαρμόσιμη. Στις ημέρες της πανελλαδικής απεργίας τα ταξίδια έμοιαζαν αδύνατα. Κάθε μεταφορικό μέσο ήταν παροπλισμένο και οι κεντρικές αρτηρίες του οδικού άξονα, ερμητικά κλειστές από τρακτέρ και λεωφορεία. Η απεργία θα καθυστερούσε την επιστροφή του για τουλάχιστον μία εβδομάδα ακόμα, πράγμα απαγορευμένο εξαιτίας της ανυπομονησίας του Ναυαγού.
«Όμηρε, δε μπορεί να το χωρέσει ο νους μου. Έφαγα όλες τις θάλασσες για να επιστρέψω στο σπιτικό μου και τώρα… Τώρα μου λες, πως δε μπορώ να φτάσω ούτε από την ξηρά. Αλήθεια, ποιος Θεός με καταράστηκε γαμώ την τύχη μου γαμώ!»
«Οδυσσέα ησύχασε! Δε χάθηκε ο κόσμος. Τι σήμερα, τι σε μια βδομάδα. Το σίγουρο είναι πως σύντομα, πολύ σύντομα, θα είσαι στην αγκαλιά της λατρεμένης σου συζύγου», τον καθησύχασε ο Όμηρος, δίχως ν’ αφήσει στιγμή την πλάτη του Λαμπραντόρ χωρίς χάδι.
«Για μένα κάθε στιγμή πλέον είναι μαρτύριο. Δε θ’ αντέξω μία βδομάδα ακόμα. Στην χειρότερη, θα ξεκινήσω με τα πόδια. Πόσα χιλιόμετρα να είναι επιτέλους;»
«Περίμενε ν’ ανοίξω γκούγκλ-μαπς, αν και νομίζω είναι κομμάτι μακριά».
***
Στην αρχή ήταν ένα μικρό φωτάκι στο βάθος. Σιγά-σιγά, όσο πλησίαζε, μεγάλωσε κι έγινε το μπροστινό φανάρι μίας τσόπερ μηχανής, που κινούταν παράλληλα με την αμμουδιά. Πριν προσπεράσει τους δύο τύπους στην φωτιά, φρενάρισε απότομα, σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.
«Ρε μόρτες!», ακούστηκε μία γυναικεία φωνή μέσα απ’ το σύννεφο, «Μήπως ξέρει κανείς αν πηγαίνω καλά για Ιθάκη;»
Οι δύο άντρες γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους. Ο Οδυσσέας κοίταξε στο σύννεφο κι ο Όμηρος ήταν αδύνατο να κοιτάξει οπουδήποτε.
«Ορίστε;», φώναξαν και οι δύο με μία φωνή, ενώ μέσα απ’ το σύννεφο σκόνης εμφανίστηκε να τους πλησιάζει μία γυναίκα. Για την ακρίβεια δε θα μπορούσε παρά να είναι μία πανέμορφη γυναίκα, ψηλή και καστανή, ντυμένη με δερμάτινο κουστούμι, γάντια και μπότες.
«Γεια σας μάγκες, είμαι η Αθηνά», τους χαιρέτισε.
«Όμηρος», είπε ο γέρος στραμμένος προς την θάλασσα.
«Οδυσσέας».
«Γκαβός είναι;», ρώτησε η Αθηνά τον Οδυσσέα, που έγνεψε καταφατικά. Η Αθηνά χαμογέλασε.
«Πού είπες ότι πας;»
«Ιθάκη. Έχω χαθεί όμως μέσα στα χωράφια. Ξέρεις από πού να πάω;»
«Περίμενε ν’ ανοίξω γκούγκλ-μαπς», βιάστηκε να πει ο Όμηρος.
«Μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Γιατί όχι; Μία παρέα δεν είναι ποτέ αχρείαστη σε τόσο μακρινό ταξίδι».
«Αλήθεια;»
«Ανέβα και την κάναμε».
«Δε μου λες;», ρώτησε η Αθηνά και ίσα που ακούστηκε μέσα στο κροτάλισμα του κινητήρα, «Να σκάσουμε έναν μπάφο; Έτσι για το καλό της γνωριμίας».
«Και δε σκάμε!», απάντησε ο Οδυσσέας με τα χέρια του ν’ αγκαλιάζουν λίγο κάτω απ’ το στήθος της.
«Έτσι σε θέλω, μάγκα μου!»
Get your motor runnin’
Head out on the highway
Lookin’ for adventure
And whatever comes our way
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής