του Γιάννη Κεφαλά
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ελεάνα ξεκίνησε τη μέρα της εκείνο το κυριακάτικο πρωινό ακριβώς όπως συνήθιζε. Με το που άνοιξε τα μάτια της χουζούρεψε κάμποση ώρα στο κρεβάτι, μέχρι που, κάπως βαριεστημένα κι ανόρεχτα, αποφάσισε να σηκωθεί. Πήγε στην τουαλέτα, για να πλύνει τα δόντια και το πρόσωπό της κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Γέμισε την καφετιέρα με νερό, πρόσθεσε τον αγαπημένο της καφέ φίλτρου με άρωμα φουντούκι, κι όσο περίμενε να ετοιμαστεί, άλειψε δυο φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. Τις έφαγε λαίμαργα· το βραδινό γιαουρτάκι με φρούτα δεν ήταν κι ό,τι πιο χορταστικό, με το στομάχι της να διαμαρτύρεται εντόνως με γουργουρητά. Ύστερα κάθισε στον καναπέ, παρέα με μια αχνιστή κούπα καφέ, κι έβαλε να παίζει ένα πρωινό μαγκαζίνο στην τηλεόραση. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θ’ ακολουθούσε.
~~{}~~
Ποια ήταν όμως η Ελεάνα; Η Ελεάνα Βογιατζή ήταν τριάντα ετών, μια φυσιολογική κοπέλα της ηλικίας της, πτυχιούχος λογιστικής, που δεν κατάφερε όταν προσπάθησε, αλλά και που δεν ήθελε, να εξασκήσει το επάγγελμα του λογιστή. Αφού δούλεψε περιστασιακά ως σερβιτόρα κι ανεπιτυχώς ως εξωτερική πωλήτρια σε μια εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, κατέληξε στο ταμείο μιας μικρής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Ήταν μια δουλειά χωρίς πολλές εντάσεις και μόνο μερικά ευτράπελα έσπαγαν τη ρουτίνα τής καθημερινότητας, από εκείνα που συμβαίνουν στους περισσότερους εργασιακούς χώρους. Της άρεσε να έχει το σπίτι της νοικοκυρεμένο· έκανε όλες τις δουλειές που έπρεπε, για να το κρατάει καθαρό και συγυρισμένο. Δε θα την έλεγε κανείς και υποχόνδρια, αλλά ήθελε να είναι όλα τακτοποιημένα και στη θέση τους. Στον ελεύθερό της χρόνο έβγαινε με καμιά φίλη, είτε για καφέ είτε για καμιά βόλτα στην αγορά. Στα αισθηματικά της, εδώ και τέσσερα χρόνια ήταν σε σχέση με τον Στέφανο, έναν τριανταπεντάρη συνάδελφό της που δούλευε στην αποθήκη. Οι δυο τους έμεναν μαζί στο σπίτι της Ελεάνας, αν και ο Στέφανος κρατούσε και το δικό του διαμέρισμα, καθαρά για να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας “εξόδου κινδύνου” από τη σχέση τους. «Θα το αφήσω όταν αρραβωνιαστούμε» της απαντούσε κάθε φορά που τον ρωτούσε γιατί δεν το ξενοίκιαζε, ώστε να εξοικονομήσουν μερικά χρήματα. «Και πότε θα αρραβωνιαστούμε;» ήταν η επόμενη ερώτηση. «Θα γίνει κι αυτό» μουρμούριζε εκείνος αδιάφορα.
Η οικογένεια κι ο περίγυρός της όμως, βλέποντάς τους στις κοινωνικές συναθροίσεις, αλλά και όσα πρόβαλε στα social media, θεωρούσαν ότι είχε μια υγιή σχέση κι ότι ήταν ευτυχισμένη. Μάλιστα κάποιοι φίλοι της τη ζήλευαν, αν κι εκείνη δεν το αντιλαμβανόταν. Και πώς να το αντιληφθεί, αφού δεν πίστευε ότι είχε πετύχει κάτι αξιοζήλευτο; Η ίδια δεν ένιωθε ούτε ευτυχισμένη αλλά ούτε και δυστυχισμένη. Ίσως γιατί δεν παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, ότι ζούσε μια μονότονη ζωή, αν και ενδόμυχα το ήξερε. Μια επίπεδη καθημερινότητα χωρίς καθόλου συγκινήσεις. Τις περισσότερες φορές εμφανιζόταν συγκαταβατική, ενώ απεχθανόταν τις συγκρούσεις· ακόμα κι όταν κάποιος την αδικούσε δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Συνήθιζε να είναι υποχωρητική και να προσαρμόζεται στα θέλω των άλλων. Κι έτσι, φαινομενικά, η ζωή της κυλούσε ήρεμα και ομαλά.
~~{}~~
Είχε βολευτεί στον καναπέ, έχοντας ανάμεσα στα πόδια της ένα μαξιλάρι. Ευχαριστιόταν τη θερμότητα από την κούπα στα χέρια της κι απολάμβανε τη γεύση και το άρωμα του καφέ. Ήταν μια ωραία μέρα. Ευκαιρία για ξεκούραση μετά από οχτώ συνεχόμενες μέρες δουλειάς… Χαλάρωνε χαζεύοντας το πρωινό μαγκαζίνο, χωρίς όμως και να το παρακολουθεί. Όλο και κάποιον διάσημο έπαιρνε το μάτι της. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, Instagram influencers… Όταν η αστρολόγος της εκπομπής ξεκίνησε την εβδομαδιαία πρόβλεψη κι έφτασε στο ζώδιό της, ανέβασε την ένταση της τηλεόρασης. Δεν τα πολυπίστευε τα ζώδια, αλλά πάντα διασκέδαζε με τις προβλέψεις.
«…Οι Παρθένοι των τελευταίων ημερών, να προσέξετε τόσο στα επαγγελματικά, όσο και στα προσωπικά σας. Θα χρειαστεί να πάρετε δύσκολες αποφάσεις, ακόμα και να συγκρουστείτε με όσους στέκονται εμπόδιο στην εξέλιξή σας. Είστε έτοιμοι για την προσωπική σας επανάσταση; Ίσως και να ήρθε η ώρα. Συνεχίζουμε με τους Ζυγούς…»
Την έπιασαν τα γέλια. «Μόνο όσοι είναι των τελευταίων ημερών θα επαναστατήσουν;» αναρωτήθηκε, ώσπου η προσοχή της στράφηκε στο κινητό της, που δονούταν πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Τσέκαρε την οθόνη. Δεν περίμενε να δει το όνομα της Ανδριάνας κυριακάτικα. Ήταν η προϊσταμένη και κόρη του ιδιοκτήτη του υποκαταστήματος που δούλευε.
«Θα πρέπει να έρθεις κανονικά αύριο στη δουλειά, Ελεάνα μου. Χρειάζομαι άτομο στο ταμείο».
«Μα είχαμε συμφωνήσει για το ρεπό από την προηγούμενη Κυριακή, που κάλυψα το πόστο της Μαρίας…»
«Υπάρχουν κι έκτακτα. Σ’ έχω υπολογίσει τώρα».
«Δεν μπορεί να έρθει η Πόπη ή η Μαρία;»
«Η Πόπη έχει υποχρεώσεις με τα παιδιά κι η Μαρία δεν μπορεί. Μήπως έχεις και τίποτα άλλο να κάνεις;»
«Όχι, δεν έχω τίποτα… Εντάξει… Θα έρθω αύριο το πρωί κανονικά».
«Για την απογευματινή βάρδια σε χρειάζομαι».
«Μα τα απογεύματα της Δευτέρας τα έχεις πάντα εσύ Ανδριάνα. Νόμιζα ότι συνέβη κάτι σε κάποια απ’ τις πρωινές».
«Σε μένα έτυχε. Θα σου πω. Ξέρεις ότι δεν εμπιστεύομαι όποιον κομμωτή να ‘ναι ν’ αγγίζει τα μαλλιά μου. Από τότε που βρήκα τον Βαλεντίνο, σώθηκα! Θυμάσαι πόσο ωραία μου έκανε το μπαλαγιάζ την προηγούμενη φορά; Είχε αύριο μια ακύρωση. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι να κλείσεις ραντεβού! Θα έπρεπε να περιμένω μετά τουλάχιστον δυο μήνες! Κανένας δεν έχει το δικό του χέρι και….»
Η Ανδριάνα συνέχισε να εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τι θα έκανε στα μαλλιά της και πόσο υπέροχος ήταν ο Βαλεντίνο. Η Ελεάνα είχε σταματήσει να την προσέχει και προσπαθούσε να επεξεργαστεί στο μυαλό της, αν όντως είχε ακούσει σωστά τον λόγο που θα της έκοβε το ρεπό. Κι όσο συνειδητοποιούσε ότι δεν έκανε κάποιο λάθος, της μιλούσε σοβαρά και δεν ήταν κάποια κακόγουστη φάρσα, ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι να ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά προς τον οισοφάγο της. Ήταν ένα μείγμα απογοήτευσης, οργής και θυμού που όσο ανέβαινε, όλο και μεγάλωνε. Ετοιμαζόταν να γίνει θύελλα, καταιγίδα και κατακλυσμός καθώς έφτανε στον λάρυγγά της. Μόνο που δείλιασε στο τέλος της διαδρομής, καταλήγοντας σε έναν ξεψυχισμένο αναστεναγμό, ακριβώς τη στιγμή που περνούσε από τις φωνητικές της χορδές…
«Ουφ… Εντάξει Ανδριάνα… Αύριο το απόγευμα θα έρθω».
Έκλεισε το τηλέφωνο κι έμεινε αποσβολωμένη. Αυτό πίστευαν για εκείνη; Ότι δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει, άρα αυτομάτως θα ήταν διαθέσιμη; Ήταν το θύμα και το κορόιδο της δουλειάς; Άρχισε να φουντώνει. Σηκώθηκε και πήγαινε πέρα δώθε, σφίγγοντας το μαξιλάρι στα χέρια της. Το φανταζόταν να παίρνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Ανδριάνας και να γίνεται αποδέκτης μερικών χτυπημάτων, στον ρόλο του σάκου του μποξ.
Δεν το πίστευε πόσο πολύ ταράχτηκε. Όχι τόσο για το κομμένο ρεπό, όσο γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν τη λογάριαζαν. Άκουγε μέσα στο κεφάλι της τη φωνή της Ανδριάνας να αντηχεί και να λέει ότι η Πόπη είχε τα παιδιά της, η Μαρία απλώς δε θα μπορούσε κι ότι εκείνη είχε να κάνει μια άκρως σοβαρή δουλειά -γιατί τι άλλο ήταν το κομμωτήριο και το μπαλαγιάζ;- και συγχυζόταν ακόμα περισσότερο. Και η Ελεάνα; Απλώς δε θα είχε και τίποτα να κάνει! Είχε γίνει έξαλλη.
«Θα παραιτηθώ!» φώναξε και πήρε πάλι το κινητό στα χέρια της. Πήγε να καλέσει την Ανδριάνα, και να της πει να πάει να γαμηθεί κι αυτή και το μπαλαγιάζ και το σούπερ μάρκετ, όμως το μετάνιωσε την ίδια στιγμή. Το χέρι της πήγε στο όνομα του Στέφανου. «Η κλήση σας προωθείται. Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας μετά….» είπε η χαρακτηριστική γυναικεία φωνή. Ξαναπροσπάθησε. «Η κλήση σας προωθείται…» ακούστηκε ξανά. «Τώρα βρήκε να μην έχει σήμα; Γαμώτο, θα σκάσω!» Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον δικό της. Να την ακούσει. Να ξεσπάσει αν χρειαζόταν, για να αποφύγει τις συνέπειες ενός επιθετικού τηλεφωνήματος στην Ανδριάνα. Σκέφτηκε τη φίλη της τη Μαριαλένα. Εκείνη την έπαιρνε συνέχεια για τα προσωπικά της. Ξαναμπήκε στις επαφές και την κάλεσε. Της τα είπε όλα με μεγάλη ένταση, προσπαθώντας να εκτονώσει τον θυμό της.
«Ποπό, ρε Ελεάνα. Με ζάλισες πρωί πρωί. Εντάξει, δίκιο έχεις, αλλά και τι έγινε; Ο Στέφανος τι λέει για όλα αυτά;»
«Μα δε με σέβονται! Λίγο είναι αυτό; Ο Στέφανος δεν είναι εδώ, οπότε δεν ξέρει. Έχουμε και τα ποδόσφαιρα και την μπάλα ρε γαμώτο… Χθες έπαιζε η ΑΕΚ. Όταν πάει στο γήπεδο, μετά κοιμάται στο σπίτι του. Είναι πιο κοντά».
«Έλα, μη σκας. Δεν έχεις ανάγκη εσύ. Κάτσε να σου πω κι εγώ τι έγινε. Ένα σου λέω. Ο Παύλος με γουστάρει τρελά! Δεν μπορείς να φανταστείς πώς έκανε όλη την προηγούμενη εβδομάδα…»
Η Ελεάνα που δεν είχε ηρεμήσει, άκουγε τη Μαριαλένα να της εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια, ό,τι είχε γίνει με το νέο της φλερτ. Κάθε μήνυμα που αντάλλαξαν, τι εξήγηση έδωσαν στα λεγόμενά του οι φίλες της, τι έγινε όταν βρεθήκανε από κοντά και κάθε τι που συνέβη που έπρεπε όμως να ερμηνευθεί. Ήταν σαν η Μαριαλένα να περίμενε ν’ ακούσει τα προβλήματά της, ώστε μετά να έχει την ευκαιρία για να πει τα δικά της που, σαφώς, ήταν πιο σημαντικά. Αναρωτιόταν αν η φίλη της την είχε ακούσει πραγματικά, ή έστω αν ενδιαφερόταν για το τι ένιωθε. Άραγε ήταν πραγματικές φίλες; Πήγε να τη διακόψει, αλλά εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη, ώσπου παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Κι αφού πέρασαν αρκετά λεπτά, η Μαριαλένα τη ρώτησε:
«Πρέπει να κόβει φλέβα, έτσι; Εσύ τι νομίζεις;»
«Δε μας χέζεις, ρε Μαριαλένα, που κάθε βδομάδα μας λες για κάποιον γκόμενο που σε γουστάρει και που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου!»
Δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση κι απλώς αρκέστηκε σε ένα πνιγμένο «Ορίστε;»
«Ξαναλέω. Δε μας χέζεις, ρε Μαριαλένα; Άκουσες τίποτα από όσα σου είπα νωρίτερα;»
Σιωπή. Ακούστηκε μόνο ένα στραμπουληγμένο επιφώνημα.
«Τα λέμε, Μαριαλένα. Αν και δε χρειάζεται να πούμε τίποτα άλλο», της είπε κι έκλεισε απότομα.
Αντί ν’ αποφορτιστεί μιλώντας στη Μαριαλένα, κατάφερε ακριβώς το αντίθετο. Ήταν ακόμα πιο θυμωμένη κι αν ήταν κάποια απ’ τις δυο μπροστά της, ίσως και να τις ορμούσε. «Κανένας δε νοιάζεται για μένα; Θέλω να φύγω!» φώναξε. Με μια άγαρμπη κίνηση έριξε κάτω την κούπα με τον καφέ. Δεν έσπασε, αλλά έκανε χάλια το λευκό χαλάκι. Έβγαλε μια κραυγή, κι ένιωσε τη φωνή της να κλείνει και να πνίγεται. Πήγε στην κουζίνα κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό. «Πρέπει να συνέλθω» σκέφτηκε. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Δε βοήθησαν και πολύ. Ποιος ήταν δίπλα της; Την υπολόγιζε κανείς; Άκουσε το κινητό της πάλι να δονείται πάνω στο τραπεζάκι.
«Αν είναι κάποια απ’ τις δυο, δε θα τις χαριστώ. Θα τις πάρει ο διάολος!»
Στο τηλέφωνο όμως δεν ήταν ούτε η Ανδριάνα ούτε η Μαριαλένα, αλλά ο Στέφανος. Όταν είδε το όνομά του στην οθόνη, ανακουφίστηκε.
«Πού είσαι; Είμαι όλο νεύρα. Έχω θυμώσει με την Ανδριάνα από τη δουλειά, ήμουν έτοιμη να την πάρω τηλέφωνο και να τη βρίσω, μάλωσα μετά και με τη Μαριαλένα…»
«Πιο ήρεμα! Μου πήρες τ’ αυτιά. Πού κολλάει η Ανδριάνα με τη Μαριαλένα;»
Η Ελεάνα τού εξήγησε.
«Πολύ εύκολα δεν αρπάχτηκες; Γιατί θύμωσες τόσο πολύ;»
«Εσύ δε θα νευρίαζες στη θέση μου; Θέλω να φύγουμε! Να πάμε αλλού και να κάνουμε μια νέα αρχή… Είναι δυνατόν να έχουμε τέτοιους ανθρώπους γύρω μας και να μην το έχουμε καταλάβει;»
«Τι είναι αυτά που λες; Μήπως υπερβάλλεις; Δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα. Κοίταξε να ηρεμήσεις και θα έρθω από εκεί να τα πούμε το απόγευμα. Μην κάνεις κάτι που…»
Μια πόρτα που έκλεισε δυνατά και μια γυναικεία φωνή που έλεγε «Αγάπη μου, τι ήθελε πάλι αυτή;» ακούστηκαν ταυτόχρονα με την τελευταία πρόταση του Στέφανου, που συνεχίστηκε με ένα διακριτικό «σσσσς» από εκείνον. Η Ελεάνα έμεινε σιωπηλή. Το ίδιο και ο Στέφανος. Για λίγο ακούγονταν μόνο οι ανάσες τους.
«Ελεάνα…» μίλησε πρώτος ο Στέφανος.
«Αϊ στο διάολο παλιομαλάκα! Κι εσύ και το τσουλάκι σου!» είπε η Ελεάνα και πέταξε το κινητό της με δύναμη πάνω στον τοίχο κάνοντάς το κομμάτια.
«Τι έγινε τώρα; Αλήθεια έγιναν όλα αυτά; Δε θέλω κανέναν τους! Θέλω να φύγω πια από δω! Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα!»
Κάθισε στον καναπέ κι άρχισε να κλαίει, αφήνοντας όλη την ένταση που είχε μέσα της να εκτονωθεί, επαναλαμβάνοντας τη τελευταία φράση της ξανά και ξανά. «Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα». Ώσπου κάποια στιγμή, συνειδητοποίησε πως κάτι της θύμιζε αυτή η πρόταση. Σκούπισε τα δάκρυά της και πήγε προς στη βιβλιοθήκη· είχε καιρό να διαβάσει κάποιο βιβλίο, στον Στέφανο άρεσε περισσότερο να βλέπουνε ταινίες. Πέρασε με μια γρήγορη ματιά όλα τα ράφια, ώσπου βρήκε αυτό που έψαχνε. «Ελεγεία και Σάτιρες, Κώστας Καρυωτάκης». Ξεφύλλισε τη συλλογή και σταμάτησε όταν βρήκε τους στίχους:
«Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.
Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ’ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος εαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.
Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίηση να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πώς έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.»
Επανέλαβε τους στίχους από την πρώτη στροφή, σαν να της είχε αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. «Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα, σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο, να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο… Απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο…» Αμέσως ηρέμησε. Ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει. Έσκισε τη σελίδα με το ποίημα, τη δίπλωσε και την έβαλε μέσα από την μπλούζα της, στην τιράντα, στο αριστερό της στήθος. Στο σαλόνι άνοιξε το σημειωματάριο που είχαν πάνω στο τραπεζάκι σε μια σελίδα λευκή κι έγραψε: «Δεν περιμένω τίποτα από ‘σένα. Ούτε σου χρωστάω καμιά εξήγηση. Αντίο». Πήρε τη σελίδα και την έβαλε στο ψυγείο, κάτω από ένα μαγνητάκι με το λογότυπο της ΑΕΚ.
Στο δωμάτιό της είχε μια μικρή βαλίτσα. Την έβαλε πάνω στο κρεβάτι κι άρχισε να τη γεμίζει με ρούχα και παπούτσια. Είδε ότι όλα δε χωρούσαν. Βρήκε μια τσάντα πολλαπλών χρήσεων, από εκείνες τις non woven που είχαν στο σούπερ μάρκετ με τα μακριά χερούλια. Να που κάπου θα ήταν χρήσιμη κι αυτή. Έβαλε μέσα τα υπόλοιπα. Πήρε το διαβατήριο και το πορτοφόλι της και προτού το καταλάβει ήταν έξω απ’ το σπίτι.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ήλιο που ξεπρόβαλλε από την απέναντι ταράτσα. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Αισθανόταν ελεύθερη. Περπατούσε με δυσκολία στον πεζόδρομο από το βάρος που έσερνε, όμως δε την ένοιαζε. Παρατηρούσε τις πολυκατοικίες της γειτονιάς, τα μπαλκόνια με τις γλάστρες και τα απλωμένα ρούχα και χαμογελούσε. Ακόμα και τα πιο απλά της φαινόταν όμορφα. Μόνο η βαλίτσα της διαμαρτυρόταν για το περιεχόμενό της. Ήταν σαν να την είχε πιάσει ναυτία έτσι όπως την έσερνε η Ελεάνα. Προχώρησαν ως την επόμενη γωνία, όπου μια ρόδα κλάταρε κι η βαλίτσα δεν άντεξε, βγάζοντας ό,τι είχε μέσα της. Ο πεζόδρομος γέμισε με ρούχα και παπούτσια. Η Ελεάνα αρχικά πήγε να τα μαζέψει, αλλά στο τέλος αναποδογύρισε και την τσάντα με τα υπόλοιπα στην ανοιχτή βαλίτσα. «Γιατί τα πήρα όλα αυτά; Τι τα χρειάζομαι; Όταν ξεκινάς απ’ την αρχή, δεν πρέπει να κρατάς τίποτα παλιό. Μόνο τ’ αγαπημένα μου. Μ’ αυτά θα φύγω».
Έψαξε τον μπόγο που είχε δημιουργηθεί μπροστά της και βρήκε το αγαπημένο της σύνολο: μια γαλάζια μπλούζα, μια μαύρη midi φούστα και μποτάκια. Άλλαζε εκεί, στη μέση του πεζοδρόμου χωρίς να τη νοιάζει τίποτα. Μερικοί περαστικοί σταμάτησαν και την κοιτούσαν όλο περιέργεια. Άλλοι απλώς γελούσαν. Κάτι παιδιά που έπαιζαν μπάλα λίγο πιο κάτω έτρεξαν κοντά, για να δούνε το θέαμα. Ένας ηλικιωμένος με ένα ποδήλατο πέρασε από δίπλα της και της φώναξε: «Πάει, το ‘χασε ο κόσμος!» Δεν την ενδιέφερε καθόλου. Κοίταξε το είδωλό της στην τζαμαρία της απέναντι βιτρίνας. «Έτοιμη» είπε στον εαυτό της. «Και κάτι τελευταίο…» σκέφτηκε κι έβγαλε τη διπλωμένη σελίδα που είχε ακόμα στην τιράντα της. Την ξεδίπλωσε κι έφτιαξε μια αυτοσχέδια μυτερή σαΐτα με μεγάλα φτερά. Γύρισε προς τα παιδιά. «Εσείς είστε έτοιμοι;» είπε γελώντας κι ύστερα πέταξε τη σαΐτα. Και η σαΐτα πέταξε μακριά προς τον ορίζοντα, γλιστρώντας πάνω σε ένα απαλό αεράκι, με τις ακτίνες του ήλιου να χρυσίζουν τα φτερά της και τα παιδιά να τρέχουν πίσω της με φωνές και γέλια, παραβγαίνοντας πιο θα καταφέρει να την πιάσει πρώτο. Έτσι θα πετούσε σε λίγη ώρα και η Ελεάνα, μέσα σε ένα αεροπλάνο για το εξωτερικό. Σαν μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι της Αφροδίτης Αυγέρη, πρώην συνεργού.