από τη Νατάσα Τόλιου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το μοναδικό παράθυρο της κουζίνας σα παρμπρίζ χωρίς υαλοκαθαριστήρες. Οι σταγόνες γλιστράνε στο τζάμι, μικραίνουν και χάνονται στη διαφάνεια του γυαλιού. Τα παιδιά του πάνω ορόφου παίζουν μπίλιες στα πλακάκια του δωματίου τους. Μπίλιες πήλινες, μολυβένιες και γυάλινες που σου τρυπάνε τα αυτιά. Και η μαλακισμένη η μάνα τους ξέχασε πάλι να βγάλει τις ψηλοτάκουνες γόβες. Το ίδιο έκανε θυμάμαι και η δικιά μου. Πόσο νευρίαζε τότε ο πατέρας μου! Ύστερα εκείνη έφυγε κι όλα τελείωσαν.
Εφτά και τέταρτο το πρωί. Βλέπω μια κουκίδα εκεί μακριά. Κάθε επαφή με το κωλόσπιτο που ζω παύει άμεσα. Όλα γίνονται πάλι μακρινό παρελθόν. Ξεχωρίζω από μακριά θαμπή τη μορφή του κι όσο πλησιάζει, βλέπω σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά του. Τα στρόγγυλα γυαλάκια του πετούν σπίθες καθώς πέφτει πάνω τους ο πρωινός ήλιος. Τα λιγοστά του μαλλιά περιμετρικά του κεφαλιού έχουν σηκωθεί όρθια και μοιάζουν να πρόκειται να ξεκολλήσουν απ το κεφάλι του και να ανυψωθούν στον ουρανό, ένα ακόμα συννεφάκι στα τόσα ή ένα πεσμένο φωτοστέφανο.
Καράφλας είναι, γέρος και καράφλας, θέλω να τον χλευάσω, να τον ξεφτιλίσω αλλά κάτι στο κοφτερό του βλέμμα που ξεχωρίζει καθώς με πλησιάζει, δε μου το επιτρέπει. Κάτι με μαγνητίζει όπως τότε, πανάθεμά τον.
Τώρα περνάει από μπροστά μου με το καλογυαλισμένο, πανάκριβο ποδήλατό του, ντυμένος προσεχτικά στα χρώματα της άμμου. Δεν μπορεί, κάποιον έχει αυτός να τον φροντίζει. Δεν είναι μόνος σα το κούτσουρο, δεν πρέπει να πλένει, να φτιάχνει μόνος το φαί του και να ετοιμάζεται μόνος του. Δεν καταλήγει να γυρνάει με λυτά παπούτσια επειδή δε μπορεί να σκύψει να τα δέσει.
Ήδη απομακρύνθηκε με τη γνωστή, σταθερή του ταχύτητα. Πού πάει πρωί πρωί; Που πάει κάθε πρωί; Είναι τρεις τέσσερις μέρες τώρα που τον πρωτοείδα να περνάει έξω από το παράθυρό μου. Ο κύριος Γυαλίδης, ο γνωστός κύριος Γυαλίδης, ο μεγαλογιατρός , ο ψυχοθεραπευτής. Από τη μέρα που τον είδα έχασα τον ύπνο μου, ταράχτηκε η ζωή μου, αν πούμε ότι είχα ζωή. Κάτι συνέβη στο μυαλό μου, θέλω να μάθω τα πάντα γι αυτόν, δε μπορώ να ξεκολλήσω τη σκέψη μου, θέλω να δω τη ζωή του, να την ξεψαχνίσω, να τον διαλύσω στα εξ’ ων συνετέθη κι ύστερα να τον εξαφανίσω.
Πώς τα κατάφερε; γιατί είναι ξεκάθαρο ότι τα κατάφερε. Πώς δεν ντρέπεται για τα όσα έχει κάνει, πώς καταφέρνει και αντέχει την κάθε μέρα κι ύστερα, πώς αντέχει τα γηρατειά του, είναι πολύ πιο μεγάλος από όσους ξέρω. Κι όμως κάθε πρωί περνάει καλοντυμένος, αρωματισμένος , σίγουρα καλοταϊσμένος.
Περνάει και φεύγει. Ποιος ξέρει για πού. Μετά από μιάμιση ώρα ακριβώς περνάει το δρόμο του γυρισμού. Όλα ρολόι στη ζωή του. Κι εγώ δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάτσω να τον περιμένω. Μέχρι να ξαναπεράσει δεν μπορώ να φύγω από το παράθυρο. Κολλάω το μέτωπό μου στο υγρό βρώμικο τζάμι που με στηρίζει και με δροσίζει. Μένω ακινητοποιημένος εδώ, σα μαγεμένος. Μάγια μου έκανε;
Τώρα θέλω να πάω να κατουρήσω αλλά φοβάμαι μη τον χάσω. Αυτό το ρημάδι το πόδι μου είναι σα κούτσουρο. Πρέπει να το κρατάω και να το σέρνω με τα χέρια μου για να αποφασίσει να κινηθεί.
Μια ιδέα, μου τρυπάει το μυαλό. Θέλω να τον πλησιάσω, να δω τα μούτρα του από κοντά ,σιγά μη με θυμάται, εμένα που ποτέ δε τον ξέχασα. Πρέπει να το οργανώσω, να δω πως θα το κάνω. Και κατουριέμαι τόσο πολύ που πονάω μέχρι την ψυχή μου, μα δε φεύγω, δεν κουνιέμαι από δω. Η αυλίτσα με το «μέρος» είναι πολύ μακριά , θα χάσω πολύ χρόνο. Γαμώ την υπόγα μου, γαμώ, βρίζω μέσα από τα δόντια μου, να μην ακούσει ο Μήτσος. Δε θέλω να ακούει βρωμόλογα, γίνεται νευρικός έτσι.
Η κοιλιά μου έχει τουμπανιάσει, έχει ακόμα μισή ώρα μέχρι να ξαναπεράσει ο sir, έτσι τον φωνάζω, sir.
Δεν τολμώ όμως να κινηθώ, σφίγγω τα λιγοστά μου δόντια – η μασέλα που μου έκανε ο μαλάκας ο φίλος μου, με χτυπάει, δεν τη φοράω ποτέ. Φίλος σου λέει ο άλλος, τι φίλος ; είχα εγώ ποτέ φίλους; Ποιόν να εμπιστευτείς, όλοι σε φτύνουν στο τέλος. Μόνο αυτόν το μαδημένο κεραμιδόγατο το Μήτσο έχω, μόνο αυτόν..
Δεν αντέχω, προσεύχομαι να κρατηθώ να αντέξω, δε τα καταφέρνω. Ένα ζεστό κύμα με πλημμυρίζει. Πρώτα την κοιλιά μου χαμηλά κι ύστερα το αριστερό μου μπούτι. Γιατί πάντα μου φεύγει αριστερά; Φτου σου ρε πούστη, το μπατζάκι μου μούσκεμα, άλλη μια σκιά πάνω του, σκέφτομαι. Πολύ που με νοιάζει , θα στεγνώσει, όλα στεγνώνουν κάποτε: Τα ρούχα από τα κάτουρα, το δέρμα που γίνεται σα τσιγαρόχαρτο κι ύστερα γεμίζει ζάρες λες και κάποιος ζωγράφισε όλη τη γεωγραφία του πλανήτη πάνω του. Και ύστερα οι ψυχές, απότιστες, αλάδωτες, διψασμένες, στεγνώνουν και μετά γίνονται θρύψαλα και τις τρώνε τα σκουλήκια. Πρώτα πάνω στη γη κι ύστερα μέσα στα σπλάχνα της.
Ευτυχώς εγώ έχω χρόνια ακόμα γι αυτό. Χαμογελώ. Σα μαλάκας.
Το επόμενο πρωί είμαι ήδη από τις επτά και τέταρτο στη μέση του δρόμου. Είναι ένας μικρός δρόμος χωρίς κίνηση και με λίγη τύχη κανείς δεν πρόκειται να με αναγκάσει να χαλάσω το σχέδιο μου ή να κουραστώ περισσότερο.
Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα εδώ. Σαν ένα χέρι να με έσπρωξε, ή καλύτερα να με κουβάλησε εδώ για να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου.
