Γάτα με μασέλα

0
608

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 92065413_mediaitem79125964.jpgαπό τον Δημήτρη Λιμνιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν η θεία μου, η Ολυμπία, εμφανίστηκε στο σαλόνι ολόγυμνη, με μία μοβ πετσέτα στο κεφάλι, που την είχε κάνει σαρίκι, κατάλαβα πως τα πράγματα δε θα πήγαιναν καλά. Κάτι πολύ περίεργο της είχε συμβεί κι από κείνη τη στιγμή η νύχτα πήρε την κάτω βόλτα.

Ήταν εννέα το βράδυ κι έβλεπα τηλεόραση στο σαλόνι αμέριμνος για οτιδήποτε επρόκειτο να δουν τα έκπληκτα μάτια μου. Αυτό ήταν η θεία Ολυμπία να μπουκάρει μπροστά μου, όπως τη γέννησε η μάνα της, εβδομήντα και βάλε χρόνια πριν. Με κοίταξε σοβαρά, έκανε μία γκριμάτσα δυσφορίας, έπειτα προσπάθησε να χορέψει μπαλέτο λέγοντας «Καμάρωσέ με, καμάρωσέ με, πετάω σαν πεταλούδα!», έκανε μερικές άτσαλες πιρουέτες, έπειτα ένα μισοχαλασμένο Γραντ Μπατμάν κι έπειτα-έπειτα, έχασε την ισορροπία της και ξαπλώθηκε μπροστά μου με τα πόδια άχαρα, ορθάνοιχτα.

Το πλήγμα που δέχθηκα ήταν τρομακτικό, σαν εκείνα τα ντοκιμαντέρ με τις κούκλες που διαλύονται απ’ το ωστικό κύμα ατομικής έκρηξης. Τέτοια πίεση ένιωσα στα μάτια και κόντεψαν οι βολβοί μου να κολλήσουν στο στήθος της παρουσιάστριας των ειδήσεων. Τα έκλεισα γρήγορα, μήπως και καταφέρω να περιορίσω κομμάτι, το ψυχικό τραύμα που μου δημιούργησε η τρελόγρια, έτσι απρόσμενα που πετάχτηκε, μέσα στην ηρεμία και μ’ έκανε κουρέλι. Πόσο όμως να μείνει κάποιος με τα μάτια κλειστά, όταν ξέρει πως έχει μπροστά του τη θεία τέζα, μ’ ολόκληρο τον δασόκηπό της κατάφατσα;

Όσο κι αν ήθελα να τ’ αποφύγω, άνοιξα τελικά τα μάτια μου. Ήταν ακόμη αναίσθητη.

«Θεία, θεία, θεία…», ψέλλισα δίχως να πάρω απόκριση. Σηκώθηκα, προσπαθώντας ν’ αποφύγω να κοιτάξω κάτω απ’ τη μέση της και την πλησίασα. «Βρε θεία, τι μου κάνεις τώρα γαμώτο!»

Σήκωσα το ένα της στήθος, που ακουμπούσε το πάτωμα και το τοποθέτησα δίπλα στο άλλο. Μ’ άρεσε η συμμετρία κι αμέσως σχεδόν κατάλαβα, πως μάλλον τα έχω χάσει. Η ηλικιωμένη γυναίκα λιπόθυμη στο πάτωμα κι εγώ να σιάζω τα βυζιά της. Η συνέχεια, δηλαδή, θα ήταν ποια; Να της χτενίσω το μουνί;

Έτρεξα στην κουζίνα, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα απ’ το σαλόνι, μετά από δύο μέτρα άχρηστο διάδρομο, και γέμισα ένα ποτήρι με νερό βρύσης. Επέστρεψα γρήγορα, γονάτισα μπροστά στο πρόσωπό της, έβρεξα τα χέρια μου στο νερό και της δρόσισα το μέτωπο. Τα σημεία κάτω απ’ τα μάτια και τα χείλη της είχαν μελανιάσει.

Έχυσα με λύσσα όλο το ποτήρι με το νερό στο πρόσωπό της. Δεν κινήθηκε, δεν ανταποκρίθηκε στην ψυχρολουσία. Ήμουν σε απόγνωση και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο την πλάκωσα στα χαστούκια. Στην αρχή απαλά κι έπειτα δυνατά κι έπειτα έπειτα μ’ όλη μου σχεδόν τη δύναμη. Δεν είχε τύχει να χαστουκίσω ξανά κι ομολογώ, πως η αίσθηση έχει κάτι θεραπευτικό, όχι για τη θεία Ολυμπία.

Σταμάτησα να την χτυπάω μόνο αφού, ξυστά απ’ το βάζο του χαμηλού τραπεζιού πέρασε η μασέλα της, που εκτοξεύτηκε μετά από μία δυνατή σφαλιάρα, κάτω από τις καρέκλες της τραπεζαρίας. Η μασέλα κροτάλισε απειλητικά μερικές φορές και θα συνέχιζε, εάν ο Μαρούσκας, ένας κατοικίδιος γάτος Μπλε Ρώσος, δεν την άρπαζε στα σαγόνια του θυμωμένος. Εξαφανίστηκε με τη μασέλα από τη μπαλκονόπορτα, για να συνεχίσει έξω τον καβγά μαζί της.

Δεν είχα άλλη λύση. Πήρα το κινητό στα χέρια μου και σχημάτισα Εκατόν Εξήντα Έξι. Η θεία πλέον είχε μπλαβίσει. Οι αφύσικα μεγάλες θηλές είχαν πάρει το χρώμα της πετσέτας, στο κεφάλι της. Για το πρόσωπο, δε θέλω να μιλήσω, το θέαμα ήταν αποκρουστικό.

«Εκατόν Εξήντα Έξι, παρακαλώ;», ακούστηκε απαλή και σε άλλη περίπτωση σέξι η φωνή του κέντρου.

«Ναι, με ακούτε; Υπάρχει μεγάλη ανάγκη! Η θεία μου…»
«Τι συμβαίνει με τη θεία σας;»
«Είναι αναίσθητη στη μέση του σαλονιού εδώ κι ώρα. Μου είναι αδύνατο να την επαναφέρω.»
«Για πόση ώρα μιλάμε;»
«Ιδέα δεν έχω. Δέκα, είκοσι λεπτά, μπορεί και παραπάνω.»
«Προσπαθήσατε να την επαναφέρετε;»
«Μα ναι, σας είπα!»
«Με ποιον τρόπο;»
«Της έριξα νερό κι έπειτα την χτύπησα στο πρόσωπο!»
«Τη χτυπήσατε;»
«Και μετά της έφυγε η μασέλα και…»
«Η μασέλα;»
«…ο γάτος μου την έφαγε!»
«Τη θεία σας;»
«Όχι, τη μασέλα!»
«…»
«Ναι, με ακούτε;»
«…»
«Ναι, παρακαλώ;»
«Κάτω από ποιες συνθήκες έχασε τις αισθήσεις της;»
«Βγήκε γυμνή από το μπάνιο, έκανε να χορέψει μπαλέτο κι έπεσε. Ήταν μπαλαρίνα στα νιάτα της»
«…»
«Α, μπαλαρίνα. Μισό…»
«Ναι, με ακούτε;»
«Κύριέ μου, έχω ήδη ενημερώσει. Πριν φθάσουν εκεί πείτε μου αν θυμάστε κάτι άλλο σχετικά με τη θεία σας».
«Όπως σας είπα! Αγαπάει το μπαλέτο. Βγήκε από το μπάνιο γυμνή. Έκανε μία-δύο στροφές και ξαπλώθηκε κάτω».
«Κάτι άλλο;»
«ΤΗΣ ΕΠΙΑΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΥΖΙΑ! ΝΑ, ΟΡΙΣΤΕ! Αυτό θέλατε ν’ ακούσετε; Ναι, τα έπιασα και τα έφτιαξα!»
«Α, μάλιστα».
«Πείτε μου τι να κάνω;»
«Της τα πιάσατε αφού την χτυπήσατε ή πριν;»
«Νομίζω πριν».
«Α, μάλιστα».
«Θα μου πείτε επιτέλους τι να κάνω;»
«Η ηλικία της θείας;»
«Πάνω από εβδομήντα νομίζω».
«ΚΑΡΠΑ γνωρίζετε;»
«Έχω δει στην τηλεόραση».
«Τέλεια. Ξεκινήστε παρακαλώ της μαλάξεις στο στήθος κι ελπίζω να έρθουν γρήγορα από κει».
«Περιμένετε στο τηλέφωνο;»«Ναι, κύριέ μου, θα περιμένω».
«Μισό…»

Άφησα το τηλέφωνο και κοίταξα τη θεία. Έπρεπε να χώσω την παλάμη μου κάτω απ’ το στήθος της. Ήταν αδύνατο! Έπιασα ένα-ένα τα τεράστια βυζιά της και τα γύρισα ανάποδα γύρω απ’ τον λαιμό. Ξεκίνησα, ένα-δύο-τρία-τέσσερα. Συνέχισα, ένα-δύο-τρία-τέσσερα. Το έκανα αρκετές φορές και πήρα ξανά το τηλέφωνο στο χέρι.

«Τι άλλο;»
«Της κάνατε ΚΑΡΠΑ;»
«Ναι, τα ίδια. Είναι ακίνητη κι έχει εξαιρετικά περίεργο χρώμα!»
«Μπορείτε να μου περιγράψετε το χρώμα;»
«Βαθύ μοβ!»
«Μοβ;»
«Μοβ!»
«Θα σας δίνω οδηγίες. Θέλω να είστε ψύχραιμος και να κάνετε ακριβώς ότι σας λέω. Εντάξει;»
«Εντάξει!»

Με το κινητό στο μάγουλο και τον λαιμό στραβά άρχισα μία προσπάθεια ανάνηψης της θείας, σύμφωνα με τις συμβουλές της φωνής.

Στην αρχή μου ζήτησε να χαϊδέψω απαλά το στομάχι της, σε κύκλους, μέχρι το χρώμα του δέρματος να ζωηρέψει. Τσεκ!

Να κατέβω χαμηλότερα στην κοιλιακή χώρα και να κάνω το ίδιο, αυτή τη φορά όμως γρήγορα και δυνατά. Τσεκ!

Να τρίψω με τα δύο μου δάχτυλα, τον αντίχειρα και τον δείκτη, το τρίχωμα του εφηβαίου της λιπόθυμης θείας. Αναγούλιασα αρκετές φορές. Έμοιαζα να μαδάω μασούρι με μουνότριχες γίδας. Τσεκ!

Να τοποθετήσω την παλάμη μου χαμηλότερα, μέχρι να εντοπίσω την κλειτορίδα της, και να τρίψω, κυκλικά πάλι, ανάμεσα στα εξωτερικά χείλη του αιδοίου. Ξέρασα πάνω στη θεία! Ξέρασα τη θεία μου, τη λιπόθυμη θεία μου που μάλλον πάλευε για τη ζωή της, ενώ το χέρι μου είχε γραπώσει το… Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Χαμούρευα το μουνί μίας λιπόθυμης γριάς, στη μέση του σαλονιού μου, ενώ ξερνούσα πάνω της. Τσεκ!

Τότε πέρασε ο Μαρούσκας καμαρωτός με τη μασέλα στο στόμα, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το θυροτηλέφωνο.

«Ήρθαν!», φώναξα στην τηλεφωνήτρια και πέταξα το τηλέφωνο στο χαλί.
«Ναι, ποιος είναι;»
«Εκατόν Εξήντα Έξι»
«Ελάτε!», φώναξα και πάτησα το κουμπί της εξώπορτας. Ξεφύσησα. Μαζί με τα πνευμόνια, άδειασε κι όλη η αγωνία από μέσα μου. Επιτέλους είχαν έρθει οι ειδικοί.

***

Δε με παραξένεψαν ούτε τα ποδοβολητά, ούτε η φασαρία, μήτε κι οι φωνές. Όταν όμως εμφανίστηκε απ’ τις σκάλες, ένα πλήθος ντυμένο με στολές μπαλέτου, κατάλαβα πως τα πράγματα δε θα πήγαιναν καλά.

«Ποιοι είστε ρε παιδιά;», ρώτησα με τα μάτια γουρλωμένα.
«Οι Εκατόν Εξήντα Έξι!», απάντησαν όλοι ταυτόχρονα σαν χορωδία.
«Πιο σιγά γαμώτο, θα ξεσηκώσουμε τη γειτονιά!» τους παρατήρησα εξαντλημένος πλέον.
«Οι Εκατόν Εξήντα Έξι», ψιθύρισαν και μπούκαραν, σχεδόν με τη βία, στο διαμέρισμα.
«Πού είναι το ΕΚΑΒ;»
«Τι ’ν’ αυτό;»

Έμπαιναν κι έμπαιναν. Θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν όλοι κι έτσι στριμωχτήκαν εκείνοι που χωρούσαν κι έμειναν ουρά στην είσοδο και τις σκάλες οι υπόλοιποι. Θα πρέπει να γέμισαν όλα τα δωμάτια, το φαρδύ μπαλκόνι και την τουαλέτα. Το σαλόνι πάντως ήταν κατάμεστο και μόνο ένας μικρός κύκλος, που φιλοξενούσε τη Θεία, ήταν άδειος από χορευτές.

Α, ναι, η θεία… Αυτή πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Το μελάνιασμα είχε χειροτερέψει και πλέον, το ραβδωτό, μοβ-μπλε, δέρμα την έκανε να μοιάζει περισσότερο με σκουμπρί, ενώ τα στήθια της, γύρω απ’ τον λαιμό έκαναν το θέαμα φαιδρότερο. Η θέση του στήθους το έκανε να μοιάζει καταπληκτικά με μαξιλαράκι αεροπλάνου.

Σκουμπρί στην Β’ θέση πτήσης για τελάρο σε νορβηγική ψαραγορά.

Είχα θολώσει τόσο, που αν δεν ήμουν ξύπνιος, θα πίστευα πως βλέπω ένα τρελό όνειρο. Τα είχα παντελώς χαμένα. Το μόνο που σκέφτηκα να κάνω, πριν σωριαστώ κατάκοπος στον τριθέσιο καναπέ, ήταν να πετάξω ένα παλιό σεμεδάκι ανάμεσα στο πόδια της θείας, για να κρύψω τη γύμνια της. Μόλις είχα μεταμορφώσει τη θεία Ολυμπία σε σκουμπρί με τσιγκελάκι.

«Αγαπητέ κύριε…», είπε ένας απ’ τους χορευτές, που έμοιαζε για τον Υπεύθυνο και συνέχισε, «Εξ ονόματι των Εκατόν Εξήντα Έξι, που συμπαρίστανται στους απελπισμένους, τα θερμά μου συλλυπητήρια για τη θεία σας. Βρισκόμαστε εδώ προκειμένου ν’ απαλύνουμε τον βουβό σας πόνο. Κι αφού, όπως μας ενημέρωσαν, η θανούσα αγαπούσε το μπαλέτο, ευθύς αμέσως θα εκτελέσουμε μία σύντομη χορογραφία βασισμένη σε γνωστό μουσικό έργο. Μουσική παρακαλώ!»

Τα πεντάγραμμα του Τσαϊκόφσκι ξεπήδησαν μέσα από ένα φορητό σύστημα ήχου. Τα φώτα αργά χαμήλωσαν και προβολείς φώτισαν την πρώτη σειρά με μπαλαρίνες, πιασμένες χέρι-χέρι χιαστή, με λευκά φτερά στις πλάτες και μαργαριταρένιες κορώνες.

Ήμουν έκθαμβος! Η παράσταση, που κράτησε πάνω από δύο ώρες, ήταν εκπληκτική. Σχεδόν ξέχασα το δικό μου μαρτύριο κι αφέθηκα να κοιτάζω αριστερά και δεξιά με δακρυσμένα μάτια και στόμα ορθάνοιχτο.

Ο Μαρούσκας περπατούσε ανάμεσα στα πόδια των χορευτών, με τέτοιον τρόπο που έμοιαζε να μην τον νοιάζει τίποτα. Η μασέλα στο στόμα του ζωγράφιζε ένα μοναδικό χαμόγελο, που παραδόξως θύμιζε τη θεία Ολυμπία. Αιωνία της η μνήμη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής