από τη Fido
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον Βασίλη τον γνώρισα όταν ήμουν φοιτήτρια. Είχε στο μάτι κάτι που’ λέγε «Συγνώμη, κορίτσια, αλλά εγώ είμαι σπουδαίος», και εγώ μάσησα. Μου αρέσουν οι σπουδαίοι άνθρωποι, μου δημιουργούν μια διάθεση να τους ακολουθήσω. Αλλά και τι θα πει «σπουδαίος»; Ο καθένας μπορεί να’ χει κάτι άλλο στο νου του… Εγώ πάντως τον ερωτεύτηκα για τους δικούς μου λόγους σε σχέση με την σπουδαιότητα.
Ζούσαμε τα τελευταία χρόνια των χρυσών αγελάδων, καμιά χιλιάδα μέρες πριν στρίψει η χιλιετία με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το χρηματιστηριακό κραχ, η νομισματική αλλαγή, το μνημόνιο και ο Ένφια ήταν σενάρια επιστημονικής φαντασίας το λιγότερο.
Ένα χιλιάρικο δραχμές ημερησίως- ευγενική χορηγία από τη ΔΕΗ με τη μορφή Εφάπαξ στον πατέρα και του πατέρα σε εμένα με λιγότερη ευγένεια και σε σταθερές δόσεις- έφτανε να πάρω ένα πακέτο Marlboro μαλακό, μια Ελευθεροτυπία, νερό Αύρα και φραπέ στο κυλικείο του Αρχαιολογικού όπου και σπούδαζα- στο Αρχαιολογικό όχι στο κυλικείο αν και ο πατέρας μου είχε αντίθετη άποψη επί του θέματος. Και αν ήθελα, έφταναν τα ρέστα να πάρω και μισό κιλό ντομάτες, που δεν ήθελα δηλαδή, γιατί εκείνη την περίοδο τρεφόμουν αποκλειστικά στα τσιπουράδικα της πόλης.
Μια τέτοια μέρα, αδιαφορώντας για το μάθημα Εισαγωγή στην Προϊστορία που διαδραματιζόταν στο Αμφιθέατρο της σχολής και ούσα στο κυλικείο παίζοντας τάβλι με την Δανάη, την νέα κολλητή από το Παιδαγωγικό, τον είδα πρώτη φορά.
Μπήκε στο κυλικείο και η παρουσία του ρούφηξε σαν ηλεκτρική σκούπα εργοστασιακών διαστάσεων όλο το οξυγόνο από την ατμόσφαιρα. Φορούσε ένα t-shirt με στάμπα μια γροθιά ανυψωμένη, καρώ πουκάμισο ανοιχτό, τσιγάρο κολλημένο στα χείλη -αυτά τα χείλη!- και τέτοιο αέρα επαναστάτη που θα έκανε μέχρι και τον Τσε Γκε Βάρα να κρυφτεί ντροπιασμένος κάτω από τις κουβέρτες.
Ήταν σαν να μου πάτησε κάποιος το κεφάλι κάτω από το νερό και το μόνο που άκουγα ήταν η ανάσα μου να επιταχύνει όσο αυτός πλησίαζε.
Τον σκέφτηκα να περνάει τις μέρες του διαβάζοντας Καμύ, Μαρξ, Νίτσε και Ρόμπινς να οργανώνει πορείες ενάντια στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών στη Σομαλία και στον ελεύθερό του χρόνο να φτιάχνει μολότοφ.
Όταν δεν ήταν με κάποια γυναίκα όλα αυτά. Γιατί πώς θα μπορούσε ένας τέτοιος άνδρας να είναι σόλο;
Τον έκανα εικόνα ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι, με πολλά γυναικεία χέρια να βγαίνουν μέσα απο τα σεντόνια και να τον χαϊδεύουν παντού, σαν ένας άλλος Keanu Reeves στο Dracula, και αμέσως ένιωσα την ζήλια να μου τρυπάει τα μηνίγγια.
Επρόκειτο για κλασσική περίπτωση ‘κακού’ παιδιού/άντρα κυνηγού που όλες τον ερωτεύονται με την προϋπόθεση της αποκλειστικότητας, ότι αυτός θα ερωτευτεί τη μία και μοναδική, θα της ρίξει μια με το ρόπαλο στο δόξα πατρί, θα τη σύρει από τα μαλλιά στην σπηλιά και αφού θάψει το ρόπαλο μια και καλή θα ζήσουν ερωτευμένοι να τρώνε ρίζες και να φτιάχνουν Νεαντερνταλάκια με ροζ μάγουλα εις τον αιώνα τον άπαντα.
Και ποια ήμουν εγώ να εξαιρεθώ;
Τον ερωτεύτηκα ακαριαία.
Πήρε ένα φραπέ, μια εφημερίδα παρατημένη υπό μάλης, άναψε άλλο ένα τσιγάρο και σκάναρε το χώρο.
Έκατσε στο δίπλα τραπέζι από εμάς –βρε λες;- αλλά σύντομα κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του διαβάζοντάς την και αφήνοντάς με απ’έξω.
Πήρα τον χρόνο να περιεργαστώ το χέρι του που ήταν στο οπτικό μου πεδίο και να σκεφτώ όλα όσα θα μπορούσε να κάνει αυτό το χέρι.
‘Πιάσ’ το μωρέ, μην το φοβάσαι!’ τσίριξε η Δανάη.
Ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα, όταν σαν μια άλλη Αναδυόμενη Αφροδίτη του Botticelli, βγήκα στην επιφάνεια και άρχισα να ακούω ξανά.
‘Τι, τι λες;’ ρώτησα χαζογελώντας και με χέρια που τρέμουν, τράβηξα μια τζούρα τόσο βαθιά που έγινε στάχτη το μισό τσιγάρο.
Τόσο φανερό ήταν το πόσο τον γούσταρα;
‘Στα ζάρια μιλάω. Για το πούλι λέω. Την παραμάνα σου Μυρτώ. Με πεντάρες σε πιάνω,’ είπε η Δανάη και βάλθηκε να κάνει κάτι θεατρινίστικα με τα ζάρια, να τα κουνάει πάνω από το κεφάλι της και να τα φυσάει λες και έβγαζε κάστανα από τη φωτιά με γυμνά χέρια.
Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό το καραγκιοζιλίκι, γυρνάει στον Βασίλη και του ζητάει να της φυσήξει τα ζάρια για καλή τύχη ‘για να με πιάσουν.΄
Ο Έλληνας Τσε λοιπόν, χαμογέλασε ο ξεδιάντροπος, ένα υπέροχο, πλάγιο, μονόπατο χαμόγελο και πήρε η βάρκα μας νερό.
Δίπλωσε την εφημερίδα και την ακούμπησε δίπλα του, ήπιε μια γουλιά καφέ, το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβηκε αργά και πήρε τον χρόνο του πριν απαντήσει, έτσι όπως καθυστερούν μόνο όσοι αισθάνονται πραγματικά σπουδαίοι.
‘Με χαρά,’ είπε με μια παιδιάστικη λάμψη στα μάτια, πριν φυσήξει τρις στη χούφτα της Δανάης.
Η χούφτα άνοιξε, τα ζάρια κύλησαν και πριν σταματήσουν να στροβιλίζονται μέσα στο τάβλι, μπήκε στο κυλικείο μια εκπάγλου καλλονής που έκανε με τη λάμψη της τα νέον φώτα στο ταβάνι να μοιάσουν με τρεμοπαίζοντα κεράκια εκκλησίας.
‘Βασίλη,’ φώναξε από μακρυά η ηλιαχτίδα σωσίας της Cindy Crawford. ‘Eχει μαζευτεί η παρέα στου Υπνοβάτη για τσίπουρα. Θα έρθεις;’
Ο Βασίλης σηκώθηκε, μου έγνεψε ένα ξερό ‘Καλή τύχη, τα λέμε!’ και πριν προλάβω να καταλάβω τι έγινε, είχε φορέσει τον σβέρκο της Μις Ελλάς ’97 στον ώμο του και είχαν γίνει άφαντοι.
Στο ραδιόφωνο ακούστηκαν οι φωνές των αδερφών Κατσιμίχα να επαναλαμβάνουν Άι Της Αγάπης Μαχαιριά, και Άι Της Αγάπης Μαχαιριά και άι σιχτίρ αυτοί και το μαχαίρι τους που ύποπτα το αισθανόμουν να στρίβει κάτω από τα πλευρά μου.
‘Φτου σου! Πάλι ασσόδυο;’ Παραπονέθηκε η Δανάη όταν έκατσε το ζάρι.
‘Άντε ντε; Πάλι ασσόδυο;’
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Fido, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδοπούλου, Ο Έρωτας Είναι Παιχνίδι, Μωρό Μου.