Επτάμιση τον βλέπω να πλησιάζει. Όπως πάντα. Ο γνωστός κρύος ιδρώτας λούζει την καμπουριασμένη πλάτη μου. Το πουκάμισο είναι κολλημένο πάνω μου. Μια γλυκερή μυρωδιά φτάνει στα ρουθούνια μου. Πόσες μέρες το φοράω; Ποιος θυμάται και ποιος νοιάζεται; Θα σιχαθεί ο λουστραρισμένος ο Γυαλίδης, ο Γυαλένιος, ο γυάλινος, ο ψυχρός γερομαλάκας, σκέφτομαι και γεμίζει σάλιο ευχαρίστησης το στόμα μου. Μέχρι το πέος μου νιώθω να ζωντανεύει , πού με θυμήθηκε τώρα κι αυτό;
Λίγα μέτρα πριν με φτάσει, γυρίζω προς το μέρος του κι ανοίγω τα χέρια σα τον εσταυρωμένο. Το στόμα μου κινείται μόνο του και μιλάει με φωνή αλλιώτικη, ξένη, απόκοσμη.
-Εσύ με σταύρωσες μαζί με όλους τους άλλους sir, φωνάζω, κι όταν με είδες σταυρωμένο δεν άπλωσες χέρι βοήθειας παρά χέρι για να πάρεις.
«Ποιος είστε κύριε», με ρωτάει ξαφνιασμένος.
«Που να με θυμηθείς εσύ ο Θεός, εμένα τον κύριο τίποτα , ε; Όμως από τον τίποτα ζήτησες την αστρονομική αμοιβή σου. Που να τα βρω εγώ όσα ζητούσες φαντασμένε κωλόγερε; Ρώτησες αν λύγιζαν τα χέρια μου με τόσα βάρη , με τόσο πόνο ψυχής, ρώτησες αν λυγίζουν να μπουν να ψάξουν τις τσέπες μου;»
Η φωνή μου ακούγεται τρεμουλιαστή, τραντάζει το σώμα μου , τρίζουν μέχρι τα ίδια τα κόκαλα μου. Εκείνος σταματάει και με ακούει για λίγο, μετά κατεβαίνει από το ποδήλατο . Βγάζει τα στρόγγυλα γυαλάκια του και τα σκουπίζει αργά στο ανκορά πουλοβεράκι του. Τα μάτια του γυαλίζουν, είναι υγρά; «Λυπάμαι, λυπάμαι, λυπάμαι» ψιθυρίζει αργά κοιτώντας ψηλά σα να μιλάει στο Θεό.
Όχι ρε φίλε δε θα μου το χαλάσεις τώρα. Αγνοώ ό,τι βλέπω και συνεχίζω. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι και περνάς καλογυαλισμένος μπροστά από καμένη γη; Πως τολμάς να επιδεικνύεις την ευτυχία σου και να μη ντρέπεσαι; Δε ντρέπεσαι ρε ;;;» ουρλιάζω, τα χέρια μου έχουν ανυψωθεί προς τον ουρανό, σα μια δύναμη να με κινεί, με καθοδηγεί, κι εγώ είμαι πειθήνιο όργανο της.
Σηκώνει τα χέρια του και τα βάζει στο πρόσωπό του, κρύβει το μούτρο του, κι έπειτα το σκουπίζει αργά, σα για να διώξει την κούραση.
Κι ύστερα κάνει δύο βήματα και με πλησιάζει.. Το ίδιο γλυκό, ζεστό βλέμμα που είχα δει σχεδόν πενήντα χρόνια πριν. Μόνο που τότε γρήγορα άλλαξε δείχνοντας μου την πόρτα.
Γιατί, που να βρω τόσα λεφτά που ζήτησε; Βγήκα απελπισμένος κι έκατσα στα σκαλοπάτια του. «Απευθυνθείτε κύριε σε δημόσια δομή.» Μα απευθύνθηκα και μου είπαν θα με ειδοποιήσουν. Πέρασαν έξι μήνες κι ύστερα με πήραν τηλέφωνο, τους είπα πως πέθανα, μ έφαγε ο σκώρος κι η θλίψη. Κι αλήθεια ήταν, από τότε έχω πεθάνει, απλά σέρνω το κουφάρι μου μέχρι να λιώσει κι αυτό.
