από την Αστάρτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν πεντέμισι το χάραμα, η ώρα που ξυπνούσε κάθε μέρα, εκτός από ελάχιστες Κυριακές το χρόνο, για να πάει στο εργοστάσιο. Ξέρεις, οι εργάτριες στη φάμπρικα με τα γαλακτοκομικά δεν γνωρίζουν από Κυριακές και αργίες. Η μοναδική σκέψη που την ευχαριστούσε μόλις άνοιγε τα μάτια της, ήταν η μυρωδιά του καφέ κι εκείνο το μισάωρο που είχε το πρωί για να απολαύσει μια κούπα καφέ μόνη της, με τον εαυτό της. Θα μπορούσε να κερδίζει μισή ώρα ύπνου, αλλά το πρωινό μισάωρο είχε ανεκτίμητη αξία για εκείνη, δεν το σπαταλούσε στον ύπνο.
Σηκώθηκε λοιπόν, βαριά, έπλυνε το πρόσωπο της, έβαλε τη φόρμα εργασίας, σκέφτηκε πως είναι ακόμη νέα και όμορφη για να φοράει όλη μέρα αυτό το τσουβάλι κι ύστερα κίνησε για την κουζίνα.
Έβαλε καφέ να γίνεται και ταυτόχρονα ετοίμαζε το κολατσιό της. Τι παράξενο, δεν σκορπίστηκε η μυρωδιά του καφέ στην κουζίνα. Κοίταξε την καφετιέρα και μέσα υπήρχε ένα πράσινο υγρό.
«Μη χειρότερα, έπιασε μούχλα».
Το ’χυσε, έπλυνε σχολαστικά την καφετιέρα κι έβαλε άλλη μια δόση καφέ. Μετά από λίγο, συνέβη το ίδιο, η καφετιέρα είχε γεμίσει με το ίδιο πράσινο υγρό. Πλησίασε να το μυρίσει και το αλκοόλ της έσπασε τη μύτη.
«Τι στο καλό συμβαίνει; Θα πάρω καφέ απ’ τη Μπέτυ».
Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησε και ξαναπροσπάθησε να φτιάξει καφέ, ο καφές κατέληξε να γίνεται εκείνο το πράσινο υγρό. Έψαξε στο διαδίκτυο… ΑΨΕΝΤΙ.
«Πώς στο διάολο η καφετιέρα φτιάχνει αψέντι;»
«Μήπως μου κάνει πλάκα ο Τάσος; Θα με περάσει για τρελή αν τον ρωτήσω».
Έφυγε βιαστική να πάρει καφέ απ’ την Μπέτυ, το καφέ στη γωνία.
Το επόμενο πρωί συνέβη το ίδιο… Κάθε πρωί η καφετιέρα αντί για καφέ, έφτιαχνε αψέντι.
Ύστερα από πολλές μέρες, σκέφτηκε «δεν δοκιμάζω, μήπως ανοίξει καλύτερα το μάτι μου;»
Έβαλε μια κούπα, με την πρώτη γουλιά ανατρίχιασε όλο το σώμα της, βαρύ ποτό ψιθύρισε και συνέχισε να πίνει. Εκείνη τη μέρα καθώς πήγαινε στο εργοστάσιο με το 048, ένιωθε κάπως περίεργα, σαν οι φλέβες στο κεφάλι της να ήταν έτοιμες να σπάσουν. Κοίταζε έξω από το λεωφορείο και σκεφτόταν πόσο σιχαίνεται αυτή τη δουλεία, την επιστάτρια – το τσιράκι του αφεντικού –, τις συναδέλφισσες που μιλάνε η μια πίσω από την πλάτη της άλλης, μα πιο πολύ απ’ όλα σιχαινόταν εκείνη την καταραμένη φόρμα και την εικόνα της στον καθρέφτη όταν τη φορούσε.
Πήγε στο εργοστάσιο, αμίλητη, με δυσκολία τελείωσε τη βάρδια.
Κάθε πρωί η Αλίκη, έπινε μια κούπα ποτό αντί για καφέ. Εφόσον η καφετιέρα της προσέφερε αψέντι, βολευόταν!
Μέρα με τη μέρα μια οργή λυσσομανούσε μέσα της, η ζωή της ένιωθε πως ήταν αβάσταχτη.
Στο εργοστάσιο, έλεγε στις συναδέλφισσες, υπάρχει ζωή κι έξω από το εργοστάσιο μα εκείνες τη κοιτούσαν γεμάτες απορία και δεν της δίνανε ιδιαίτερη σημασία.
Σκέφτηκε πως ήταν καιρός να πάρει αύξηση, μιας και τόσα χρόνια που δούλευε σαν τη σκλάβα εκεί μέσα δεν τόλμησε ποτέ να το ζητήσει από τους «πάνω».
Στο σπίτι καυγάδιζε κάθε μέρα με τον σύζυγο της, κάθε μέρα γυρνούσε στα καφενεία και ξόδευε αλόγιστα ότι εκείνη με κόπο κέρδιζε.
«Αλίκη, τι σκατά σου συμβαίνει; Κάθε μέρα είσαι μέσα στα νεύρα δεν τολμάω πλέον να γυρίσω στο σπίτι».
«Δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω το εργοστάσιο, να ξυπνάω πριν χαράξει, τις άλλες που τρώγονται μεταξύ τους σε κάθε βάρδια, αυτή την απαίσια φόρμα, δεν αντέχω ΕΣΕΝΑ».
Ο Τάσος σαστισμένος δεν έβγαλε μιλιά, μόνο χτύπησε την πόρτα πίσω του.
«Ζωή θέλω γαμώτο, όχι επιβίωση!» αποκρίθηκε στην πόρτα.
Το επόμενο πρωινό, πεντέμισι ακριβώς όπως κάθε μέρα τη βρήκε στην κουζίνα να ετοιμάζει αψέντι.
Ήπιε μια γουλιά, έβαλε το γράμμα μέσα στη σακούλα με τα δημητριακά για να το βρει σίγουρα ο Τάσος, πέταξε τη φόρμα στα σκουπίδια, φόρεσε το κόκκινο κραγιόν της, που είχε χρόνια να φορέσει, και κάλεσε το ραδιοταξί.
«Καλημέρα, ένα ταξί θα ήθελα σε δέκα λεπτά, Σαρανταπόρου 78, Κυψέλη».
«Έγινε, για πού πάει η κούρσα;»
«Αεροδρόμιο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αστάρτη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του David Hurn