από την Αρτέμις Καρμπά
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όλη την παιδική μου ηλικία την πέρασα σ’ ένα νεκροταφείο. Τ’ όνομά μου είναι Λούνα. Απ’ τα δύο μου χρόνια με πήγαινε η γιαγιά μου καθημερινά για να φροντίσουμε το μνήμα του παππού.
Θυμάμαι πεντακάθαρα το μαρμάρινο μνήμα με το μεγάλο σταυρό, το πιο περιποιημένο απ’ όλα τ’ άλλα και το πιο καθαρό. Πρώτα σκούπιζα τη σκόνη και τα χώματα με το μικρό σάρωθρο, για να το γυαλίσει έπειτα η γιαγιά με το πανί και το «φάρμακο». Πολύ συχνά χάιδευα απαλά το κρύο καθαρό μάρμαρο σαν να’ ταν ο παππούς μου. Ο παππούς που δεν θυμάμαι καθόλου αφού ήμουν ενάμιση χρονών στον αποχωρισμό μας.
Δίπλα στο μνήμα του, η γιαγιά είχε στήσει ένα βαρύ μπρούτζινο άγαλμα του Χριστού. Το θυμάμαι κι αυτό ακόμη. Ήταν σχεδόν 60 με 70 πόντους ψηλό, και ο Χριστός -με την Καθολική κι όχι την Ορθόδοξη μορφή του- κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό πρόβατο. Και τα μαλλιά του αγάλματος χάιδευα συχνά, αν και κάτι τέτοιο μου φαινόταν τολμηρό και κάπως βλάσφημο. Κι ας μην γνώριζα ακόμη αυτή τη λέξη, ήξερα φαίνεται την έννοια, τη σημασία της. Γιατί τότε πίστευα ακόμη σ’ αυτόν όπως πιστεύουν τα παιδιά και στον Αϊ-Βασίλη.
Μεγάλωσα πάνω στο μνήμα του κι ας μην είχα μνήμες του. Πολύ συχνά όμως άκουγα ιστορίες για κείνον. «Που’ ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια, που ‘χες λουλούδια μες στην καρδιά» ήταν το αγαπημένο του τραγούδι. Ήταν δίκαιος και τρυφερός με τη μαμά και τη θεία μου, τα παιδιά του. Όταν έτρωγε τραβούσε πάντα άθελά του το τραπεζομάντιλο προς το μέρος του όπως καμιά φορά κι εγώ. Και μου το λένε ακόμη: «σαν τον παππού σου κάνεις»! Κι είναι αυτή η ομοιότητα στην αδεξιότητα που μου φαντάζει απόδειξη της μεταξύ μας συγγένειας.
«Κι ας έφυγε χωρίς να μου αφήσει αναμνήσεις, εγώ τον κουβαλάω στις κινήσεις και στα φερσίματά μου. Ίσως τον κουβαλώ και στην καλοσύνη μου. Ίσως είναι κληροδότημά του και η αγάπη μου για την μουσική».
«Πώς γίνεται να σου λείπει κάποιος που δεν θυμάσαι;» αναρωτιέμαι. Ο παππούς μου είναι ο πρώτος λόγος -μετά δυστυχώς ήρθανε κι άλλοι- που με γοήτευσε το αφήγημα για τη ζωή μετά θάνατον. Γι’ αυτούς αντιστέκομαι στη λογική ιδέα πως δεύτερη ζωή δεν έχει και πως ο παράδεισος είναι μόνο μια βολική χίμαιρα.
Εγώ θέλω κι επιμένω να φαντάζομαι πως κάποια μέρα θα ξανανταμώσουμε με τον παππού μου. Και πως θ’ απλώσω τα χέρια μου προς το πρόσωπο της ψυχής του, γελώντας με τον ίδιο τρόπο, όπως έκανα μωρό, σ’ εκείνη τη μοναδική φωτογραφία που έχω μαζί του. «Όχι, δεν γίνεται να μην τον συναντήσω ποτέ ξανά».
Εκείνος με ονόμασε Λούνα, γιατί ήμουν παιδί του φεγγαριού. Κι η αλήθεια είναι πως όλοι με θεωρούν φεγγαρογητεμένη. Μεγάλωσα μες στα θυμιάματα και κάνοντας παρέα με περίεργες κυράδες που φορούσαν κλαρωτές φούστες ως τον αστράγαλο-και πιο κάτω ακόμη αν γινόταν- και μεγάλους σταυρούς στο στήθος. Όσο πιο μεγάλος ο σταυρός, τόσο μεγαλύτερη η απόδειξη της πίστης τους στον υπόλοιπο κόσμο. Δουλεύανε στα ανθοπωλεία εντός του νεκροταφείου πουλώντας γαρύφαλλα, καρβουνάκια και λιβάνι και μερικές στο καφενείο ετοιμάζοντας τους καφέδες της παρηγοριάς. Αυτές φυσικά τις συμπαθούσα περισσότερο επειδή μου έδιναν σοκολατένιες ελιές με τις χούφτες.
Δεν είχα φίλους, όπως είναι λογικό. Όποιος περνάει τόσες ώρες την ημέρα στο νεκροταφείο δεν έχει χρόνο να πάει στην παιδική χαρά. Περπατούσα συχνά κάτω από τα κυπαρίσσια και τραγουδούσα στους νεκρούς τα παιδικά μου τραγουδάκια. Μετά τους μεγάλους περιπάτους ανάμεσα σε απεριποίητα –τσ, τσ, τσ- μνήματα καθόμουν και ξαπόσταινα στα παγκάκια του μεγάλου νεκρικού πάρκου.
Στον περίπατό μου πάντα κοιτούσα τις φωτογραφίες των νεκρών και σφιγγόταν μερικές φορές το μέσα μου-γιατί ο θάνατος έχει τη δύναμη να σκιάζει και τους πιο μικρούς, που΄χουν θεωρητικά πολλά χρόνια μπροστά τους για να τον συναντήσουν.
Ώσπου τον συνάντησα. Όχι τον παππού. Τον Θάνατο. Έγινε πολύ αργότερα όμως. Όταν ήμουν νεαρή ενήλικας. Είχα πάει στο νεκροταφείο, μόνη μου εκείνη τη φορά. Περπατούσα πάλι κάτω από τα κυπαρίσσια, κι ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Κι εκεί τον είδα. Μέρα-μεσημέρι καθισμένο σ’ ένα από τα παγκάκια. Φορούσε σκισμένη γκρι μπλούζα και μύριζε από μακριά. Σαν να’ χε πιει πολύ αλκοόλ ήτανε. Τα μάτια του θαμπά. Τα μαλλιά του κατσιασμένα και άσπρα. Αλλιώς τον είχα φανταστεί. Παρόλα αυτά, τον κατάλαβα αμέσως μόλις τον είδα και πήγα να κάτσω δίπλα του.
«Γεια σου, Λούνα».
«Γεια σου, τι κάνεις; Ήρθες για μένα;»
«Ναι, αλλά όχι για να σε πάρω μαζί μου. Θέλω απλώς να σε προσλάβω».
~~
Από εκείνη την ημέρα, εργάζομαι σαν προάγγελός του. Πηγαίνω κοντά στους μοναχικούς ετοιμοθάνατους στα νοσοκομεία και τους προετοιμάζω για το ταξίδι τους. Τους λέω τραγούδια, χτενίζω τα μαλλιά τους, τους κοιτάω στα μάτια. Τους δίνω προσοχή και ακούω τις ιστορίες τους. Γίνομαι το σπίτι τους. Και όλες οι γιαγιάδες και όλοι οι παππούδες που ξεπροβοδίζω φεύγουν ανάλαφρα καθώς πηγαίνουν να βρούνε τον παππού το δικό μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άρτεμις Καρμπά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Bruce Davidson