Έρχεται κοντά μου, με κοιτά στα μάτια, με πιάνει από το μπράτσο και με τραβά στο απέναντι παγκάκι. «Λυπάμαι» ψιθυρίζει ξανά, « λυπάμαι που δεν ένιωσα τον πόνο σου, λυπάμαι που δε βοήθησα. Μα είχα πάντα τόσο πολλή δουλειά –δεν έμενε χρόνος να σκεφτώ πολλά. Μα αν επέμενες θα βοηθούσα και με λιγότερα χρήματα. Πίστεψέ με, πολλούς έχω βοηθήσει έτσι. Λυπάμαι ειλικρινά καλό μου παιδί, λυπάμαι που σε αδίκησα.»
Δε θα με τουμπάρεις, δε θα κάνω πίσω σκέφτομαι, όμως νιώθω να έχει φύγει κάθε συναίσθημα από μέσα μου. Που πήγε ο θυμός μου γαμώτο..
Το ρεβόλβερ στην τσέπη μου δροσίζει την παλάμη και μου δίνει κουράγιο. Το βγάζω και το στρέφω εκεί, λίγο πιο κάτω από το μέτωπό του, ανάμεσα στα μάτια του. Τι μου θυμίζουν αλήθεια τα μάτια του, μελιά είναι … Ένα μαλακό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του.
«Αν πρέπει να τελειώσει έτσι ας είναι» ψιθυρίζει, «όμως να ξέρεις πως λυπάμαι ειλικρινά αγόρι μου. Λυπάμαι που δε μπόρεσα να σε βοηθήσω , να σταθώ δίπλα σου, να σε αγκαλιάσω όταν το χρειαζόσουν» . Η φωνή του είναι βραχνή, χαμηλή, σταθερή, σχεδόν με υπνωτίζει. Κι αυτά τα μελιά μάτια, τόσο οικεία…
Τα βλέφαρά μου βαραίνουν, κλείνουν, το πρόσωπο του Γυαλίδη χάνεται σε μια θαμπάδα, το πρόσωπο του πατέρα μου εμφανίζεται απρόσμενα στη θέση του μα δεν είναι πρησμένο και κόκκινο από το αλκοόλ. «Λυπάμαι αγόρι μου», λέει με τη φωνή του Γυαλίδη, και τα μελιά του μάτια είναι πνιγμένα στα δάκρυα. «Λυπάμαι για το ξύλο, τις φωνές τις προσβολές, λυπάμαι για τον πόνο που σου προκάλεσα, δε μιλούσα εγώ παιδί μου, το πιόμα μιλούσε. Λυπάμαι και για τότε που έσπασα στο ξύλο τη μάνα σου και μετά εκείνη έφυγε και σε άφησε. Λυπάμαι για το κακό που έκανα στο κορμάκι σου, μα πιο πολύ λυπάμαι για την αθώα ψυχούλα σου που την έκαψα ο κακούργος» λέει και αφήνεται σε αναφιλητά.
«Μη κλαις πατέρα μου μη κλαις ..»
«Συγχώρα με γιε μου, σ αγαπώ, συγχώρα με».
«Το ξέρω πατέρα μου, όλα τα ξέχασα, όλα, μη κλαις μόνο εσύ, μη κλαις. Κι εγώ σ’ αγαπώ πατέρα μου».
Βρύσες τα μάτια μου, μουσκεύουν το πρόσωπο, αδειάζει η ψυχή μου απ’ το θυμό, την πίκρα.
«Την αγάπη σου ήθελα μόνο πατέρα μου,» ψιθυρίζω και βάζω την κάννη μπροστά στο στόμα μου, «τώρα την νιώθω, μπορώ να φύγω ήσυχος».
Τελικά είχε δίκιο το παραμυθάκι που διάβαζα μικρός, ότι μια σταλίτσα αγάπη φτάνει, είναι η τελευταία σκέψη μου πριν πατήσω τη σκανδάλη.
«Μη, αγόρι μου, μη», ακούγεται η φωνή του Γυαλίδη κάπου μακριά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής